–
γράφει η Βάλια Καραμάνου
–
Η νουβέλα του Μανδραγόρα μας ταξιδεύει σ’ ένα ακριτικό χωριό της Κορώνης για να μας αφηγηθεί την ιστορία της Μυρτώς Μόσχου, ενός τελειόφοιτου κοριτσιού στο Λύκειο της περιοχής. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο πλάσμα (εξ ου και το όνομα/ επώνυμο που παραπέμπουν σε μοσχομυριστό άνθος) που ζει σε ένα ξεχωριστό σπίτι απομονωμένο από όλα τα άλλα και μέσα στα τείχη ενός κάστρου. Η συγγραφέας έχει το χάρισμα να ζωντανεύει τόπους και να μας ξεναγεί εκεί με μια νότα νοσταλγίας προς το παρελθόν. Έτσι γίνεται και εδώ, μια και ο τόπος δράσης (στο πρώτο μέρος της νουβέλας) είναι ένα μέρος γοητευτικά ανατριχιαστικό. Το σπίτι, όπου μένει η Μυρτώ με την οικογένειά της, είναι ένα παλιό οίκημα από αυτά που έχουν την κουζίνα και το μπάνιο σε εξωτερικό χώρο και τις νύχτες πρέπει να πορευτείς στο απόλυτο σκοτάδι αν χρειαστείς κάτι. Λίγο παραπάνω δεσπόζουν το νεκροταφείο και το ερειπωμένο σπίτι του ηλικιωμένου γείτονα. Και βέβαια, εκτός από τα ερείπια του ναού του Απόλλωνα (ένα στοιχείο που υπάρχει και σε άλλα έργα της) υπάρχουν και αυτά του Μοναστηριού. Μέσα λοιπόν σε αυτόν τον χώρο που προκαλεί δέος από μια αέναη μάχη αόρατων δυνάμεων κινείται η ηρωίδα συλλέγοντας άνθη και κάνοντας όνειρα για το μέλλον της αγναντεύοντας από ψηλά την θάλασσα. Άλλη μια χαρακτηριστική φιγούρα είναι η μισότρελη Αλεξάνδρα που ζει στα ερείπια θρηνώντας τους νεκρούς της. Μέσα σε αυτό το υποβλητικό περιβάλλον ο αναγνώστης παρακολουθεί τα προβλήματα και τις επιθυμίες ενός κοριτσιού που μετατρέπεται σταδιακά σε γυναίκα, μια διαδικασία συχνά επώδυνη.
Πέρα από τις καλλιτεχνικές και επιστημονικές ανησυχίες της ηρωίδας υπάρχει το αιώνιο ζητούμενο: αυτό της εύρεσης του αληθινού και παντοτινού έρωτα. Όλα ξεκινούν από την ρίζα του Μανδραγόρα που ανακαλύπτει το κορίτσι σ’ ένα χωράφι και από εκείνη την βραδιά ένας παράξενος επισκέπτης εισβάλλει στην ζωή της για να την αλλάξει ριζικά. Ένας άντρας υπερβολικά γοητευτικός, τέλειος και μυστηριώδης, μια και κινείται αποκλειστικά μέσα στην νύχτα με διαδρομές ανάμεσα στο παράθυρό της και στο εγκαταλελειμμένο σπίτι του υπερήλικα γείτονα και θείου του. Ο έρωτάς τους γεννιέται σαρωτικός, απόλυτος, ισοπεδωτικός και εκπληρώνει κάθε όνειρο της Μυρτώς. Παράλληλα, όμως εισέρχεται στην ζωή της και ο φόβος, μια και παράξενοι θάνατοι αναστατώνουν το χωριό, ενώ παλιά βιβλία και δαιμονολογικά σύμβολα γεμάτα υπαινιγμούς δίνουν υπερφυσικές διαστάσεις στο θέμα.
Ακόμα και στην Αθήνα, όπου η Μυρτώ μετακομίζει μετέπειτα για τις σπουδές της (σε ένα επίσης γοτθικό σπίτι με μια επιβλητική οικοδέσποινα) η ζωή της παραμένει διχασμένη στην φυσιολογική ζωή της φοιτήτριας που θέλει να διασκεδάσει και να ερωτευτεί στο φως και στον ισοπεδωτικό έρωτα του Άγγελου (ένα άλλο συμβολικό όνομα) που ολοκληρώνεται αποκλειστικά τις νύχτες. Όλο αυτό μοιραία θα την φέρει αντιμέτωπη με την τρομαχτική αλήθεια (ή μήπως όχι ακριβώς; ) και θα κληθεί να επιλέξει.
Η ιστορία κυλά αβίαστα με γρήγορο ρυθμό σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση που προσδίδει νεανική φρεσκάδα και ζωντάνια στο κείμενο. Ο αναγνώστης περιδιαβαίνει τόσο τους φωτεινούς τόπους του Κάστρου και της θάλασσας, όσο και τις σκοτεινές σήραγγες κάτω από το νεκροταφείο και το ερειπωμένο σπίτι. Αυτή η αντίθεση είναι ένα μοτίβο της γραφής της συγγραφέως που την καθιστά άκρως γοητευτική και αγωνιώδη για την έκβαση της περιπέτειας. Όμως πέρα από αυτό, κυρίως παρουσιάζεται η ψυχική αγωνία των ηρώων και τα ζητούμενά τους που δεν άλλα από την ένωση με τα αγαπημένα τους πρόσωπα και την αυτοπραγμάτωση. Η οικογενειακή ζωή στην επαρχία μιας παλιάς εποχής είναι ένα ακόμα θέμα που παρουσιάζεται και δημιουργεί νοσταλγία, ενώ η Τέχνη κατέχει για άλλη μια φορά κυρίαρχη θέση στην ιστορία. Και βέβαια, δεσπόζουσα είναι η μεταφυσική αναζήτηση του ανθρώπου που συχνά τον οδηγεί στα πιο σκοτεινά μονοπάτια, όπως αυτό της δαιμονολογίας.
Φαντασία ή πραγματικότητα λοιπόν; Και πως συμπορεύονται το σκοτάδι και το φως στα ίδια μέρη, ακόμα και στην ψυχή των ηρώων; Ο Μανδραγόρας δίνει την δική του εκδοχή με καταιγιστικό ρυθμό. Διαβάζεται απνευστί.
0 Σχόλια