Το κυματάκι το γλυκό τη θάλασσα πειράζει
και η γοργόνα η Γοργό γελά και διασκεδάζει.
Μα κάποτε κουράστηκε ζαλίστηκε λιγάκι,
γι’ αυτό και μύθο ζηλευτό λέει στο κυματάκι.
Εκείνο από τα λόγια της, ηρέμησε, νυστάζει
και σ’ αλμυρένια πούπουλα τα όνειρά του βάζει!
Ο γλάρος που αρμένιζε πάνω απ’ το βραχάκι
ένα όνειρό του έκλεψε και να το παραμυθάκι!
Ο κος Περικλής Φουκόλ, γιατρός, μεγίστης φήμης, γράφει το νέο βιβλίο του: ΚΕΝΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ.
Κουράστηκε ώρες πολλές να γράφει, να διορθώνει και με τις τόσες σκέψεις του κεφάλαια να τελειώνει.
«Είναι το βλέπω φανερό» λέει κι αναστενάζει, «μεγάλωσα κουράστηκα κι αυτό ίσως με τρομάζει. Χρόνια ολόκληρα ζητώ να βρω τι είναι αυτό που στων ανθρώπων το μυαλό θα φέρει λυτρωμό, μα άδικα κουράζομαι δε βλέπω καμιά λύση, νιώθω σαν γάργαρο νερό σε μπουκωμένη βρύση! Τα χρόνια πέρασαν γοργά, σχεδόν δεν τα θυμάμαι και τα γεράματα μπροστά το κρύβω μα φοβάμαι».
Αυτές οι μαύρες σκέψεις του, τού έφεραν μια ζάλη και στην κουζίνα βρέθηκε να φάει πορτοκάλι. Μα, καθώς διόλου δεν πρόσεχε απ’ τη μεγάλη ζάλη, πάτησε το κορδόνι του και χτύπησε στο κεφάλι! Τότε έγινε κάτι, που κι αν το δεις δύσκολα το πιστεύεις και οφθαλμοκολλύριο να βάλεις θα γυρεύεις. Ο κος Περικλής Φουκόλ ο μέγας ιατρός έγινε ένας τόσο δα μικρούτσικος γιατρός! Μικρύνανε τα μάτια του, τα χέρια, τα μαλλιά του, ακόμη και τα ρούχα του, τα γένια τα γυαλιά του! Ακόμη και το όνομα του άμοιρου γιατρού μίκρυνε και από Περικλής έγινε ο Πικιφού!
«Τί μου συνέβη τί έπαθα ο άμοιρος γιατρός που από απροσεξία μου απέμεινα μισός! Είμαι μονάχα μια σταλιά μικρός σαν παιχνιδάκι, ποιος θα με δει σε ποιον να πω πως δεν είμαι κουκλάκι;» Αυτά τα μαύρα σκέφτονταν τον έτρωγε σαράκι και τότε τον είδε ο γάτος του ο φοβερός ο Μπλάκι. Άπλωσε το ποδάρι του, τα νύχια τα γαμψά και σίγουρα θα έκανε τον δόκτωρ μια χαψιά, αν μέσα στις σελίδες, χοπ!, δεν τρύπωνε σαν φίδι, σ’ ένα πεσμένο από καιρό κίτρινο παραμύθι!
Πώς βρέθηκε αυτό εδώ, πώς δεν το ‘χα προσέξει; σκέφτηκε ο δόλιος Πικιφού που άσχημα είχε μπλέξει. Κι ενώ το πρώτο, πρώτο σοκ δεν είχε ξεπεράσει, αυτό που ακολούθησε τον έκανε να τα χάσει!
Ενώ ο Μπλάκι το μικρό κυνήγαγε ποντίκι αυτό πήγε και κρύφτηκε μέσα στο παραμύθι και καθώς εκείνος όρμησε κομμάτια να το κάνει… φτερά θαρρείς και έβγαλε πηδάει και δεν το πιάνει! Στην τελευταία προσπάθεια πριν τα νύχια του βυθίσει και το σκληρό εξώφυλλο κομμάτια το αφήσει… ένας ανεμοστρόβιλος σηκώθηκε με ορμή και το λαχταριστό μεζέ τού πήρε στη στιγμή!
Έτσι αποχωρίστηκε ο Μπλάκι το αφεντικό του και από τότε αναζητά παντού τον ποντικό του!
O Πικιφού από ψηλά τον κόσμο αγναντεύει και όσα του συνέβησαν σκέφτεται και σαλεύει! Και πάνω που ετοιμάστηκε να βγάλει μια κραυγή που θ’ ακουγότανε θαρρείς ως την Αμερική… το παραμύθι άρχισε μ’ ανθρώπινη λαλιά να του μιλάει για ένα χωριό που ζούνε τα πουλιά. Όχι όμως τα γνωστά πουλιά σπουργίτια, χελιδόνια, ούτε κοτσύφια, αετοί, μπεκάτσες και αηδόνια, στον τόπο που πηγαίνανε ζουν τα ονειροπούλια που είναι παιδιά του ουρανού και μάνα έχουν την Πούλια!
«Τα ονειροπούλια στων παιδιών τα όνειρα τρυπώνουν και παραμύθια ένα σωρό σ’ εκείνα φανερώνουν! Όμως του κόσμου τα παιδιά που συνεχώς ζητάνε και ιστορίες θέλουνε να μάθουν και ρωτάνε, προβλήματα μας έφεραν στο παραμυθοχώρι, και τους παραμυθάδες μας τους τρώει το ξεροβόρι! Γιατί τα παραμύθια πια δεν φτάνουν να χορτάσουν και στην καρδιά και στο μυαλό μαγεία να σταλάξουν. Τα παραμύθια που μιλούν για δράκους και ιππότες, για πρίγκιπες μοναχικούς κι ατρόμητους τοξότες… φαντάζουν στα παιδιά ανιαρά, σχεδόν δεν τα αγγίζουν, γιατί με άλλα όνειρα τις σκέψεις τους γεμίζουν!
Εκείνα ονειρεύονται γρήγορες μηχανές και πίστες μ’ ελιγμούς πολλούς και δυνατές γκαζιές!»
Γι αυτό ανάγκη έχουνε του δόκτωρ τη βοήθεια, τη θλίψη να διώξει μακριά τα ουφ και την κατήφεια. Αν ηρεμήσουν στο χωριό όλοι οι παραμυθάδες θα ξαναρχίσουν να ηχούν τραγούδια όχι νταλκάδες…
Ο Πικιφού το σκέφτηκε και ευθύς αποφασίζει στο χωριουδάκι να βρεθεί σε νέο μετερίζι! Παραμυθάδες ξακουστούς θέλει να συναντήσει και στα ψυχοαδιέξοδα να δώσει εκείνος λύση. Τρεις μέρες εταξίδευε πάνω στο παραμύθι και για να περνάει η ώρα του σκάλιζε ένα ρεβίθι. Σαν έφτασε τον πήρανε δύο ονειροπούλια και αργά τον οδηγήσανε στη μάνα τους την Πούλια. Εκεί σε κύκλο ελλειπτικό που θύμιζε τη γη, παραμυθάδες χίλιοι δυο στέκονταν σιωπηλοί. Στην κορυφή του κύκλου τους δέσποζε η ωραία Πούλια ένα αστέρι λαμπερό σαν τα ονειροπούλια! Σε θρόνο μαύρο σκαλιστό ο Αίσωπος κοιμόταν κι αν κάποιος τον εξύπναε σαν λιονταρής βρυχιόταν! Τα ‘χασε ο έρμος ο Πικί, τα πόδια του λυγίζουν κι η κούραση, το άγχος του, στο τέλος τον τσακίζουν. Όταν τα μάτια άνοιξε μετά από 5 ώρες φορούσε κίτρινη σκουφιά με γκρίζους μανδραγόρες. Ο Όμηρος, ο Αίσωπος κι ο Άντερσεν παρέα τού εξηγούν με μια φωνή τα νέα τα σπουδαία. Η κούραση τους λύγισε, η έμπνευση εχάθη και η μιζέρια την ψυχή τρυπάει σαν τ’ αγκάθι. Ο Πικιφού δίχως καιρό να χάνει άλλο πια σε καναπέδες σύγνεφου πιάνει τρανή δουλειά. Σε γκρουπ χωρίζει των οκτώ τρανούς παραμυθάδες και βάζει μόνο ένα σκοπό να σβήσει τους μπελάδες. Μιλάνε όλοι με σειρά και νόημα κανένα, σαν τα βαγόνια που έχασαν της μηχανής τα φρένα. Συμπέρασμα δεν έβγαζε άνθρωπος λογικός εκτός κι αν ήτανε κι αυτός παραμυθάς κρυφός. Και μάλλον μέσα έπεσα αφού ο Πικιφού μεμιάς τη λύση έδωσε με ύφος ειδικού.
«Τη λύση για το πρόβλημα την έχουν τα παιδιά, αυτά μόνο θα διώξουνε τη θλίψη σας μακριά. Αν αναγνώστες γίνουνε ξανά φανατικοί, δουλειά σε σας θα δώσουνε κι ελπίδα στην ψυχή. Γι αυτό ας τα ρωτήσουμε τι πρόβλημα υπάρχει και τα βιβλία σκονίζονται τα τρώει το σαράκι;» Αυτά είπε κι απλώθηκε μεγάλη ησυχία μα η σκέψη σ’ όλους άρεσε χωρίς αμφιβολία. Μα πάλι ένα πρόβλημα σαν άγριο μανιτάρι ξεφύτρωσε κι έμπλεξε και πάλι το κουβάρι. Ποιος θα είναι ο γενναίος που θα πάει στα παιδιά και θα μοιραστεί μαζί τους τα βαθιά τους μυστικά. Και πάλι στ’ αδιέξοδο τη λύση θα τη δώσει ο ιατρός με τα γυαλιά που ‘χει μυαλό και γνώση. Θα πάει αυτός κάτω στη γη και τα παιδιά θα βρει και με την τύχη συντροφιά η λύσει θα δοθεί. Έτσι λοιπόν ξεκίνησε τη νέα αποστολή και είχε στα μπαγκάζια του κι άλλη περγαμηνή. Ο Όσκαρ Ουάιλντ τον έχρισε μέγα παραμυθά και την ευχή του έδωσε που ο άνθρωπος ξεχνά.
«Πορεύσου τώρα φίλε μου με του παιδιού τη χάρη κι άσε το φόβο της ψυχής η λήθη να τον πάρει. Τη φαντασία και τ’ όνειρο σαν έχεις για βοήθεια, όσα στραβά και να σου πουν θα βρίσκεις την αλήθεια.»
Αυτά είπαν κι έφυγε ταξίδεψε δυο βράδια, καβάλα πάνω σε χαλί που ‘φτιάξαν δυο λιοντάρια, με νήμα που υφάνθηκε από την Υακύνθη, την αραχνούλα που έγνεθε πάνω σε κολοκύθι!
Τα όσα έζησε θα πω στην άλλη ιστορία, που είναι Το τραγούδι της ζωής ενάντια στα θηρία.
_
γράφει η Έλενα Παπαρίζου
Καταπληκτικό !!! Υποκλίνομαι …
Ευχαριστώ!!!
Εξαιρετικό!!! Μπράβο σας!
ΤΕΛΕΙΟ!!!! Περιμένω να μάθω τη συνέχεια!!!!!!! ΜΠΡΑΒΟ ΣΑΣ!!!
Εχω πραγματικά εντυπωσιαστεί από τον εξαιρετικό τρόπο γραφής και την ελκυστική φαντασία.