The Cook the Thief His Wife & Her Lover
(αφιέρωμα στον Peter Greenaway)
–
γράφει η Βάλια Καραμάνου
–
Στις 23 Νοεμβρίου 1989 κάνει πρεμιέρα στην Ελλάδα η ταινία του Βρετανού Peter Greenaway με τον παράξενο τίτλο «Ο Μάγειρας, ο Κλέφτης, η Γυναίκα του και ο Εραστής της» / The Cook the Thief His Wife & Her Lover (αγγλική, γαλλική και ολλανδική παραγωγή). Η ταινία κατατάσσεται στην κατηγορία της μαύρης κωμωδίας και όχι άδικα, ωστόσο η μοναδικότητά της και ο αιρετικός χαρακτήρας της θα σοκάρουν πολλούς θεατές. Το χιούμορ είναι πράγματι κατάμαυρο και ενοχλητικό, η ειρωνεία αμείλικτα διαπεραστική και η απεικόνιση της ανθρώπινης σκληρότητας και του ερωτισμού φτάνει στα άκρα της ωμότητας. Και όλα αυτά μέσα σε σκηνικά με έντονα χρώματα (φωτογραφία: Σασά Βιερνί) και την υποβλητική μουσική υπόκρουση του Michael Nyman. Τίποτα δεν αφήνει στο απυρόβλητο ο Peter Greenaway , καθώς καταγγέλλει την μεγαλομανία και την σήψη της αστικής τάξης, τον υπερκαταναλωτισμό και την αποκτήνωση/ αποδόμηση της κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα. Όλα τα αστικά πρότυπα (γκουρμέ γεύσεις, πολυτέλεια, ακριβές συνήθειες) φτάνουν να εξισώνονται με την ευχαρίστηση που πηγάζει από την κατανάλωση υπερβολικής τροφής, την γενετήσια ορμή και την αφόδευση.
Η ιστορία- άκρως καθηλωτική-εκτυλίσσεται αποκλειστικά μέσα σ’ ένα γαλλικό εστιατόριο- συγκεκριμένα στην κατακόκκινη σάλα- όπου δειπνεί καθημερινά ο σκληρός αχριμαφιόζος Albert Spica (Michael Gambon)με την γυναίκα του Georgina (Helen Mirren),και τους δικούς του ανθρώπους, καθώς εκτιμά τις γκουρμέ σπάνιες γεύσεις. Να σημειωθεί πως ο ρόλος του σεφ Richard (Richard Borst), καταλήγει ιδιαίτερα σημαντικός, ειδικά στο φινάλε. Κατακόκκινη η σάλα, εκτυφλωτικά πράσινη η κουζίνα, γαλάζιο/άσπρο το μπάνιο, μια εικαστική ιλιγγιώδης πανδαισία που απεικονίζει την χάρτινη και σκληρή διάσταση της ζωής των ηρώων. ΟPeter Greenaway δεν χαρίζεται στον θεατή, καθώς του ρίχνει κατάμουτρα τον απάνθρωπο χαρακτήρα του μαφιόζου (σε αυτό φυσικά συντελεί και η άψογη ερμηνεία του ηθοποιού) σε όλες τις εκφάνσεις: την λεκτική χυδαιότητα, την έμπρακτη βία (όπως η σκηνή που πασαλείβουν με περιττώματα τον άτυχο ιδιοκτήτη μιας καντίνας για ανύπαρκτη αιτία ή όταν καρφώνει το μάγουλο μιας εκ των συνδαιτημόνων με ένα πιρούνι), ακόμα και τις γαστρεντερικές τους εκκρίσεις στην τουαλέτα ή τους ήχους ρεψίματος στο τραπέζι. Φυσικά, εξέχουσα θέση κατέχουν η βαναυσότητα και οι προσβολές απέναντι στην γυναίκα του Georgina,μια αισθησιακή και φίνα γυναίκα, που τον υπομένει στωικά. Στο φόντο αυτού του τραγελαφικού και διεστραμμένου δείπνου ακούγεται η μουσική υπόκρουση του Michael Nyman, απόκοσμα αγγελική και αγνή μέσα σ’ έναν διαβολικό κόσμο.
Στο ίδιο εστιατόριο, δειπνεί καθημερινά και ένας βιβλιόφιλος χαμηλών τόνων, o Michael (Alan Howard), που δεν αργεί να γίνει ο εραστής της Georgina. Οι ερωτικές περιπτύξεις τους άκρως ερωτικές και ρεαλιστικές λαμβάνουν χώρα στην τουαλέτα, στα τραπέζια της κουζίνας, στο ψυγείο, ενώ γύρω τους αδιάφοροι δουλεύουν οι μάγειροι. Μάλιστα, υπό την προστασία του σεφ, σε κάποια στιγμή που πρέπει να κρυφτούν οι δύο εραστές καταφεύγουν στον καταψύκτη με τα σάπια σκουληκιασμένα κρέατα ολόγυμνοι, τρωτοί στην αποσύνθεση (άλλος ένας συμβολισμός της άφθονης βρώσης θανάτου). Μέχρι το σημείο αυτό, κυρίαρχα είναι τα σαρκικά πάθη σε όλες τις εκφάνσεις τους, τα θνητά σώματα σε μια άκρως ρεαλιστική απεικόνιση.
Ένα άλλο όμως εξίσου δυνατό αρχέγονο συναίσθημα θα λάβει χώρα στο δεύτερο μέρος του έργου, αυτό της εκδίκησης. Πρόκειται βέβαια για την στιγμή, που ο μαφιόζος Albert αντιλαμβάνεται τον λόγο για τον οποίο η σύζυγός του περνά τόσο χρόνο στην τουαλέτα και τότε η ταινία γίνεται ακόμα πιο αμείλικτα διεστραμμένη και φριχτή. Ο μαφιόζος μετά από βασανιστήρια σκοτώνει τον εραστή της γυναίκας του, μπουκώνοντάς τον με τις σελίδες των βιβλίων του. Άφωνοι παρακολουθούμε την συντετριμμένη Georgina να βγάζει ένα ένα τα ματωμένα χαρτάκια από κάθε οπή του νεκρού εραστή της. Αυτό όμως είναι μόνο η αρχή. Η εξαγριωμένη και καταρρακωμένη σύζυγος αποφασίζει με την σειρά της να πάρει εκδίκηση με την βοήθεια του σεφ Richard. Πρόκειται για τον μαέστρο όλης αυτής της ιστορίας, που αρχικά υποβοηθά τις μυστικές συναντήσεις του παράνομου ζευγαριού και κατόπιν συντονίζει το σχέδιο εκδίκησης της Georgina με απόλυτη ψυχραιμία και νηφαλιότητα, σχεδόν σαν καλλιτέχνης (ίσως γι’ αυτό είναι ο μόνος χαρακτήρας του έργου που παραμένει στο απυρόβλητο του σκηνοθέτη). Χαρακτηριστική είναι η σκηνή πάνω στο μακρόστενο τραπέζι της πράσινης κουζίνας, όπου συνομιλεί στο μισοσκόταδο με την γυναίκα: εκείνη κλαίει και τον ικετεύει να μαγειρέψει τον εραστή της. Ο σεφ αρνείται λέγοντάς της πως «δεν θα νιώσει καλύτερα αν τον φάει». Και τότε η μοναδική Helen Mirren του απαντά κοφτά: «Μα δεν θα τον φάω εγώ, αλλά εκείνος!». Αμέσως ο σεφ δίνει την συγκατάθεσή του.
Στρώνεται λοιπόν το πιο πλούσιο τραπέζι στην κεντρική κατακόκκινη σάλα, το οποίο απολαμβάνει ο σύζυγος με την αλαζονεία του νικητή. Το αίσθημα αυτό θα μετατραπεί σύντομα σε φρίκη, όταν θα σερβιριστεί το κυρίως πιάτο, που δεν είναι άλλο από το σώμα του μαγειρεμένου νεκρού εραστή. Οι πόρτες αμέσως κλειδώνουν από το συνεννοημένο προσωπικό, ενώ η υπέροχη Georgina με την απειλή όπλου αναγκάζει τον άντρα της να γευτεί το γεννητικό όργανο του εραστή της φρεσκοψημένο! Ο Albert με μεγάλη δυσκολία το κατορθώνει μέσα στον εμετό του, ενώ το έργο τελειώνει με την γυναίκα δακρυσμένη και αποφασισμένη να τον πυροβολεί στο μέτωπο. Οι κατακόκκινες βελούδινες κουρτίνες κλείνουν, το ίδιο και η μουσική κι εμείς έχουμε μείνει άφωνοι και μουδιασμένοι.
O Peter Greenaway τηρώντας μια αυστηρά ουδέτερη οπτική γωνία κινεί τους ήρωές του σαν καρικατούρες της ανθρώπινης ύπαρξης, που συχνά αγγίζει τα όρια της αλαζονείας και ταυτόχρονα είναι βαθιά συνυφασμένη στις πιο ζωώδεις παρορμήσεις. Δεν ωραιοποιεί τίποτα, δεν αποκρύπτει τίποτα σε αυτήν την κινηματογραφική δημιουργία που αποτελεί πανδαισία χρωμάτων και μουσικής, άλλοτε σαν πίνακας ζωγραφικής και άλλοτε σαν άρια της όπερας. Πολλοί της απέδωσαν πολιτικούς συμβολισμούς αποδίδοντας στο πρόσωπο του μαφιόζου την κρατική αναλγησία της Βρετανίας της Θάτσερ απέναντι στον εργαζόμενο (συμβολισμοί τέτοιου είδους διακρίνονται στους πίνακες της κόκκινης σάλας). Και φυσικά αποτελεί την ύψιστη αποδόμηση του κομφορμισμού σε κάθε μορφή της και σε κάθε κοινωνική τάξη: ο άνθρωπος παραμένει ένα πρωτόγονο κτήνος, πέρα από κάθε επιφανειακή εξουσία και πλούτο, άξεστος και βρωμερός, έρμαιο της θνητής φύσης του. Και μόνο η Τέχνη είναι αυτή που μπορεί να του δώσει «άφεση αμαρτιών» και να τον εξυψώσει σε θετικά συναισθήματα.
Προσωπικά, το εκλαμβάνω επιπρόσθετα ως μια βουτιά στα πιο αχαρτογράφητα όρια της ανθρώπινης ψυχής, χωρίς κανένα έλεος στον θεατή, που είναι αδύνατο να ξεχάσει και να ξεπεράσει τα όσα εκτυλίχθηκαν στα ορθάνοιχτα μάτια του όσα χρόνια και να περάσουν. Η ταινία αναμφίβολα αποτελεί ένα αριστούργημα, ανθεκτικό στον χρόνο, που δεν παύει να ενοχλεί και να σοκάρει, υπενθυμίζοντας στον καθένα από εμάς τις πιο σκοτεινές και χαμερπείς πτυχές του εαυτού μας.
0 Σχόλια