Ήρεμη ήταν η θάλασσα σ’ όλο το ταξίδι και ο ήλιος αντιφέγγιζε πάνω της. Ο ουρανός ψηλά ήταν λίγο θαμπός, μα ήταν εντελώς άδειος από σύννεφα. Κοιτούσε τη θάλασσα που άσπριζε και αυλακώνονταν από το καράβι και ένιωσε σαν να ζαλίστηκε, έστω και αν δεν κουνούσε καθόλου. Προσπάθησε να κοιτάξει αλλού, στο βάθος του ορίζοντα, πάλι το ίδιο ένιωσε. Ακόμη κι αυτός ο ανεπαίσθητος κυματισμός σαν να τον ζάλιζε, τον ανακάτευε.
«Ξέμαθα, ξέμαθα τα ταξίδια, έγινα πιο στεριανός και από τους στεριανούς», ψιθύρισε στον εαυτό του. Αποφάσισε να μπει μέσα στο σαλόνι του πλοίου, να φύγει από το κατάστρωμα, να μην βλέπει ούτε καν αυτόν τον απαλό κυματισμό, να μην νιώθει καν το αργό λίκνισμα του πλοίου.
Το ελαφρύ, αλλά αισθητό τράνταγμα του καραβιού, από την κάπως άτσαλη απόλυτη προσέγγισή του στο μόλο, τον έκανε να χάσει προς στιγμή την ισορροπία του, καθώς δεν κρατιόταν από κάπου. Περίμενε τον ήχο της σκάλας, το γνωστό χαρακτηριστικό τρίξιμο που έκανε στην κάθοδό της, περίμενε πρώτα να ακούσει και μετά να κατέβει στο πρώτο κατάστρωμα, να συρθεί πίσω από τους άλλους επιβάτες και να πηδήξει σε μια γη που είχε να την πατήσει τριάντα σχεδόν χρόνια. Ήταν από ώρα όρθιος και αγνάντευε με λαχτάρα τον τόπο του, καθώς πλησίαζε το πλοίο. Με μία επιδέξια κίνηση του μέσου δακτύλου, του δεξιού του χεριού, εκτόξευσε το τσιγάρο του προς τη μεριά της θάλασσας κι εκείνο διέγραψε μία ελάχιστη κόκκινη καμπύλη τροχιάς, εντοπιζόμενη από τη καύτρα του. Ετοιμάστηκε να κατέβει.
Το γεναριάτικο φως έμοιαζε περισσότερο καλοκαιρινό, παρά χειμωνιάτικο, ήταν άπλετο, λες και ήταν πιο ζωντανό εδώ. Άραγε να ήταν η ιδέα του; Ανάσαινε τον αέρα με ευχαρίστηση, άξιζε τελικά η μεγάλη ταλαιπωρία του. Κοιτούσε γύρω του και δεν πίστευε που βρίσκεται. Αλλά ήταν αλήθεια, βρισκόταν στον τόπο που έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Η νοσταλγία ανάβλυζε τώρα περισσότερο από μέσα του, τον πλημμύριζε από παντού. Κοιτούσε, κοιτούσε και δε χόρταινε.
Πολλά ήταν ακόμη ίδια, δρόμοι, κάποια σπίτια, μόνο οι άνθρωποι θα άλλαξαν σκέφτηκε, αλλά για όλα τ’ άλλα άψυχα πράγματα λες και ο χρόνος είχε σταματήσει.
«Ένα πέρασμα ήταν πάντα ετούτο το χωριό – πέρασμα έμεινε», μονολόγησε.
Κατά παράξενο τρόπο, όσο περνούσε η ώρα, γινόταν ολοένα και πιο γαλήνιος κι ας κόντευε σε λίγο στο δικό του σπιτικό.
Να το, έφτασε. Τα σημάδια της εγκατάλειψης, είναι κάτι παραπάνω από ορατά πάνω του, σχεδόν είναι ένας σωρός από ερείπια, ένας σωρός από πέτρες. Ένα δέντρο γέρνει πάνω του και το σκεπάζει, το αγκαλιάζει.
Γύρισε πίσω στον χρόνο, μόλις αντίκρισε τα χαλάσματα. Διάσπαρτες αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας, σαν εικόνες ολοζώντανες, παρουσιάζονται μπροστά του. Χάθηκε με τα μάτια της ψυχής του και από τις αποθηκευμένες μνήμες του, βλέπει ξανά τα γκρεμισμένα πορτοπαράθυρα του σπιτιού του, όπως ήταν κάποτε.
Μπαίνει μέσα, μπαίνει με το νου του, στο σπίτι που είχε λικνιστεί ως βρέφος, εκεί που τα μεσημέρια των επιστροφών από τη θάλασσα, η άμμος έτριζε σε κάθε του βήμα, κολλημένη στις γυμνές πατούσες του. Μπαίνει ξανά στο σπίτι που κάποτε τα όνειρά του προσπαθούσαν να δραπετεύσουν από κάθε χαραμάδα προς τον έξω κόσμο. Εκεί που το πρώιμο σπέρμα του, σύμμαχος της βροχής και των υγρών καλοκαιριών, είχε νοτίσει τους τοίχους. Ξαναβλέπει τον ξύλινο σοφά τους, την εσωτερική τους κάμαρα, τα έντονα χρώματά της, ακριβώς όπως ήταν.
Συγκινήθηκε, η καρδιά του άνοιξε στα δύο όταν παραμέρισε τα κλαδιά και έφτασε μπροστά στην ξύλινη εξώπορτα που καθόταν ο ίδιος κάποτε. Στην μνήμη του φέρνει τη συγχωρεμένη τη μάνα του, με τα χέρια γεμάτα ζυμάρι και ακούει παιδικές, χαρούμενες φωνές και έξαφνα γιομίζει ζωή το μικρό σπιτάκι.
Αντικρίζει ξανά τις σιωπηλές πλάτες του πάππου του, το σκυφτό κορμί του, τον βλέπει να μπαλώνει πάλι τα φτωχά δίχτυα, με τα ηλιοψημένα χέρια, στην συνηθισμένη θέση του. Όλα περνάνε μπροστά από τα μάτια του, γέμισαν οι κηρήθρες της ψυχής του από τις παλιές εικόνες της ζωής του.
_
γράφει ο Ευστάθιος Γαϊτανίδης
…και γεμισατε και εμάς με εικόνες…