Ο Λούσιεν Φόλτερ, ο πιο αιματοβαμμένος και επικίνδυνος serial killer της σειράς των βιβλίων με ήρωα τον Ρόμπερτ Χάντερ, είναι και πάλι εδώ! Μετά από τριάμισι χρόνια κατάφερε να δραπετεύσει από τις ομοσπονδιακές φυλακές υψηλής ασφαλείας Λι στη Βιρτζίνια και ετοιμάζεται να πάρει την εκδίκησή του! Ποιος είναι ο επόμενος στόχος του; Ο Ρόμπερτ Χάντερ ή κάποιος άλλος; Πώς θα συνεχίσει τις περιβόητες έρευνες που έκανε δολοφονώντας αθώους ανθρώπους με ποικίλους και διαφορετικούς τρόπους, μόνο και μόνο για να καταγράψει την εμπειρία;
Αυτό είναι το δέκατο βιβλίο με ήρωα τον Ρόμπερτ Χάντερ, έναν ιδιοφυή και χαρισματικό άνθρωπο, με υψηλό δείκτη ευφυίας και πολύ καλή γνώση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και ψυχολογίας. Ο Χάντερ, πτυχιούχος Ψυχολογίας και με διδακτορικό στην Ανάλυση Εγκληματικής Συμπεριφοράς και στη Βιοψυχολογία, είδε τη ζωή του να ανατρέπεται οριστικά όταν ο πατέρας του έπεσε θύμα ληστείας από αγνώστους. Η μανία του για εκδίκηση και η αδυναμία των ερευνών να εντοπιστούν οι ένοχοι τον οδήγησαν να καταταγεί στους κόλπους της Αστυνομίας. Η αλματώδης καριέρα του τον ενσωμάτωσε στη Διεύθυνση Ληστειών και Ανθρωποκτονιών της Αστυνομίας του Λος Άντζελες. Χάρη στο υπόβαθρό του στην ψυχολογία της εγκληματικής συμπεριφοράς τοποθετήθηκε ως επικεφαλής στη Μονάδα Υπερβίαιων Εγκλημάτων της Αστυνομίας του Λος Άντζελες, όπου εξετάζονται οι ανθρωποκτονίες με υπερβολικό σαδισμό και βιαιότητα. Τώρα όμως διαπιστώνει πως ο εφιάλτης που έζησε με τον «Διαβολικό» αναβιώνει!
Ο Λούσιεν Φόλτερ είναι ένας δολοφόνος με την καλύτερη ψυχολογική κατάρτιση του κόσμου, εξαιρετικός στις μιμήσεις, μάγος στις μεταμφιέσεις εξ ου και γίνεται αγνώριστος σε λίγα μόλις λεπτά, πειθαρχημένος, αποφασισμένος, συγκεντρωμένος στον στόχο του, ευρηματικός, αυθεντία στον ψυχολογικό χειρισμό και την εξαπάτηση, έχει ήδη σκοτώσει περισσότερους από εκατό ανθρώπους. Τώρα είναι και πάλι ελεύθερος κι όσο εκτελεί τα σκοτεινά του σχέδια μαθαίνουμε κάποιες επιπλέον πληροφορίες γι’ αυτόν και για τα φοιτητικά του χρόνια με τον Ρόμπερτ Χάντερ ενώ κάποιες λεπτομέρειες για την υπόθεση του «Διαβολικού» είναι απαραίτητο να δοθούν ξανά για καλύτερη κατανόηση. Με κάποια πρωθύστερα μαθαίνουμε για τα παιδικά του χρόνια, για την άνετη οικονομικά ζωή χάρη στους πλούσιους γονείς, αλλά ο μεν πατέρας ήταν πλήρως αφοσιωμένος στη δουλειά του από το πρωί ως το βράδυ (ή τουλάχιστον έτσι έλεγε), η δε μητέρα, κατά την εφηβεία του Λούσιεν, υπέκυψε στον αλκοολισμό. Ο Λούσιεν είναι ένας ψυχοπαθής που μελετά τους ψυχοπαθείς, τις μεθόδους και τα κόλπα τους, τις σκέψεις και τις πράξεις τους, είναι έτσι από επιλογή κι όχι από τη φύση του, δεν ωθείται λοιπόν από κάποια εσωτερική, ανεξέλεγκτη παρόρμηση αλλά θέλει να σκοτώνει! Του έχει λείψει ο φόνος και τώρα επιστρέφει δριμύτερος στην έρευνα που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει, μόνο που πλέον θα δοκιμάσει μεθόδους που δεν πρόλαβε, καταστάσεις στις οποίες δεν είχε υποβάλει τον εαυτό του, συναισθήματα που δεν είχε βιώσει! Το παιχνίδι αρχίζει!
Ο συνεργάτης του Ρόμπερτ Χάντερ, Κάρλος Γκαρσία, ήταν ήδη δύο χρόνια ντετέκτιβ όταν επέλεξε να μεταβεί στο Ανθρωποκτονιών. Παντρεμένος με τη γλυκιά Άννα και γιος ομοσπονδιακού πράκτορα, αγνόησε τις προτροπές της μητέρας του, που ήξερε καλά τους κινδύνους και τα προβλήματα από ένα τέτοιο επάγγελμα, και ακολούθησε τα βήματα του ήρωά του, του πατέρα του! Ως προς τη συνεργασία μεταξύ Χάντερ και Γκαρσία έχουμε μια ιδανική εξισορρόπηση, μιας και οι δύο συμμετέχουν στις έρευνες, ακολουθούν παράλληλες ή διαφορετικές άκρες στο δύσκολο κουβάρι που έμπλεξαν και ταυτόχρονα η προσωπική τους ζωή είναι εντελώς αντίθετη: ο ένας ανύπαντρος, αφοσιωμένος στις υποθέσεις του, με τα δικά του ψυχολογικά προβλήματα και ο άλλος παντρεμένος με μια γυναίκα γεμάτη κατανόηση, υπομονή και εγκαρτέρηση. Η υπόθεση του «Διαβολικού» ξετυλίχτηκε την περίοδο που η αστυνόμος Μπλέικ είχε διώξει με άδεια τους δυο τους μετά την υπόθεση του βιβλίου «Είμαι ο Θάνατος» κι έτσι ο Γκαρσία δεν έμαθε ποτέ για όλα αυτά, αφού ο ίδιος ο Χάντερ δεν αναφέρθηκε σε αυτό. Τώρα προσπαθεί με τον φίλο και συνάδελφό του να πιάσουν μαζί το κουβάρι από την αρχή, μόνο που ο Χάντερ προτιμάει να κρατήσει φυλαγμένες στο μυαλό του τις προσωπικές αποκαλύψεις που άλλαξαν για πάντα τη ζωή του.
Στο πλάι τους είναι και πάλι η αστυνόμος Μπάρμπαρα Μπλέικ, επικεφαλής της Διεύθυνσης Ληστειών και Ανθρωποκτονιών της Αστυνομίας του Λος Άντζελες, μια γυναίκα σκληρή που δε χαρίζεται, βλέπουμε όμως πως κέρδισε σταδιακά την εμπιστοσύνη των υφισταμένων της, δεν τρομοκρατείται εύκολα, δεν έχει κανένα πρόβλημα να ταράζει κυβερνητικούς αξιωματούχους, ισχυρούς πολιτικούς και τα μέσα ενημέρωσης για να γίνει κάτι σωστά. Η υπόθεση τραβάει την προσοχή του Έιντριαν Κένεντι, επικεφαλής του Εθνικού Κέντρου Ανάλυσης Βίαιων Εγκλημάτων, ειδικού τμήματος του FBI, ο οποίος αφήνει τη Δικαστική Αστυνομία και το Υπουργείο Δικαιοσύνης να κυνηγήσουν τον Λούσιεν, ταυτόχρονα όμως συγκροτεί μια ομάδα κρούσης από το ίδιο το FBI. Ο μάρσαλ Τάιλερ Γουέστ και ο ειδικός πράκτορας Πίτερ Χόλμπρουκ αναλαμβάνουν την επιχείρηση σύλληψης του Λούσιεν Φόλτερ κι ένα τρελό κυνήγι ενάντια στον χρόνο ξεκινάει. Ιδιαίτερη αναφορά θα κάνω στην Τρέισι Άνταμς, καθηγήτρια ψυχολογίας και εγκληματολογικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες, η οποία ήρθε στη ζωή του Χάντερ στο όγδοο βιβλίο της σειράς «Θανάσιμη κλήση», είναι έξυπνη, με χιούμορ, ελκυστική κι έχει καταφέρει να αποκωδικοποιήσει κάποιες από τις ενδείξεις της συμπεριφοράς του Χάντερ. Ο ντετέκτιβ, όταν είχε χάσει τη μητέρα του στα επτά του χρόνια έβλεπε τόσο βασανιστικούς εφιάλτες που το μυαλό του, αναπτύσσοντας έναν μηχανισμό αυτοάμυνας, έκανε ό,τι μπορούσε για να τον κρατάει ξάγρυπνο, με τον ύπνο να μετατρέπεται πια σε πολυτέλεια και βασανιστήριο. Μόλις όλο αυτό μειώθηκε αισθητά, έχασε τον πατέρα του κι έτσι οι εφιάλτες επέστρεψαν, μόνο που η Τρέισι δείχνει να αποτελεί μια σημαντική βοήθεια σε όλο αυτό. Ο ίδιος ο Χάντερ παρ’ όλ’ αυτά δεν επιτρέπει στον έρωτα μεταξύ τους να ανθίσει, προς απογοήτευση της Τρέισι. Σε αυτό το βιβλίο μαθαίνουμε για τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια, για το industrial rock και το gothic rock που σημάδεψαν τα ακούσματά της, για τον σχολικό εκφοβισμό που ακολούθησε όταν υιοθέτησε νέο λουκ και το υπερασπίστηκε γιατί ήθελε να είναι ο εαυτός της και πολλά άλλα.
Ο Chris Carter για άλλη μια φορά δείχνει τις γνώσεις του και την εμπειρία του από τον χώρο της εγκληματολογικής ψυχολογίας. Χάρη σε αυτόν έμαθα εδώ, μεταξύ άλλων, για τη διαφορά μεταξύ Xanax και Valium, τον εγκυκλοπαιδικό ορισμό για τη μαζική δολοφονία και τις στατιστικές πιθανότητες επιτυχίας της, γιατί ένας ψυχοπαθής σκοτώνει χωρίς τύψεις και ενοχές, ούτε καν θλίψη («με το που θα περάσει η στιγμή εμείς ήδη διηγούμαστε και πάλι την ιστορία στον εαυτό μας αντιμεταθέτοντας τον φόνο», οπότε από τη στιγμή που ο φόνος θα τελειώσει έχει γίνει αντικείμενο φαντασίας, ένα αφήγημα, το αφήνουν πίσω τους και όλα τελειώνουν, αυτό λέγεται «ψυχοδιάσπαση»), για τα στάδια από τα οποία περνάει ένας serial killer (η Φάση της Αύρας, του Ψαρέματος, της Πολιορκίας, της Αιχμαλωσίας, του Φόνου, του Τοτέμ και της Κατάθλιψης) και για τον Έντουαρντ Γκιν που σκότωσε μόνο δύο ανθρώπους αλλά ήταν σοβαρά παρανοϊκός: έκοβε την επιδερμίδα τους κομμάτια και με αυτά έφτιαχνε ρούχα για τον εαυτό του και διάφορα αντικείμενα για το σπίτι! Ο συγγραφέας πάντως σε κάθε βιβλίο γίνεται όλο και καλύτερος εκφραστικά και θεματολογικά, αφού βασίζεται σε έρευνες και εμπειρία ετών, σε αυτό το βιβλίο όμως εστιάζει στα συναισθήματα, μας φέρνει δηλαδή πιο κοντά από κάθε άλλη φορά στη θέση των θυμάτων και των συγγενών τους. Πλέον η απώλεια και το απότομο αλλά οριστικό τέλος της οικείας ζωής πριν χτυπήσει ο θάνατος είναι ανάγλυφα και αγγίζουν τον αναγνώστη ως τα βάθη της καρδιάς του. Ποτέ ως τώρα δεν εντρυφήσαμε τόσο πολύ στα θύματα και στο γύρω τους περιβάλλον όσο τώρα, γιατί η εκδίκηση είναι καθαρά προσωπική κι έτσι η ζωή του Χάντερ αρχίζει να αποδομείται και να έρχεται αντιμέτωπη και πάλι με το απόλυτο κακό.
Το κεφάλαιο 49 ήταν ό,τι πιο φριχτό έχω διαβάσει ως τώρα στη σειρά των βιβλίων με ήρωα τον Ρόμπερτ Χάντερ. Η ουδέτερη, άχρωμη περιγραφή των συνθηκών που προκαλούν θάνατο στα θύματα με ταυτόχρονη την ανθρωπιστική ματιά στις ζωές τους την ώρα που πέθαιναν (η νεαρή τους ηλικία, η νίκη τους κατά του καρκίνου, τα σχέδιά τους για τον γάμο τους κ. ά.) ήταν ό,τι πιο σαδιστικό έχω συναντήσει ως τώρα και διάβαζα με κομμένη ανάσα. Εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες μαζί με μια συμπάθεια σε ζωές που χάνονταν μου έφεραν ρίγη συγκίνησης, οργή για τον Λούσιεν και αδικία για την ωμότητα της γραφής. Πρέπει όμως να ταυτιστούμε με τα θύματα ώστε να νιώσουμε την ένταση και τον θυμό που γεννάει το «παιχνίδι» της γάτας και του ποντικού με αποδέκτη και τελικό στόχο τον επιθεωρητή Χάντερ, στο πρόσωπο του οποίου πλέον αποτυπώνεται «ένα μπερδεμένο μείγμα απόγνωσης, άγχους και αίσθησης απόλυτης αδυναμίας» (σελ. 223). Δυστυχώς, από το 83ο κεφάλαιο η ένταση πέφτει κατακόρυφα αφού για υπερβολικά μεγάλο αριθμό σελίδων παρακολουθούμε τα τελευταία βήματα μιας κατά μέτωπον αναμέτρησης μεταξύ των δύο αντιπάλων, με αργό ρυθμό και πολλές περιττές περιγραφές που καθυστερούν αρκετά τις εξελίξεις. Λείπουν η ένταση, το νεύρο και ο κοφτός ρυθμός που χαρακτηρίζουν σε γενικές γραμμές τα βιβλία του Chris Carter και στενοχωρέθηκα που το υπόλοιπο βιβλίο δεν ξεχωρίζει τελικά από άλλα του είδους του αφού καταφεύγει σε εύκολες λύσεις που απλώς γεμίζουν τις σελίδες.
«Ο γρίφος του κακού» είναι μια περιπέτεια γεμάτη αγωνία και περιγράφει ένα ανελέητο ανθρωποκυνηγητό εναντίον ενός «τέρατος» που αλλάζει με επιτυχία περσόνες και εμφάνιση, σκοτώνει για ευχαρίστηση και κυκλοφορεί ελεύθερος σε μια μεγαλούπολη όπως το Λος Άντζελες. Ποιο είναι το τελικό του πλάνο; Τι γρίφους δίνει στον Χάντερ για να απαντήσει σωστά και να σώσει μια ανθρώπινη ζωή; Πώς διαλέγει τα θύματά του; Θα κάνει κάποιο λάθος ή θα φέρει σε πέρας το σατανικό του σχέδιο που είναι άρτια σχεδιασμένο από την αρχή ως το τέλος; Ποιοι είναι οι δρόμοι ταμπού που δεν έχει ακολουθήσει ως τώρα κατά τη διάρκεια της έρευνάς του για τα ψυχοπαθητικά μυαλά; Αγωνία, εξελίξεις, μια ένταση που δυστυχώς καταλαγιάζει όσο πλησιάζουμε στο τέλος και άφθονες περιγραφές για το πιο σατανικό μυαλό που έχει γεννηθεί ποτέ με κράτησαν σχεδόν όρθιο μέχρι να φτάσω στο τέλος. Μπορεί στα βιβλία της σειράς το βασικό μοτίβο να είναι το ίδιο (κατά συρροή δολοφόνοι με απάνθρωπες και αποστασιοποιημένες συναισθηματικά εγκληματικές πράξεις που τους κυνηγούν οι ντετέκτιβ), πάντα με ποικίλες μεθόδους ή διαφορετικά βήματα επίλυσης οπότε και το ενδιαφέρον παραμένει αμείωτο, σε κάθε ένα από αυτά όμως υπάρχει επιπλέον και κάτι διαφορετικό είτε στη θεματολογία είτε στην τελική αποκάλυψη είτε στο μήνυμα που θέλει να περάσει το βιβλίο, γι’ αυτό εθίζομαι όλο και περισσότερο στις περιπέτειες αυτές. Η σειρά με τον Ρόμπερτ Χάντερ θέλει γερά νεύρα και άπλετο φως όσο κρατάει η ανάγνωση.
0 Σχόλια