Μια διάσημη συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων αποφασίζει να γράψει κάτι διαφορετικό, κάτι που θέλει εκείνη κι όχι οι αναγνώστες της, οπότε «σκοτώνει» τον χαρακτήρα των βιβλίων της και στρέφεται στο κοινωνικό είδος. Αυτή η επιλογή στέφεται από αποτυχία κι έτσι η Λούνα Μάρκος καταστρώνει ένα σχέδιο για να ξαναγυρίσει στα φώτα της δημοσιότητας. Να όμως που κάποιος την παρενοχλεί επίμονα με απειλητικά μηνύματα για να ξαναφέρει στη «ζωή» τον ήρωα που σκότωσε. Θα πετύχει το σχέδιο της συγγραφέως; Πόσο αποφασισμένη είναι να ξανακερδίσει τη χαμένη της αίγλη; Γιατί αποφασίζει ο σύζυγός της να τη χωρίσει; Ποιος θέλει απελπισμένα πίσω τον αγαπημένο του χαρακτήρα αστυνομικών βιβλίων; Πόσο απρόβλεπτος και αστάθμητος παράγοντας είναι ο άνθρωπος;
Το νέο μυθιστόρημα της Κλαίρης Θεοδώρου διαδραματίζεται στο Μόναχο του σήμερα και αποτελεί την πρώτη προσπάθειά της να δοκιμαστεί στο αστυνομικό είδος. Είναι ένα κείμενο που δεν έχει γρήγορη και κλιμακούμενη πλοκή αλλά διεισδυτικά ψυχογραφήματα και μια σειρά από εναλλαγές στην οπτική γωνία της αφήγησης που διαστρεβλώνουν τα πραγματικά γεγονότα μέσα από ένα ευφάνταστο παιχνίδι που δε με άφησε σε ησυχία. Μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Λούνας, η οποία πότε προχωράει την ιστορία παρακάτω, πότε ανατρέχει στο παρελθόν της για να μας δείξει τα παιδικά της χρόνια και τη δύσκολη οικογενειακή της καθημερινότητα και από τις τριτοπρόσωπες των υπόλοιπων χαρακτήρων, καταγράφονται διεξοδικά αίτια και αιτιατά, φωτίζονται πλήρως οι χαρακτήρες και αποκαλύπτονται σταδιακά πολύτιμα στοιχεία που όχι μόνο ανατρέπουν τις εξελίξεις αλλά συμπληρώνουν αργά αργά ένα παζλ με ενόχους που δείχνουν αθώοι και το αντίστροφο, με τέτοιο ρυθμό που δεν έπαυα στιγμή να αναρωτιέμαι τι απ’ όλα όσα διαβάζω είναι αλήθεια ή ένα απολαυστικό βασανιστήριο της Κλαίρης Θεοδώρου. Η πυκνή και περιεκτική γραφή, με τους ελάχιστους διαλόγους και με τα ενδιαφέροντα πρωθύστερα που απογυμνώνουν το παρελθόν της Λούνα, είναι γεμάτη παραστατικές σκηνές, ελάχιστα καλολογικά στοιχεία («Όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου πέρασαν σε λίγες μόλις στιγμές από το πρόσωπό του και όταν εκείνο κατέληξε στο λευκό του νεκρού, κατάλαβα πως είχα νικήσει», σελ. 31) και βιβλιοφιλικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα που εφάπτονται σε κάθε εκδοτική πραγματικότητα της εποχής μας: μια γυναίκα μορφωμένη και καλλιεργημένη, με σπάνιο λογοτεχνικό ένστικτο και ταγμένη «στην ποιοτική λογοτεχνία των λίγων», θαμπώθηκε από το χρήμα και πήρε διευθυντική θέση σ’ έναν εκδοτικό οίκο «των πολλών», τονίζεται πως «η κατάρα του ευπώλητου βιβλίου» είναι δυνατή και αφήνει πίσω της θύματα μα το κυριότερο: «Κανένας αναγνώστης δεν εκτιμούσε και δεν πειθόταν ποτέ από ένα βιβλίο στο οποίο ο δολοφόνος εμφανιζόταν ουρανοκατέβατος στις τελευταίες σελίδες…ο συγγραφέας, ο καλός συγγραφέας, φρόντιζε να μεταθέτει όλες τις υποψίες σου κάπου αλλού, σε κάποιο άλλο πρόσωπο μέχρι λίγες σελίδες πριν από το τέλος» (σελ. 205).
Η συγγραφέας Λούνα Μάρκος είναι μια γυναίκα νέα, επιτυχημένη και όμορφη, που απολάμβανε την απρόσμενη επιτυχία που γνώρισε ήδη με το πρώτο της μυθιστόρημα, το οποίο και την έβαλε από την αρχή στο λογοτεχνικό στερέωμα και παρέμεινε στις πρώτες θέσεις πωλήσεων της Γερμανίας για μήνες. Είκοσι βιβλία γραμμένα ακριβώς με τον ίδιο τρόπο και με την ίδια δομή αλλά κοινό και κριτικοί παραληρούν για τα «εμπνευσμένα» αυτά μυθιστορήματα. Η Λούνα αναρωτιέται πλέον πότε επιτέλους το υπνωτισμένο και αποβλακωμένο αναγνωστικό της κοινό θα ξυπνήσει και θα αντιληφθεί το γελοίο της υπόθεσης; Γι’ αυτό πλέον ο Βασιλιάς, δηλαδή ο πρωταγωνιστής του βιβλίου επιθεωρητής König, πρέπει να πεθάνει, η Μάρκος τον μισεί με πάθος, νιώθει ότι καπηλεύεται τη φήμη της, ότι έχει πάρει τα ηνία και μετέτρεψε τη συγγραφέα σε υποχείριό του. Και γράφει το εικοστό της βιβλίο, την αρχή του τέλους, γιατί βάζει τον Βασιλιά να αυτοκτονεί. Νιώθει πως ήρθε η ώρα η «ποιοτική της λογοτεχνία» να βγει από τη σφαίρα των «λίγων» και να κατακτήσει το σύμπαν «των πολλών». Τελικά, το νέο της βιβλίο γνωρίζει παταγώδη αποτυχία, ο άντρας της, Φίλιπ Μπάουερ, θέλει να τη χωρίσει αλλά εμφανίζεται και ο Γελωτοποιός του Βασιλιά, ένας άγνωστος που της στέλνει απειλητικά μηνύματα με προσωπικές της φωτογραφίες και έντονες απειλές: «Φέρτον πίσω ή ζήσε τις συνέπειες»!
Η Λούνα και η αδελφή της, Άννα, είναι δύο γυναίκες που μεγάλωσαν σε ένα άσχημο οικογενειακό περιβάλλον, με χιλιάδες περιπτώσεις βίας και κακοποίησης, οι οποίες βγαίνουν σταδιακά στο προσκήνιο, στήνοντας ένα τόσο δύσκολο περιβάλλον που μόνο ένας δυνατός δεσμός μπορεί να γλυτώσει τα θύματα και να τα βοηθήσει να επιβιώσουν. Είναι όντως έτσι ή μήπως η οικογένεια αυτή έχει περισσότερα μυστικά απ’ όσα φαίνονται; Συναρπαστικά και διεισδυτικά τα ψυχογραφήματα των δύο κοριτσιών, ζωντανεύουν και φωτίζουν με πρωθύστερα, που διακόπτουν την αφήγηση της κυρίως ιστορίας, το παρελθόν τους, πώς μεγάλωσαν, πώς αντιμετώπιζαν την κακοποίηση της μητέρας τους, ποιες ήταν οι φιλοδοξίες και τα όνειρά τους, ποια ήταν η εκάστοτε στάση ζωής, τι ξέχασαν και τι κουβαλούνε μέσα τους. Βρήκα συγκινητικά τα λόγια αυτής της σκληρής διαπίστωσης: «…παλιά, όταν η δυστυχία δεν είχε διαβρώσει κάθε γωνιά του σπιτιού μας κι εμάς μαζί» (σελ. 182). Οι δυο γυναίκες δείχνουν να έχουν βρει αυτό που θέλουν στη ζωή τους. Η μεν Λούνα έχει πλούτο, δύναμη και βιώνει το απόλυτο πάθος με τον Φίλιπ Μπάουερ, έναν άντρα που αγωνίστηκε σκληρά να ξεχάσει το φτωχό ανατολικογερμανικό παρελθόν του, να χτίσει μια άνετη ζωή γεμάτη ομορφιά, γοητεία και πλούτο, ώσπου γνώρισε τη Λούνα και βυθίστηκε στη χλιδή, τώρα όμως αποφάσισε να τα παρατήσει όλα, ακόμη και τα πλούτη της γυναίκας του, για την ερωμένη του! Η Λούνα ήξερε πως ο δεκάχρονος γάμος τους είχε τελειώσει εδώ και καιρό, να όμως που, αντίθετα με όσα περιμένουμε, κάνει στον άντρα της μια αναπάντεχη επικερδή πρόταση που θα βάλει μπρος τα γρανάζια μιας εκπληκτικής και αναπάντεχης περιπέτειας! Από την άλλη η Άννα, γεμάτη τραύματα, απορίες, ανασφάλειες, είναι θύμα συζυγικής κακοποίησης από τον Χόλγκερ Χόφμαν, και οι σκηνές ανάμεσά τους είναι τόσο ρεαλιστικές που λες κι ακούς τον γδούπο της σάρκας πάνω σε σάρκα στον δικό σου χώρο. Δύο διαφορετικές γυναίκες λοιπόν, δύο πορείες αντίθετες, οι οποίες όμως τέμνονται αναπάντεχα ξανά και ξανά!
Ο εκδότης Ρίχτερ, η Λότε, δικηγόρος, ατζέντισσα και φίλη της Λούνα, ο Γελωτοποιός του Βασιλιά, μια σχιζοφρενής προσωπικότητα, τυφλωμένη από το μίσος για τον θάνατο του αγαπημένου του ήρωα, που δε θέλει να σκοτώσει τη συγγραφέα γιατί αυτό θα ήταν ευλογία για κείνη, αντίθετα, θέλει να την κάνει να υποφέρει, να πεθαίνει ξανά και ξανά κάθε μέρα ως τιμωρία που δε δίστασε να καταστρέψει τον κόσμο του, ακόμη και ο μισογύνης και ισχυρογνώμων Επιθεωρητής Γιόχαν Σπρίνγκερ του Τμήματος Ανθρωποκτονιών της Βαυαρικής Αστυνομίας, που αντιπαθεί την επιτυχία των άλλων, έχει τρομερό μνημονικό και οι σκέψεις του ακολουθούν περίεργη ροή, είναι εξίσου σημαντικοί για τις εξελίξεις, δε γίνεται όμως να μην τους παραλληλίσεις με τα πιόνια ενός σκακιού, κάτι που μετατρέπει το μυθιστόρημα σε έναν πρωτότυπο αγώνα επιβίωσης. Τελικά ποιος είναι ο βασιλιάς και ποια η βασίλισσα, πόσο σημασία έχει αν πεθαίνει κανείς πρώτος ή τελευταίος και με τι συνέπειες για τους γύρω του, ποιος είναι ο ίππος, ο αξιωματικός, το απλό μα καίριας σημασίας πιόνι; «Κάτι καινούργιο ξεκινούσε. Κάτι παλιό είχε τελειώσει. Και τα πιόνια στη σκακιέρα είχαν αρχίσει πια να λιγοστεύουν» (σελ. 181).
«Ο βασιλιάς πεθαίνει πάντα τελευταίος» είναι το πρώτο δείγμα γραφής της Κλαίρης Θεοδώρου στο αστυνομικό είδος. Είναι μια ενδιαφέρουσα, έξυπνη και ανατρεπτική ιστορία με απρόσμενες εξελίξεις και ενδιαφέρουσα πλοκή, αν και οι επάλληλες οπτικές γωνίες που φωτίζουν τα γεγονότα και τα εξ αυτών παιχνιδίσματα με την αλήθεια από ένα σημείο και μετά αυξάνονται και οδηγούνται σ’ ένα αμήχανο μεγάλο φινάλε που δε μου γέννησε μεγάλη αδημονία όσο η αρχή, ακριβώς γιατί η ιστορία αλλάζει ξανά και ξανά πορεία ώσπου να καταλήξει σε μια αλήθεια που δεν κατάφερα να ακολουθήσω φανατικά ως αναγνώστης. Ενδιαφέροντες χαρακτήρες με ψυχογραφήματα δοσμένα έτσι που δεν κουράζουν, αναλυτικές προτάσεις και φωτισμός κινήτρων και αιτιατών με τρόπο που μακρηγορούν αλλά οι λέξεις με κράτησαν αιχμάλωτο ώσπου να φτάσω στην πολυπόθητη αλήθεια και μια ευρηματική κεντρική ιδέα, γεμάτη διαχρονικά νοήματα και οικεία περιστατικά, συνιστούν μια καλή πρώτη προσπάθεια της Κλαίρης Θεοδώρου στο δύσκολο είδος του αστυνομικού μυθιστορήματος κι ανυπομονώ για το επόμενο βιβλίο της.
0 Σχόλια