31.12.2016

Ο βίος και η πολιτεία του Σκρουτζ Μακ Ντακ

Μέρος Πρώτο: Γλασκώβη 1877

 

The day is cold, and dark, and dreary

It rains, and the wind is never weary;

Henry Wadsworth Longfellow – The Rainy Day

Φυσά αέρας δυνατός. Σε σκίζει και σε κόβει

Μετράς τυφλά στην τσέπη σου – δεκάρες τα λεφτά

Ξεκίνησες ανώνυμος μια νύχτα απ’ τη Γλασκώβη

Το χίλια οκτακόσια εβδομήντα εφτά

Κρατάς γούρι και χαϊμαλί μια κάλπικη δεκάρα

Την πρώτη σου που κέρδισες με την σκληρή δουλειά

Κι έβλεπες πως περνούσανε και φεύγανε τα κάρα

Και ζήλευες τα ελεύθερα και άπιαστα πουλιά

Λούστρος από μικρό παιδί, φτωχός στη βιοπάλη

Την βούρτσα παραμάσχαλα και τα γυαλιστικά

Ορκίστηκες πως την τιμή θα αναστήσεις πάλι

Της οικογένειας που ‘χασε τη δόξα οριστικά

Να μάθεις βιάστηκες πολύ η μοίρα σου τι γράφει

Τι μυστικά σου μέλλονται γύρεψες να σου πει

Πόθησες την ηδονή που φέρνει το χρυσάφι

Να γίνεις το πιο πλούσιο του κόσμου το παπί

Εμπρός να ξεκινήσουμε κι ο κόσμος περιμένει

Πορεία να χαράξουμε προς την Αμερική

Ποια ιστορία βρίσκεται στο δρόμο μας κρυμμένη

Και πόσες περιπέτειες μας καρτερούν εκεί

                                                                                                                                   

 

Μέρος Δεύτερο: Οι Περιπέτειες της Δύσης

 

It matters not how strait the gate,

How charged with punishments the scroll,

I am the master of my fate:

I am the captain of my soul.

William Ernest Henley – Invictus

Ο δρόμος σου σε έφερε μες στην καρδιά της Δύσης

Σε κάποιο ποταμόπλοιο για τον Μισσισσιπή

 Πόσοι θαμμένοι θησαυροί υπάρχουν να κερδίσεις

Που μες στην λάσπη κρύβονται, στη λήθη, στη σιωπή;

Κυλά αργά ο ποταμός και την πορεία δείχνει

Προς τον θαμμένο, τον κρυφό χαμένο θησαυρό

Και τρέχουνε ξωπίσω σου κι ακολουθούν τα ίχνη

Εγκληματίες και ληστές, κακοί ένα σωρό.

Το βράδυ στο κατάστρωμα κοιτάζοντας τα άστρα

Ακους στον ήχο της σιωπής τον κόσμο που καλεί

Χρυσάφι ονειρεύεσαι, τα πλούτη και τα κάστρα

Την λάμψη που σε μάγεψε και στοίχισε πολύ

Πάλι την πένα έπιασες κι έγραψες ένα γράμμα

Την περιπέτεια που ζεις στην άλλη άκρη της γης

Τις αδερφές σου σκέφτεσαι – σε πνίγει ένα κλάμα

Θυμάσαι την πατρίδα σου, πονάς και νοσταλγείς

Γράφεις στην οικογένεια πως είσαι Κάου-μπόυ

Πως πιάνεις με το λάσο σου τα άγρια θεριά

Γράφεις πόσο μεγάλωσες, πώς έχεις ρίξει μπόι

Κι αλλάζει απότομα ο καιρός – βροχή με ξαστεριά

Ψάχνεις να βρεις την τύχη σου στην πέτρα και στο χώμα

Μέσα στη πράσινη σκουριά που βγάζει ο χαλκός

Πόσα αρχαία θαύματα έχεις να δεις ακόμα

Και πόσο ακόμη ο κόσμος σου θα γίνει μαγικός

                                                                                                                                   

Μέρος Τρίτο: Μονομαχία στο Κάστρο

 

“And how can a man die better than, facing fearful odds

For the ashes of his fathers and the temples of his Gods”.

Thomas Babington Macaulay – Lays of Ancient Rome

Το πλοίο του Μισσισσιπή ξαστόχησε στη ρότα

Καρφώθηκε σε ύφαλο κι αρχίζει να φουντάρει

Γύρισες στην πατρίδα σου φτωχός όσο και πρώτα

Για να σηκώσεις πάνω σου τα χρέη και τα βάρη

Το κάστρο σου το πατρικό εμπήκε υποθήκη

Πουλήσαν τα κειμήλια, τους πίνακες, τα ξίφη

Η γη που σε ανέθρεψε πλέον δεν σου ανήκει

Την έχουν πάρει έμποροι, κλέφτες και τοκογλύφοι

Πήρες ασπίδα και σπαθί, τη διαφορά να λύσεις

Κρυφά προετοιμάζεσαι μέσα στην ησυχία

Δεν σου ‘χει μείνει ούτε μια λέξη να μιλήσεις

Τα λόγια είναι περιττα, μες στη μονομαχία

Χτυπά το εχθρικό σπαθί επάνω στην ασπίδα

Εσύ χτυπάς με δύναμη στην περικεφαλαία

Ανάμεσα απ’ τα σύννεφα βγαίνει κάποια ακτίδα

Και σκέφτεσαι κάθε στιγμή πως θα ‘ναι η τελευταία

Και σε κτυπάει κεραυνός και πέφτεις μες στο έλος

Βαραίνει η πανοπλία σου και σε τραβάει κάτω

Αργά αργά βυθίζεσαι και μέχρι που στο τέλος

Πνίγεσαι και έφτασες ανάσκελα στον πάτο

Και πήγες στον Παράδεισο μαζί με τους προγόνους

Εκεί που άλλος άνθρωπος δεν μπόρεσε να φτάσει

Και είδες του μελλοντικού του βίου σου τους χρόνους

Και ό,τι άλλο η μοίρα σου που σου επιφυλάσσει

Και ξύπνησες, σηκώθηκες και κέρδισες την μάχη

Αντάξιος του ονόματος, του αρχαίου και του ενδόξου

Κι αν ξέχασες σαν ξύπνησες τι άλλο θα θα σου λάχει

Ποιος ξέρει τι σε καρτερεί στο τέλος τ’ Ουράνιου Τόξου

                                                                                                                                   

 

Μέρος Τέταρτο: Όνειρα στην Αυστραλία

 

Is all that we see or seem

But a dream within a dream?

Edgar Allan Poe – A Dream within A Dream

Και πάλι στο ταξίδι σου, με τρένα και με πλοία

Με τα πανιά ανάποδα και πρίμα τον καιρό

Η Μοίρα σου σε έριξε κάπου στην Αυστραλία

Με τα κοάλα αγκαλιά και με τα καγκουρώ

Σε δέσανε τα μαγικά που κάνουν οι σαμάνοι

Με ιστορίες αλλόκοτες, αρχαίες κι ιερές

Πούθε κινεί η Μοίρα σου; Ποιος την κινεί; Πού φτάνει;

Πόσες θυσίες σου μέλλονται, φριχτές και τρομερές;

Στον τοίχο της παλιάς σπηλιάς αμέτρητες εικόνες

Πλατύποδες, κροκόδειλοι κι εξωτικά πουλιά

Υφαίνεται η ιστορία σου μέσα από τους αιώνες

Μ’ ιδρώτα, όνειρα, χρυσό, ελπίδες και φιλιά

Είδες με κοκκινη μπογιά η Μοίρα τι σου μέλλει

Μ’ οράματα παράξενα, θολά απ’ τον καπνό

Σε κάποιο μέρος άγνωστο την είδες ν’ ανατέλλει

Σαν ένα άστρο του Βορρά, ψυχρό και μακρινό

Το βόρειο σέλας μακριά είπες θ’ ακολουθήσεις

Τα φώτα που σου ‘δειξε το κρυστάλλινο αυγό

Σε άλλη χώρα απ’ την αρχή και πάλι θα μοχθήσεις

Το ουράνιο τόξο έχοντας μονάχο σου οδηγό

                                                                                                                                   

 

Μέρος Πέμπτο: Ο Βασιλιάς του Γιουκόν

 

Inebriate of Air –am I –

And debauchee of dew –

Reeling – thro endless summer days –

From inns of Molten Blue –

Emily Dickinson – I Taste a Liquor Never Brewed

Το πεπρωμένο φόρεσες στο πρόσωπο σαν μάσκα

Έγινε ο κόσμος μια σταλιά και πια δεν σε χωρά

Την τύχη σου αναζήτησες εκ νέου στην Αλάσκα

Στο Ντώσον που σε οδήγησε το άστρο του Βορρά

Σε μια κοιλάδα έκτισες το πρώτο σου καλύβι

Άγνωστη και απρόσιτη κι από όλους μυστική

Άραγε πόσους θησαυρούς μόνο για σένα κρύβει;

Ποια ιστορία σε καλεί, κρυφά, μοναδική;

Δουλεύεις ασταμάτητα, σπάζεις, κτυπάς και σκάβεις

Και κάτω από τα πόδια σου υποχωρεί η γη

Πέρασαν χρόνια και καιροί μέχρι να καταλάβεις

Πως ό,τι σ’ έφερε ως εδώ ματώνει σαν πληγή

Άντε! Ακόμη μια φορά πάλι με την αξίνα

Ο κόσμος προχωρεί μπροστά με την σκληρή δουλειά

Έφτυσες αίμα καταγής αγόγγυστα ένα μήνα

Και με το φτυάρι έπεφτες το βράδυ αγκαλιά

Με μια κονσέρβα φαγητό περνάς μία βδομάδα

Έδεσες το ζωνάρι σου ακόμη πιο σφιχτά

Και είναι τόσο ήρεμη και ήσυχη η κοιλάδα

Μονάχα η ανάσα σου ακούγεται πνιχτά

Μέρα στη μέρα έφυγε ολάκερος ο μήνας

Ώσπου μια μέρα ηλιόλουστη, υγρή και φωτεινή

Βρήκες τον σβώλο του χρυσού, σαν το αβγό της χήνας

Κι ούρλιαξες «Είμαι πλούσιος!» με μια τρελή φωνή

                                                                                                                                   

 

Μέρος Έκτο: Η Ψυχρή Καρδιά του Κλοντάικ

 

Of the empty and useless years of the rest, with the rest me intertwined,

The question, O me! so sad, recurring—What good amid these, O me, O life?

Walt Whitman – O Me! O Life!

Κι αν έχεις γίνει πλούσιος που βρήκες το χρυσό

Κι αν λάμπουν στα τσουβάλια σου λογής λογής πετράδια

Μία σκιά σε ακολουθει που σ’ άφησε μισό

 Και την καρδιά σου στάσιμη, στεγνή, ψυχρή και άδεια

Μέχρι που την είχες δει στην πόλη μια φορά

Να σε κοιτά παράξενα με μίσος και με πάθος

Κι εσύ την ξανακοίταξες ακόμη πιο ψυχρά

Μα σ’ ένα βλέμμα βρίσκεται το πιο μεγάλο βάθος

Με τα γαλάζια μάτια της, τ’ αθώα και τα γλυκά

Σου είχε κλέψει το χρυσό, τον ακριβό σου σβώλο

Τι κι αν σου τον επέστρεψε με τόκο τελικά;

Σου είχε κλέψει την καρδιά και το μυαλό σου όλο

Την είχες στρώσει για να δει τι πάει να πει δουλειά

Την πήρες στο ορυχείο σου, την είχες απαγάγει

Μα σε μαγέψαν τα ξανθά της, τ’ απαλά μαλλιά

Και τα γαλάζια μάτια της που μοιάζαν με πελάγη

Τον μήνα που συμφώνησε στον δούλεψε πιστά

Κι εσύ απ’ την τεράστια την έσωσες αρκούδα

Μ’ ένα μαχαίρι κοφτερό που πέρασε ξυστά

Κι έκοψε την κατάξανθη κι υπέροχη πλεξούδα

Την μπούκλα στο σεντούκι σου την είχες φυλαχτό

Κι όταν χρόνια αργότερα θα σ’ έχουνε ρωτήσει

Θα πεις πως στα ταξίδια σου ήταν μόνο αυτό

Αυτό το πιο πολύτιμο που είχες αποκτήσει

Την ζέσταινες τα δειλινά από την παγωνιά

Στο ξύλινο καλύβι σου, που  ‘ταν η φυλακή σου

Μαλώνατε και σου ‘ριξε μια μέρα μια μπουνιά

Σαν το φιλί της δυνατή – κι ήταν όλη δική σου

Αγάπησες και μίσησες όπως ποτέ ξανά

Εκείνο το βλέμμα το χρυσό, το κόκκινο φουστάνι

Μ’ αλλού η Μοίρα σε καλεί, σε μέρη μακρινά

Όσο κι αν μάζεψες χρυσό – καημένε – δεν σου φτάνει

Ήθελες τόσο να της πεις πόσο την αγαπάς

Ακόμη κι ας μην ήξερες αγάπη τι σημαίνει

Και τώρα το κεφάλι σου στον τοίχο το κτυπάς

Μια ευκαιρία σου δόθηκε, αλλά πήγε χαμένη

Το γράμμα που σου έγραψε για αποχαιρετισμό

Το πέταξες στην άκρη και το σκέπασε το χιόνι

Μα σ’ όποια πόλη και να βγεις, σε όποιο προορισμό

Μέσα σου είναι σαν ουλή βαθιά και σε στοιχειώνει

                                                                                                                                   

 

Μέρος Έβδομο: Η Επιστροφή στη Σκωτία

 

Now loud, it thunders o’er my head,

And now in distance dies.

But give me back my barren hills

Where colder breezes rise;

Anne Bronte – Home

Γύρισες στην πατρίδα σου με πλούτη φορτωμένος

Με ιστορίες παράξενες και εμπειρίες πολλές

Μ’ αν γύρισες, κατάντησες μέσα σε ξένους ξένος

 Οι ελπίδες σου αποδείχτηκαν φρούδες κι απατηλές

Οι φίλοι σου κι οι συγγενείς πια δεν σε αναγνωρίζουν

Ούτε οι αγαπημένες σου οι δύο αδερφές

Τα χρόνια που έλειψες μακριά, να ξέρεις δεν γυρίζουν

Τ’ άφησες όλα στου Γιουκόν τις άγριες κορφές

Κι αν με χρυσό το γέμισες και πλούτη το μανίκι

Κι αν γύρισες τις θάλασσες φτωχός και ναυαγός

Η πόλη που σ’ ανέθρεψε πλέον δεν σου ανήκει

Κι απέμεινες μονάχος σου, τ’ ονείρου νοσταλγός

Εκείνο το μικρό παιδί μεγάλωσε, έχει αλλάξει

Ψήθηκε μες στα βάσανα που φέρνει η ζωή

Πλήρωσε τίμημα βαρύ για να κατασταλάξει

Αλλά κανείς τι πλήρωσε πια δεν κατανοεί

Στην κώχη τούτη την μικρή, πες μου, πώς θα χωρέσεις

Πώς θα ανταλλάξεις το Γιουκόν μ’ αυτό το συρφετό

Σε αυτή την πόλη στάσιμος πες μου αν θα μπορέσεις

Ν’ αφήσεις πίσω τον παλιό καλό σου εαυτό

Όχι! Η περιπέτεια δεν τέλειωσε ακόμη

Ο κόσμος δεν σου πλήρωσε αυτά που σου χρωστά

Στα πόδια σου ανοίγονται δέκα χιλιάδες δρόμοι

Κι η Μοίρα σου σε οδηγεί ακόμη πιο μπροστά

Θα βγεις πάλι απ’ την αρχή στον κόσμο, όπως πρώτα

Το όνειρο που ακολουθείς δεν έχει εκπληρωθεί

Καινούργιο δρόμο χάραξες που πάει στην Καλισότα

Το μακρινό ταξίδι σου για να ολοκληρωθεί

Κι ο Φέργκους, ο πατέρας σου, κάθεται και σε βλέπει

Με τον Σερ Κουάκλι δίπλα του – κι οι δυο σε χαιρετούν

Τελείωσε η ώρα του και πια να φύγουν πρέπει

Για σένα στον παράδεισο, όμως, θα συζητούν

                                                                                                                                   

 

Μέρος Όγδοο: Ο Μεγιστάνας της Καλισότα

 

‘My name is Ozymandias, King of Kings,

Look on my Works, ye Mighty, and despair!’

Nothing beside remains.

  Round the decay

Percy Bysshe Shelley – Ozymandias of Egypt

Μετράει πια αντίστροφα για σένα το ρολόι

Τα χρόνια που ‘χες πέρασαν κι άρχισες να γερνάς

Μ’ ακόμη δεν εχόρτασε εκείνο που σε τρώει

Και σαν κατάρα άδικη εδώ και κει γυρνάς

Ο κόσμος που αγάπησες σε έχει πια κουράσει

Κουράστηκαν τα μάτια σου και έβαλες γυαλιά

Τα χρόνια πέρασαν νερό και τώρα έχεις γεράσει

Ασπρίσανε τα γένια σου, ασπρίσαν τα μαλλιά

Τους λόφους της Λιμνούπολης είπες θα κάνεις σπίτι

Η αυτοκρατορία σου για να εξαπλωθεί

Να γίνεις η πιο πλούσια πάπια στον πλανήτη

Να μην μπορέσει τίποτα να σου αντισταθεί

Η αδερφές σου η μικρές έχουν κατασταλάξει

Αγάπησαν, παντρεύτηκαν και έκαναν παιδιά

Κι εσύ κοιτάζεις στο γυαλί, να δεις που έχεις αλλάξει

και πέφτουν πάνω σου οι σκιές, σαν πέσει η βραδιά

Τώρα τα πάντα σε πονούν, τα πάντα σε πικραίνουν

Έγινες άδικος, σκληρός, με μια καρδιά ψυχρή

Οι θύμησες γυρίζουνε, στοιχειώνουν και βαραίνουν

Και μες στα πλούτη η ζωή γίνεται πενιχρή

Είσαι ψυχρός κι ανάποδος σαν το μικρό σου κέρμα

Εκείνη τη δεκάρα σου που ‘χες για τυχερή

Και σκέφτεσαι τι έχουνε και σου ψοφούν τα έρμα

Και σου κατάντησε η ζωή έρμη και θλιβερή

Το θησαυροφυλάκιο που έκτισες σκιάζει

Τα σπίτια της Λιμνούπολης και έγινε βραχνάς

Κι εσύ, ψυχρός σαν μέταλλο, καθόλου δεν σε νοιάζει

Τα μάτια που σε λύγισαν άρχισες να ξεχνάς

Να αυγατίσεις προσπαθείς τώρα την περιουσία

Να γίνεις το πιο πλούσιο παπί στον κόσμο λες

Μα κάτι νύχτες σαν κι αυτή σε πιάνει απελπισία

Κρύβεσαι στο παλάτι σου κι από τον πόνο κλαις

                                                                                                                                   

 

Μέρος Ένατο: Το Πλουσιότερο Παπί του Κόσμου

 

Then leaf subsides to leaf.

So Eden sank to grief,

So dawn goes down to day.

Nothing gold can stay.

Robert Frost – Nothing Gold Can Stay

 

Χρόνο στο χρόνο έγινες εκείνο που φοβόσουν

Η μοίρα βρήκε αληθινή που έχεις χρεωθεί

Όσο κι αν το απόφευγες, όσο και να κρυβόσουν

Ήρθε ο λογαριασμός τέλος να πληρωθεί

Έγινες ο τσιφούταρος, τ’ άντερο το στριμμένο

Ο κόσμος σε σιχαίνεται, σε φτύνει, σε μισεί

Έθαψες μέσα σου βαθιά κι έχεις καλά κρυμμένο

Ένα κουτί που φύλαξες την μπούκλα τη χρυσή

Είπες πως θέλουν να σου φαν όλη την περιουσία

Όλα αυτά που μάζεψες – διαμάντια και λεφτά

Ξέχασες της δεκάρας σου ποια είναι η ουσία

Το λόγο που ξεκίνησες το εβδομήντα εφτά

Σε δέρνει η παραξενιά, η ιδιοτροπία, η λόξα

Απηύδησαν και σ’ άφησαν όλοι οι συγγενείς

Ξεθώριασαν τα όνειρα και ουράνια τόξα

Και πια δεν σου απέμεινε τίποτα και κανείς

Το θησαυροφυλάκιο πήγε πενήντα μέτρα

Τεσσερις φορες μετράς την κάθε σπιθαμή

Τα πλούτη σου σε σκλήρυναν και έγινες σαν πέτρα

Και να μετράς τα πλούτη σου δεν σταματάς στιγμή

Κι αν στο χρυσάφι κολυμπάς, στο χρήμα, στο ασήμι

Κι αν κάνεις μες στα πλούτη σου ανάποδες βουτιές

Πονά τα βράδια η μοναξιά και ξύπνησε η μνήμη

Ανάψανε και σε ‘καψαν της νιότης σου οι φωτιές

Έγινες η πιο πλούσια, η πιο σπουδαία πάπια

Τα πλούτη σου αυγατεύουνε, πληθαίνουν συνεχώς

Μα είναι η λάμψη κίβδηλη και η ζωή σου σάπια

Κι είσαι απ’ ό,τι ξεκίνησες ακόμη πιο φτωχός

                                                                                                                                   

 

Μερος Δέκατο: Το Τελευταίο Έλκηθρο για το Ντώσον

 

Thou knowest all; I cannot see.

I trust I shall not live in vain,

I know that we shall meet again

In some divine eternity.

Oscar Wilde – True Knowledge

Ξύπνησες ανάστατος απόψε τα χαράματα

Ακούστηκαν στον ύπνο σου οι γνώριμες φωνές

Διάβαζες πάλι ως αργά κάτι παλιά σου γράμματα

Και ξύπνησαν οι θύμησες, οι πόνοι κι οι ηδονές

Περνούν μπροστά απ’ τα μάτια σου η κάθε περιπέτεια

Τα θαύματα π’ αντίκρισες σ’ Ασία κι Αφρική

Κάθε πληγή που κέρδισες, δίκαια ή αναίτια

Τα όνειρα, οι ελπίδες σου, οι τόποι οι μυστικοί

Όλοι οι σβώλοι του χρυσού που έναν έναν μάζευες

Εκείνα τα μαγευτικά ήσυχα πρωινά

Τα γαλανά τα μάτια της που τα ‘βλεπες και χάζευες

Θα ‘δινες όλο το χρυσό για να τα δεις ξανά

Τα άστρα που σε οδήγησαν με χρώματα και σχήματα

Το βόρειο σέλας που ήτανε η μόνη συντροφιά

Η ευτυχία που ένιωσες στα πρώτα σου τα χρήματα

Η ύψιστη, η αμέτρητη η θεία ομορφιά

Τα φόρτωσες στο έλκηθρο κι απ’ την αρχή ταξίδεψες

Και έχεις βάλει το Γιουκόν μόνο για προορισμό

Τα λάθη και τα πλούτη σου τα ‘θαψες και τα κήδεψες

Κι ανοίχτηκες στο Άγνωστο χωρίς πια γυρισμό.

_

γράφει ο  Ανδρέας Αντωνίου

 

πηγή εικόνας

Ακολουθήστε μας

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 25 – 26 Ιανουαρίου 2025

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 25 – 26 Ιανουαρίου 2025

Real News Καθημερινή Πρώτο Θέμα Το Βήμα της Κυριακής Δώστε μας το email σας και κάθε Παρασκευήθα έχετε στα εισερχόμενά σας τις προσφορές των εφημερίδων (Δεν στέλνουμε ανεπιθύμητη αλληλογραφία ενώ μπορείτε να διαγραφείτε με ένα κλικ και δεν θα...

Κουτί από Χαρτόνι

Κουτί από Χαρτόνι

Στο πεζοδρόμιο, ένα κουτί από χαρτόνιφυλάσσει τα όνειρα ενός άστεγου.Μέσα του, ένα παλτό σκισμένο,μια φωτογραφία ξεθωριασμένη,και μια χούφτα σιωπές. Οι σιωπές αυτές δεν είναι απλές·είναι φορτωμένες με λέξεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ,με ματαιώσεις που γεννήθηκανστη σκιά...

28η Φεβρουαρίου

28η Φεβρουαρίου

Το τρένο ξεκίνησε,κι ο ήλιος ακόμη να φανεί.Πρόσωπα κουρασμένα,κι ο ήλιος ακόμη να φανεί.Θυμάμαι την μάνα μου να λέει:‘Στην ζωή μου είσαι ο ήλιος μου’,Μα δεν μπορούσα πια να φωτίσω τον κόσμο… Μέσα μου σκοτάδι,ένιωθα πως κάτι θα συμβεί,κοίταξα το τζάμι, μα ο ήλιος...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Διαβάστε κι αυτά

28η Φεβρουαρίου

28η Φεβρουαρίου

Το τρένο ξεκίνησε,κι ο ήλιος ακόμη να φανεί.Πρόσωπα κουρασμένα,κι ο ήλιος ακόμη να φανεί.Θυμάμαι την μάνα μου να λέει:‘Στην ζωή μου είσαι ο ήλιος μου’,Μα δεν μπορούσα πια να φωτίσω τον κόσμο… Μέσα μου σκοτάδι,ένιωθα πως κάτι θα συμβεί,κοίταξα το τζάμι, μα ο ήλιος...

Δέντρο με θηλιά

Δέντρο με θηλιά

Δέντρο έγινα με θηλιάκαι νερό μου η σκιά σου.Πότισέ με με φιλιάκι απ' τον κορμό μου πιάσου. Πρόσμενα, πρόσμενα, περίμενα να με βρέξεις…Μα είμαι ένα δέντρο που δεν ξέρει από λέξεις.Εμένα, εμένα να προσέχεις, παρακαλώ, το 'χω ανάγκηκαι πρόσεξε το χώμα μου, μην πατήσεις...

Νύχτες Ριβιέρας

Νύχτες Ριβιέρας

Ι Στην Αθηναϊκή Ριβιέρα,τα κύματα έχουν γεύση από κρασί των 500 ευρώοι ομπρέλες δεν κρύβουν ήλιο,μόνο φτηνές δικαιολογίες.Η σιλικόνη επιπλέει καλύτερα απ’ τις ενοχές,τα μάτια χρυσωμένα κλουβιάκαι οι λέξεις μιλούν σε hashtags:#paradise #blessed #filter. Τα βράδια, τα...

0 σχόλια

0 Σχόλια

Υποβολή σχολίου