Ήταν χειμώνας. Ο Αρτέμης ήταν κάτω από τα παπλώματά του. Δεν ήθελε να πάει σχολείο. Έψαχνε ένα σωρό δικαιολογίες. «Έχω πυρετό». Όχι, θα του έπιανε το μέτωπο η μαμά και θα το καταλάβαινε. «Δεν έχουμε σχολείο σήμερα». Μπα! Θα έπαιρνε τηλέφωνο στο σχολείο. Η πόρτα όμως άνοιξε και έπρεπε να σκεφτεί γρήγορα.
«Πονάει η κοιλιά μου» γκρίνιαξε χωρίς ανάσα ο Αρτέμης.
«Πολύ συχνά πονάει» παρατήρησε η μαμά και δυστυχώς δεν τον πίστεψε.
Ντύθηκε ζεστά με τα ρούχα που του έβγαλε από την ντουλάπα και έφυγαν για το σχολείο. Άλλη μια μέρα ανάμεσα σε πολλά παιδιά που φώναζαν και έπαιζαν μεταξύ τους. Άλλη μια μέρα μόνος του.
Προχωρούσε στην αυλή του σχολείου με σκυμμένο το κεφάλι. Στάθηκε για την ώρα της προσευχής και περίμενε. Το μάθημα της γλώσσας πέρασε πολύ αργά. Αν και ήταν άριστος στα μαθήματα, δεν του άρεσε που καθόταν μόνος στο θρανίο του.
Ντριιιιν! Χτύπησε το κουδούνι για διάλειμμα. Όχι πως δεν ήθελε να κάνει μάθημα, αλλά το διάλειμμα ήταν γι’ αυτόν ευκαιρία να χωθεί στην βιβλιοθήκη του σχολείου. Ντριν άκουγε και σε λίγα δευτερόλεπτα άνοιγε την πόρτα της βιβλιοθήκης.
«Καλημέρα, κυρία Τίνα» έλεγε ευγενικά στη βιβλιοθηκονόμο και της έσκαγε ένα χαμόγελο.
Του είχε δώσει πολλά ενδιαφέροντα βιβλία, μα εκείνη τη μέρα δεν ήθελε τη συμβουλή της. ήθελε απλά να περιηγηθεί στους διαδρόμους και να αφεθεί στη μυρωδιά των βιβλίων.
Καθώς περπατούσε, σε έναν διάδρομο πίσω αριστερά, παρατήρησε ένα παράξενο βιβλίο. Ένα βιβλίο που είχε μόνο μπλε εξώφυλλο. Τίποτ΄ άλλο. Με λαχτάρα το πήρε και κάθισε στο τραπέζι της ανάγνωσης. Το άνοιξε και μέσα είδε ένα αγοράκι. Ήταν σε μια πόλη μόνο του. Είχε σκούρα επιδερμίδα και καστανά μαλλιά και μάτια. Το βιβλίο είχε μόνο εικόνες του παιδιού. Καθόλου λόγια. Δεν είχε ξαναδεί παρόμοιο βιβλίο. Ντριιιν. Χτύπησε και πάλι το κουδούνι και με λύπη άφησε το βιβλίο στο ράφι. Μα λίγο πριν το κλείσει, σαν να του φάνηκε να του χαμογελάει το παιδάκι.
Ένα χαμόγελο ξεπήδησε και από το δικό του πρόσωπο και ήξερε πως αυτό το βιβλίο είχε κι άλλα να του προσφέρει. Στα επόμενα διαλείμματα συνέχισε να ξεφυλλίζει αυτό το βιβλίο. Και τις επόμενες μέρες.
«Βλέπω ότι σ’ αρέσει αυτό το βιβλίο. Γιατί δε το δανείζεσαι, να το απολαύσεις με την ησυχία σου στο σπίτι; Μου το φέρνεις την άλλη βδομάδα» πρότεινε η κυρία Τίνα και ο Αρτέμης το πήρε με χαρά.
Κάθε φορά που το άνοιγε χαιρετούσε τον μικρό του φίλο και του έλεγε τα νέα του. Δεν είχε βέβαια πολλά. Ο φίλος του φαινόταν στις εικόνες κάθε φορά και πιο χαρούμενος. Έκαναν καλή παρέα. Κι αν καμιά φορά ήθελε να κλάψει, πάλι το άνοιγε. Είχαν γίνει αχώριστοι.
Όμως η βδομάδα πέρασε και ο Αρτέμης έπρεπε να δώσει πίσω το μπλε βιβλίο του. Πριν να πουν την προσευχή βιάστηκε να μπει στο σχολείο και να το δώσει στην κυρία Τίνα. Στεναχωρήθηκε και ένιωσε και πάλι μόνος.
Εκείνη τη στιγμή ένα αγόρι μπήκε στο σχολείο. Ένα αγόρι ίδιο μ΄ εκείνο στις φωτογραφίες. Σκούρο δέρμα, καστανά μαλλιά, λίγο πιο ψηλό από τις φωτογραφίες. Ο Αρτέμης τον πλησίασε.
«Κάτι μου θυμίζεις» είπε δειλά ο Αρτέμης.
«Κι μένα. Με λένε Ναζίμ. Είναι η πρώτη μου μέρα εδώ» του χαμογέλασε.
«Αρτέμης. Πρέπει να σου δείξω κάτι. Δε θα το πιστεύεις» είπε ο Αρτέμης και τράβηξε το χέρι του Ναζίμ.
«Κυρία Τίνα! Θέλω για λίγο το μπλε βιβλίο μου να δείξω κάτι στο Ναζίμ» χοροπήδησε ο Αρτέμης μόλις μπήκαν στη βιβλιοθήκη.
«Το δάνεισα σε ένα παιδί της Δευτέρας δημοτικού, Αρτέμη μου. Το είδε όταν μου το επέστρεψες και το πήρε» είπε λυπημένη.
Αλλά ο Αρτέμης δεν στεναχωρήθηκε. Άλλωστε είχε ένα νέο φίλο στο σχολείο και δεν χρειαζόταν πια το συγκεκριμένο βιβλίο. Ίσως κάποιο άλλο να ξεφύλλιζε παρέα με το Ναζίμ κάποια μέρα.
_
γράφει η Νάσια Αλεξανδρίδη
0 Σχόλια