Πρόκειται για μια συλλογή έντεκα «ανορθόδοξων» διηγημάτων που είναι γεμάτα με ανατρεπτικό σουρεαλισμό και αναπάντεχη πλοκή. Για άλλη μια φορά θα τονίσω πως προσωπικά δε μου ταιριάζει ο σουρεαλισμός και δύσκολα με συγκρατεί, εδώ όμως έχουμε να κάνουμε είτε με ευστροφία στην εξέλιξη των ιστοριών είτε με χρήση αναπάντεχων επιθετικών προσδιορισμών και ξεχωριστών παρομοιώσεων («ίδρωνε σαν χειμωνιάτικο παράθυρο», σελ. 159) καθώς και στιβαρής γραφής. Για παράδειγμα: «Η ηλεκτρονική φωνή μέσα από το ψηφιακό ξυπνητήρι ξεφλουδίζει με κόπο την παχύρρευστη σιωπή που αποσυντίθεται υπομονετικά μέσα στο ιδρωμένο δωμάτιο» (σελ. 61). Αυτά τα χαρακτηριστικά θετικά γνωρίσματα μου κράτησαν πολύτιμη συντροφιά όσο σεργιανούσα στις σελίδες του βιβλίου.
Εκτός από την κινηματογραφική και κατά τόπους λυρική αφήγηση και τις απροσδόκητες τροπές, υπάρχουν μηνύματα και έννοιες αρκετά καλά κρυμμένα μέσα στις ιστορίες ενώ οι καταστάσεις που περιγράφονται είναι έξυπνοι παραλληλισμοί απόλυτα ρεαλιστικών γεγονότων που όλοι ζούμε στην καθημερινότητά μας. Καταλάβαινα τι θέλει να στηλιτεύσει ο συγγραφέας και σε τι αποσκοπούσε, απολάμβανα την αφήγηση και τις ιδέες του, ταξίδευα από σπίτια, βενζινάδικα και εστιατόρια μέχρι και στο διάστημα κι όλη την ώρα τα υπονοούμενα χόρευαν γύρω μου. Ποικιλία αφηγηματικών μοτίβων και έκτασης (άλλα σύντομα και άλλα εκτενέστερα), διάφορα και διαφορετικά θέματα συγκροτούν μια πανσπερμία κειμένων. Το άχρονο και απρόσωπο σύμπαν των διηγημάτων ενισχύεται κι από το γεγονός πως δεν έχουμε καταγεγραμμένα ούτε ονόματα ούτε τόπους όμως σύντομα καταλαβαίνεις πως αυτή η έλλειψη δεν έχει καμία σημασία, μιας και η αφήγηση είναι παραστατικότατη. Εξίσου ευρηματικό είναι και το γεγονός πως σε κάθε εκτενές διήγημα παρεμβάλλεται και μια λεπτομέρεια-αναφορά από το προηγούμενο, δημιουργώντας έτσι μια ιδιαίτερη συνεκτικότητα.
Και τα έντεκα διηγήματα αξίζουν την προσοχή του αναγνώστη, ας μου επιτραπεί όμως να σταθώ λίγο παραπάνω σε όσα αγάπησα. «Ο άνθρωπος που δολοφονούσε πιανίστες» είναι ό,τι πιο έξυπνο έχω διαβάσει σε αστυνομικό είδος. Στο κείμενο ένας επαγγελματίας «δολοφόνος πιανιστών» επιμένει πως όλα έγιναν νόμιμα, αφού το γράφει η ταυτότητά του ως επάγγελμα και συνεκδοχικά τον καλύπτει και ο περιβόητος Κανονισμός, τον οποίο όμως ένας πανέξυπνος δικαστής ξεψαχνίζει προσπαθώντας να στοιχειοθετήσει κατηγορία! Θα τα καταφέρει άραγε; Η ευρηματική ανατροπή του διηγήματος είναι κάτι που δε θα ξεχάσω για καιρό! «Ο ανάποδος άνθρωπος» αφορά έναν μεσήλικα άντρα που κάνει τα πάντα ανάποδα (βάδισμα, καθημερινότητα, διάβασμα) και περιέχει μια αξέχαστη σκηνή σε βενζινάδικο, τόσο ενδιαφέρουσα που θα τη μελετούσαν με χαρά ο Γιάννης Ξανθούλης, ο Δημήτρης Μαμαλούκας και ο Πέδρο Αλμοδοβάρ! Όχι ότι και η συνέχεια δεν ελλείπει φαντασίας και ευρηματικότητας!
«Ο άνθρωπος που ήθελε να γίνει αφεντικό» είναι η συγκινητική ιστορία κάποιου που μεγάλωσε με τη λέξη «αφεντικό» να ακούγεται συχνά γύρω του, στον οικογενειακό και ευρύτερα κοινωνικό του κύκλο. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως το κείμενο είναι γραμμένο σε δεύτερο πρόσωπο, μιας και την ιστορία την αφηγείται ο δικηγόρος στραμμένος προς τον πελάτη του, κάτι που είναι εξαιρετικά δύσκολο και θέλει προσοχή. Το απρόσμενο τέλος ήταν μια γροθιά στο στομάχι που με άφησε άφωνο και με γέμισε δάκρυα. «Ο φανατικός άνθρωπος» είναι ακριβώς όσα περιέγραψα στην αρχή του κειμένου: οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες και ο φανατισμός κάποιων που θέλουν να δημιουργήσουν τρομοκρατικό χτύπημα συγκρούονται με το χαμόγελο όταν διαβάσεις την ονομασία («Το κουνουπίδι εκδικητής») και τα όπλα της οργάνωσης («κουνουπιδομβομβίδες» που όμως θα σκοτώσουν τον φανατικό) και με το τρανταχτό γέλιο από τις περιγραφές ενός τυπικού ποδοσφαιρικού αγώνα.
«Ο άνθρωπος που δεν έπαιρνε αποφάσεις» είναι μια γυναίκα αποφασισμένη ν’ αποφασίσει κάτι απλό: «Όχι κάποια από εκείνες τις προαποφασισμένες αποφάσεις της προηγούμενης νύχτας, που το φως της ημέρας βρίσκει επιτηδευμένα αποφασιστικές. Ούτε εκείνες τις αυθόρμητες αποφάσεις της στιγμής, που συντελούνται κάτω από την πίεση της αναποφασιστικότητας και δηλώνουν πανικό» (σελ. 225). Γιατί; Διότι έπρεπε να κανονίσει δεύτερο ραντεβού με έναν τύπο που γνώρισε στο «Κάπνα μπαρ». Η συνέχεια απολαυστική και εντελώς ιονεσκική! «Ο άνθρωπος που ήθελε να ξοδέψει χρήματα» είναι το πιο διασκεδαστικό κείμενο απ’ όλα, μιας και ο κύριος Κ. αποφάσισε να παραδώσει το μαγαζί του στον μεγάλο του γιο και να βγει μια βόλτα, μια απλή καθημερινή βόλτα, χωρίς να ξέρει τα απίστευτα και άκρως κωμικά περιστατικά που θα ζήσει. Γέλασα με την ψυχή μου με τις απανωτές και λογικοφανείς αναποδιές! «Ο άνθρωπος που επέζησε;» είναι η τραγική ιστορία ενός ήρεμου χωριού στο οποίο ήρθαν τα πάνω κάτω όταν άνοιξε ένα εμπορικό κέντρο κι έτσι όλοι έγιναν βιαστικοί, αγχωμένοι, εφήμεροι. Το κείμενο είναι η καλύτερη αλληγορική ματιά που μπορεί να ρίξει κανείς στη σημερινή καταναλωτική κοινωνία μέσα από μια στακάτη και κοφτερή γραφή που δεν αφήνει τίποτα ήσυχο και φτάνει στο απόγειο της δεινότητάς της, χαρίζοντας απλόχερα υποδόρια μηνύματα και δεύτερες σκέψεις, γραμμένα με το οικείο πλέον στυλ του συγγραφέα. Αυτά και άλλα διηγήματα οδηγούν στο τελευταίο κείμενο της συλλογής που είναι μια εκπληκτική ιστορία γύρω από τον Εμφύλιο και τις συνέπειές του στο σήμερα, γραμμένη τόσο ρεαλιστικά που δάκρυσα.
«Ο ανάποδος άνθρωπος» είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα συλλογή διηγημάτων που ζωντανεύουν τις ιστορίες ανθρώπων που όλοι έχουμε συναντήσει κάποια στιγμή στη ζωή μας. Είναι γραμμένα με σουρεαλισμό και χιούμορ, χωρίς όμως να λείπει η σοβαρότητα και κυρίως η δεύτερη ματιά που μπορεί να εντοπίσει κάποιος ανάμεσα στις γραμμές, από τις οποίες ξεπηδούν ανθρωπιστικά μηνύματα και διαχρονικές ιδέες. Γέλασα και δάκρυσα, αναστέναξα και τρόμαξα, τα απόλαυσα ένα προς ένα.
0 Σχόλια