Στο στέρφο αμπέλι φύσηξε κρύος ο βοριάς, την ώρα του φωτός της τελευταίας αχτίδας.
Ματιά υγρή, από ταξίδι, θαρρώ, πως έρχεται μακρύ,
ξανθή˙ στο χρώμα της σταφίδας.
Ο ξένος ψάχνει για μια γη, στάση να κάνει… λίγη θαλπωρή…
Της ιστορίας το κουβάρι του σα ξεμπλεχτεί, που έχει απ’ τα χρόνια κόμπια κι έγινε τραχύ,
χείμαρρος π’ αδειάζει σε λίμνη με ορμή.
Έλα σιμά, κάτσε!
Κυδώνι, μέλι και ψωμί έχω να σε φιλέψω.
Η πείνα μου ανήμερο θεριό, η προσμονή μεγάλη, μερόνυχτα μοχθώ τα δυο τους πως να θρέψω.
Και πιες με χούφτες το νερό, τη δίψα μου να σβήσεις.
Του δρόμου σου τους στεναγμούς, αν θες, μπορείς για μια στιγμή,
στους ώμους μου ν’ αφήσεις.
Κι εκεί, απάνω στην πνοή και στης ρωγμής το χρόνο,
οι δυο ψυχές που γίναν μια, η καθεμιά στη μοιρασιά,
από έναν κρυφό καημό και πόνο.
Ο ξένος πάει να σηκωθεί, άργησε…μύρισε καλοκαίρι.
Μονάκριβέ μου φίλε στάσου και που πας, δεν πρόφτασα να σε χορτάσω.
Προτού του χαμογελάσω, σιγοψιθύρισε “στης λησμονιάς τα μέρη”.
Τ’ αμπέλι έβγαλε καρπό, πριν τα πρωτοβρόχια πρέπει να τρυγήσω.
Να βγάλω ασύρτικο κρασί ξηρό, στης φιλίας τον αιώνιο δεσμό να πιώ…
Στον ταξιδιώτη τον κοσμικό ένα ποτήρι μη ξεχάσω να γεμίσω.
_
γράφει ο Χρήστος Τασιόπουλος
0 Σχόλια