Στις 10 Δεκεμβρίου 1957, ο Αλμπέρ Καμύ, εκφωνεί στο δημαρχείο της Στοκχόλμης ομιλία στο τέλος του συμποσίου της τελετής των βραβείων Νόμπελ. Έχοντας μόλις παραλάβει το βραβείο Νόμπελ, καταθέτει μπροστά στο κοινό, τις ιδέες του για τη σημασία του προσωπικού του έργου το οποίο αποσκοπεί στη υπηρέτηση της αλήθειας και της ελευθερίας. Στην παραπάνω λοιπόν «Ομιλία στη Σουηδία» και στη «Διάλεξη στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα» στις 14 Δεκεμβρίου 1975 και καθώς ακόμη δεν έχει τελειώσει ο πόλεμος στην Αλγερία, ο Καμύ μιλά για «τον καλλιτέχνη και την εποχή του» κάνοντας λόγο για την ελεύθερη τέχνη, την ανένταχτη δημιουργία και την έκφραση των διαφόρων ιδεολογιών.
Αναρωτιέται για τους λόγους που οδήγησαν την Ακαδημία να τον τιμήσει με το βραβείο όταν ο ίδιος νιώθει απομονωμένος και προβληματισμένος για τον πόλεμο που βιώνει η χώρα του, η Αλγερία. Νιώθει απογυμνωμένος κάτω από τα φώτα των προβολέων αλλά εντέλει ξεδιπλώνει μοναδικά, τις απόψεις του για την τέχνη γενικότερα αλλά και για το ρόλο του συγγραφέα καθώς θεωρεί ότι παραλαμβάνει το Νόμπελ εξ’ ονόματος μιας ολόκληρης γενιάς σημαντικών και σπουδαίων συγγραφέων.
Απευθύνεται στους φοιτητές, τους παρόντες και τους μελλοντικούς, μιλώντας για τη δική του εποχή και όχι για το μέλλον καθώς πιστεύει πως μόνο έτσι μπορεί ο καλλιτέχνης να παραμείνει διαχρονικός. Ως γνήσιος φιλόσοφος, αμφισβητεί το προσωπικό του ιδεολογικό οικοδόμημα, επιθυμώντας πάντοτε την αναζήτηση της αλήθειας.
«Ο καλλιτέχνης και η εποχή του» αποτελεί ένα βιβλίο πρότυπο για κάθε καλλιτέχνη και συγγραφέα που επιθυμεί όχι την αναγνώριση αλλά την ελευθερία και την αλήθεια. Ο ίδιος ο Καμύ θεωρεί ότι η αναζήτηση της ελευθερίας αποτελεί ένα μεγάλο ρίσκο καθώς οι εξουσίες πάντα θέλουν να καταστρέψουν τον ελεύθερο άνθρωπο και κάθε μικρή παραίτηση από την ελευθερία είναι μια κίνηση καταστροφής για την τέχνη και τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Άρα, τονίζει ο Καμύ ότι ο συγγραφέας δεν πρέπει ποτέ να τάσσεται υπέρ όσων φτιάχνουν την Ιστορία αλλά να προχωρά στο πλευρό όσων την υφίστανται. Υποστηρίζει ότι ο συγγραφέας δεν υπογράφει καταδίκες και νόμους άρα οφείλει να ζήσει μαζί με τους φυλακισμένους, τους άστεγους και τους πρόσφυγες, προκειμένου πρώτα να κατανοήσει βαθιά τις κοινωνικές καταστάσεις κι ύστερα να προσπαθήσει να τις αλλάξει ή να τις σταματήσει από το να χειροτερέψουν.
Οι απόψεις του δεν υπηρέτησαν ποτέ την εξουσία και η κοσμοθεωρία του ενέπνευσε τόσο σύχγρονούς του συγγραφείς και φιλοσόφους όσο και νεότερους. Οι πρωταγωνιστές στα μυθιστορήματά του κινούνται και ζουν αθόρυβα μέσα σε μια χαοτική κοινωνία, όπως ακριβώς με τον ίδιο τρόπο επέλεξε και ο ίδιος να ζει και να δημιουργεί. Με μια εκκωφαντική ησυχία μέσα σε μια ατέρμονη κοινωνική πολυπλοκότητα.
Εξάλλου έπρεπε και ο ίδιος να ορθώσει το πνευματικό του ανάστημα προκειμένου να ξορκίσει τα προσωπικά του προβλήματα και να καταλήξει να αφιερώσει το βραβείο του στους ανώνυμους συμπατριώτες του στην Αλγερία που υπέφεραν από τον πόλεμο. Θεωρεί ότι ο καλλιτέχνης οφείλει να μάχεται καθημερινά και να μην φυλακίζεται από το φόβο των κοινωνικών συνθηκών και των εξουσιών που αποζητούν τη σιωπή και την αποδοχή. Η τέχνη υπηρετεί τον άνθρωπο και γι’ αυτό καλεί το ακροατήριό του να σκεφτεί πολύ σοβαρά την κρίση των κοινωνικών και ηθικών αξιών και το πώς η καταναλωτική κοινωνία καταφέρνει να αποπροσανατολίζει ολόκληρους λαούς προς όφελός της.
Μας είπε λοιπόν ο Καμύ ότι «Κάθε γενιά νομίζει ότι είναι προορισμένη να ξαναφτιάξει τον κόσμο. Η δική μου γενιά, όμως, ξέρει ότι δεν θα τον ξαναφτιάξει. Αλλά η αποστολή της είναι, ίσως, πιο σπουδαία. Πρέπει να εμποδίσει τον κόσμο να χαλάσει». Ο Καμύ δίνει την εντύπωση ότι είναι απόλυτα ειλικρινής στις ομιλίες του, παρουσιάζοντας με αντικειμενικότητα το ρόλο του καλλιτέχνη και της τέχνης, στον κοινωνικό τους ρόλο και στην ουσιώδη εμπλοκή τους στην έκφραση της αλήθειας. Μας είπε τελικά ότι «Αρκεί, όμως, η σιωπή ενός άγνωστου φυλακισμένου, εγκαταλελειμμένου, που ταπεινώνεται στην άλλη άκρη της γης, για να ανασύρει τον συγγραφέα από την εξορία του, κάθε φορά που καταφέρνει, τουλάχιστον, να μη λησμονήσει αυτή τη σιωπή μες στα προνόμια της δικής του ελευθερίας και να την κάνει να αντηχήσει μέσω της τέχνης».
Όταν τα ήθη βρίσκονται σε κρίση, το έργο και οι ομιλίες του Καμύ αποτελούν καταφύγιο. Κι αυτό επειδή τα λόγια του δεν είναι επίμονα διδακτικά αλλά αντίθετα πηγάζουν από μια ουσιαστικά φιλοσοφημένη σκέψη που αποσκοπούσε στην εύρεση της αλήθειας. Ο Καμύ άφησε το αποτύπωμά του στην Ευρωπαϊκή στοχαστική σκέψη με τον αιχμηρό του λόγο αλλά και την ταπεινότητά του. Η κοινή πραγματικότητα, μαζί με τον πόνο και τα προβλήματα που κουβαλά απευθύνεται στον καλλιτέχνη στο εδώ και τώρα, στην εποχή που ζει και δημιουργεί. Ο Καμύ θεώρησε τον εαυτό του και τη γενιά του κληρονόμους μιας διεφθαρμένης ιστορίας και την τέχνη μια βαθιά εκπαιδευτική διαδικασία. Τα λόγια του είναι πάντα επίκαιρα καθώς πρέσβευε πως ο καθένας ξεχωριστά οφείλει να μάχεται για όσα πιστεύει και να εναντιώνεται μαζί με τους υπόλοιπους στα εκάστοτε «Τέρατα της Ιστορίας».
_
γράφει η Ιωάννα Μπαλάφα
0 Σχόλια