τοβιβλίο.net υποδέχεται τον Ανδρέα Αντωνίου και την ποιητική του συλλογή ‘Ο Ποιητής και το Φεγγάρι’ από τις εκδόσεις iWrite.
Διαβάστε ένα απόσπασμα της συλλογής που ευγενικά παραχώρησε ο ποιητής για τους αναγνώστες του δικτυακού τόπου τοβιβλίο.net
Caravanserai
«…Until we reached the Caravanserai…» Loreena McKennitt
Στον Ουρανό ανέτειλες. Χωρίς σταματημό
Σ’ ακολουθώ σε μαγικά και σε παρθένα μέρη
Στην Κόκκινη Πόλη[1] έκανα τον πρώτο μου σταθμό
Το Γιβραλτάρ διέσχισα κι έφτασα στην Ταγγέρη
Εκεί πανάρχαιο γέροντα εγνώρισα σοφό
Ανθρώπων διάβαζε ψυχές κι ότι ο νους χωράει
Μου ‘πε, αφού με διάβασε ένα καημό κρυφό
«Αυτό που ψάχνεις βρίσκεται στο Καραβάνσαράι»
Πήδησα στην καμήλα μου, που ‘χα απ’ τη Δαμασκό
Και μια μαντήλα φόρεσα, που ‘χα για τυχερή μου
Με κανταρέλλα[2] και νερό γέμισα τον ασκό
Και μες στη νύχτα κίνησα στα χάη της ερήμου
Μια αμμοθύελλα με πέτυχε στο Αχαγκάρ[3] σφοδρή
Κι εγώ θαμμένος βρέθηκα κάτω από αμμολόφους
Το φως των αστεριών και μια Σελήνη αμυδρή
Μόνη είχα παρηγοριά, πιστούς πολύ συντρόφους
Θαμμένος έμεινα κι αναίσθητος καιρό πάρα πολύ
Με βρήκαν και μ’ ανέσυραν έμποροι Βεδουίνοι
Σ’ ένα Σουλτάνου βρέθηκα σαν δούλος την αυλή
Μου λέει: «Δεν πιάνεις και πολλά, αλλά κομμάτια ας γίνει»
Εκεί μυστήρια έμαθα και κόλπα μαγικά
Από τον Χουσεΐν Εφέντ πίνοντας ναργιλέδες
Και πως φεγγάρια κρύβονται τα πιο μελαγχολικά
Πίσω από βελούδινους και μαύρους φερετζέδες
Ελεύθερο με άφησε απ’ την καλή του την ψυχή
Και για το ταξίδι μου ‘δωσε τα πιο καλά γαϊδούρια
Κάπου στο δρόμο πιάστηκε στ’ αυτί μου ν’ αντηχεί
Ήχος σαγηνευτικός από ούτια και σαντούρια
Στου Αλ-Φαγιούμ του φεγγαριού έπεσα τη γιορτή
Που εμπορεύματα είχανε απ’ τις Ανδαλουσίες
Μα δεν μπορώ τις σκέψεις μου να βάλω σε χαρτί
Σε έκσταση ως έπεφτα από παράξενες ουσίες
Την Badra[4] γνώρισα εκεί, που μ’ αρεσε πολύ
Μα είν’ η εικόνα της θολή απ’ τις αναθυμιάσεις
Θυμάμαι που μ’ αποχαιρέτησε μ’ ενα γλυκό φιλί
«Στο Καραβανσαράι ο στόχος σου να φτάσεις»
Συνέχισα το ψάξιμο στο όρος του Σινά
Και πέρασα τα ορμητικά νερά του Ιορδάνη
Χάθηκα στη Βηρυτό, μα βρέθηκα ξανά
Μέχρι που βγήκα στο Ταρτούς, της Σύριας το λιμάνι
Μια νύχτα με πανσέληνο γνώρισα αυτή
Ήταν αριστοκράτισσα, κόρη ενός μονάρχη
Και με παιχνιδιάρικη φωνή μου είπε στο αυτί
«Φίλε μου το Καραβάνσαράι δεν υπάρχει»
Το πρώτο πλοίο ναύλωσα που έκανε πανιά
Κι όλη την νύχτα έκλαιγα κλεισμένος στο αμπάρι
Τ’ αστέρια όλα σβήστηκαν μέσα στη σκοτεινιά
Μαζί και η Σελήνη μου, το αλαργινό φεγγάρι
Χρόνια οι ώρες φάνηκαν μέσα από τους καημούς
Που η καρδιά μου τόλμησε να σε λαχταρήσει
Με αμανέ σου μίλαγα κι μ’ αναστεναγμούς
Πόσο σε πόθησα πολύ μα τώρα έχεις δύσει.
Μετά από αιώνες κάθομαι σε κάμαρα κλειστή
Δεν με ταράζει τίποτα, τίποτα δεν μετράει
Κι αν δεν το βρήκα πουθενά, δεν έχω γελαστεί
Τόσα φεγγάρια μου ‘δωσε το Καραβάνσαράι.
◊
Marrakesh
«Naked limbs reflecting from the moon
I’ll be there for you soon
First wish for this night
Let me be your delight…»
«Would you like my mask? Would you like my mirror?»
Μπαχάρια της Ανατολής, σουμάκια και ταντούρια
Με μυρωδιές εκστατικές, πολύ ηδονικές
Ήχοι παλιού τουμπερλεκιού, λαγούτα και σαντούρια
Μια αγορά, καρδιά της Γης, εκεί στο Μαρακές
Θα περπατώ στην αγορά και σαν παλιό Κοράνι
Θα σ’ ερμηνεύω μυστικά σαν σκοτεινός μουφτής
Κι ανάμεσα απ’ τον καπνό και μέσα απ’ το λιβάνι
Θα σε γυρεύω πάντοτε, όπου κι αν μου κρυφτείς
Και θα σε βρίσκω στους ψηλούς της πόλης μιναρέδες
Μες στα χαμάμ να λούζεσαι κι απ’ έξω από τζαμιά
Με τα φεγγάρια μάτια σου πίσω απ’ τους φερεντζέδες
Αλλάχ, φωτιά μ’ ανάψανε και μου ‘καναν ζημιά
Θα περπατάω στο Meydan και σε στενά σοκάκια
Και τον μεγαλοδύναμο θα επικαλούμαι Αλλάχ
Γητείες για τον πόνο μου θα έχω και φαρμάκια
Και δωσ’ του πάλι «Αμάν, αμάν, Αλί και αχ και βαχ»
Όταν το πέπλο απλωθεί της νύχτας το μυστήριο
Πάλι σκιές θα κυνηγώ στα φώτα των δαυλών
Ουρί του Παραδείσου μου, φριχτό βασανιστήριο
Αγία τρέλα των σοφών, σοφία των τρελών
Με το φεγγάρι το χλωμό πάλι να τρεμοσβήνει
Στα υφάσματα της αγοράς θα σε αναζητώ
Και τ’ άρωμα μεθυστικό που θα σκορπά σαγήνη
Μόνο θα έχω οδηγό σε τούτο το κρυφτό
Και θα ρωτώ εδώ κι εκεί στα κιόσκια τους εμπόρους
Μην είδαν τ’ άσπρο φόρεμα να έλαμπε στο φως
Κι αν σε σοκάκια ρώτησα και μες σε λεωφόρους
Ο ένας ήτανε τυφλός κι ο δεύτερος κουφός
Και όταν τα μεσάνυχτα, Σελήνη μου προβάλεις
Σε κάποιο άσπρο σύννεφο – μπαλκόνι θα σε βρω
Και θα μου μοιάζει όνειρο και πυρετός της ζάλης
Που άγγιξα στα χέρια μου κρυμμένο θησαυρό
«Την ασημένια μάσκα μου αν θέλεις να φορέσεις
Ή πίσω απ’ τον καθρέφτη μου αν ψάχνεις να κρυφτείς
Η νύχτα είναι όνειρο κι αν θες, θα το μπορέσεις
Μόνο για τούτη τη βραδιά δικό σου ό,τι σκεφτείς»
Και θα φωνάζει ο έμπορος κάτω από το μανδύα
Για θεραπείας βότανα κι αρχαίες συνταγές
Με του Ιμάμη την φωνή ίσο και συνοδεία
Για να γιατρέψουν ανοιχτές, αγιάτρευτες πληγές
Αλλά τ’ αστέρια της νυκτός, διαμάντια μπιχλιμπίδια
Θα ξεθωριάζουνε αργά στον ήλιο που ‘χει βγει
Με ρόδινα, βελούδινα και φωτεινά στολίδια
Φάνηκε στον ορίζοντα το φως απ’ την αυγή
Κι εγώ στα εμπορεύματα και στη λοιπή πραμάτεια
Απ’ τ’ όνειρο εξόριστος σε χώρες υλικές
Ματαίως θα αναζητώ τα φωτεινά σου μάτια
Που ‘ναι σαν την Πανσέληνο, εκεί στο Μαρακές
◊
Η Σειρήνα των Ηβριδών
Λεν ιστορίες αλλόκοτες, οι γερο-ναυτικοί
Μες στις ταβέρνες, πίνοντας κρασί, του Stornoway[5]
Λίτρο το λίτρο ξαναζούν, πολλά ταξίδια εκεί
Και κάποιος πάει παράμερα, να μην φανεί πως κλαίει
Εγώ εκείνον ρώτησα μια ιστορία να πει
Και του ‘πα ο λογαριασμός πως ήταν από μένα
Δεν ξέρω αν με κατάλαβε γιατί ήταν στουπί
Μα τελικά συμφώνησε κι άρχισε μουδιασμένα.
Είπε πως ήταν πειρατής όλη του τη ζωή
Και αμαρτία δεν άφησε που να μην είχε κάνει
Μια κάποια δύναμη κρυφή, π’ ακόμη αγνοεί
Κατάκοιτο τον έριξε κι έτοιμο να πεθάνει
Κι έτσι το αποφάσισαν οι άλλοι πειρατές
Το λάδι του πως τέλειωσε και η ζωή να ζήσει
Σε κάποιο νησί των Ηβριδών[6], τις άγριες ακτές
Μόνο κι ετοιμοθάνατο τον είχανε αφήσει.
Ήλπιζε πως ο θάνατος δεν ήταν μακριά
Γιατί είχε πολύ καιρό που μπήκε ο χειμώνας
Κι όμως (σαν θαύμα να ‘γινε) βρήκε τη γιατρειά
Χάρη στα αρχαία μαγικά, κάποιας μικρής γοργόνας
Μου ‘πε πως είχε όνομα κάποιο χριστιανικό
Κι είχε μια τέτοια ομορφιά, δεν χόρταινε να βλέπει
Σαν άγγελος που ξέπεσε ή κάποιο ξωτικό
Και δεν βρήκε ατέλεια, σε δέρμα ή σε λέπι
Κάπως έτσι γνωρίστηκαν και ταίριαξαν πολύ
Κι ο ένας για τον άλλο ένιωθαν πως ήταν γεννημένοι
Αυτός για κείνη έφτιαξε ένα μικρό βιολί
Κι εκείνη χάρισε σ’ αυτόν μια γκάιντα στολισμένη
Είπε πως την αγάπησε βαθιά κι ειλικρινά
Όχι γιατί τον έσωσε, μα γιατί του ‘χε δείξει
Μες στα γαλάζια μάτια της φεγγάρια μακρινά
Θαύματα δίχως όνομα, που τον ‘χαν καταπλήξει
Εκείνη τον αγάπησε γιατί ήταν πειρατής
Γιατί είδε κι έζησε πολλά κι έλεγε εμπειρίες
Και στίχους της απάγγελλε, σαν να ‘ταν ποιητής
Και να αφηγείται ήξερε συμβάντα κι ιστορίες
Μήνες και χρόνια πέρασαν που ζήσανε μαζί
Μέχρι που στον ορίζοντα κάποιο πανί εφάνη
Κάποιοι που τον ζητούσανε να μάθουνε αν ζει
Και να τον πάρουν θέλανε να πάνε στο λιμάνι
Όταν της το ‘πε έπιασε θαλασσοταραχή
Κι όμως την ηρέμησε, δίνοντας ένα κρίνο
Τα δάκρυα της σκούπισε κάτω απ’ τη βροχή
Κι είπε: «χωρίς να θέλω, γοργόνα μου σ’ αφήνω
Ορκίζομαι σ’ ό,τι ιερό, πως δεν το θέλω αυτό
Γιατί βρήκα στα μάτια σου το νόημα του κόσμου»
Κι εκείνη του απάντησε: «δεν ήτανε γραφτό»
«ο κόσμος σου» κατέληξε «δεν είναι και δικός μου»
Έφυγε απ’ το Rosinish[7] και βγήκε στη ξηρά
Κι εκτός του Mallaig[8] έκτισε ένα φτωχό καλύβι
Εκεί τις μέρες πέρναγε κλαίγοντας γοερά
Από τον κόσμο να κρυφτεί, τον πόνο του να κρύβει
Είχε μονάχη συντροφιά κυμάτων παφλασμούς
Κι όλο το βλέμμα του είχε στραμμένο στις Ηβρίδες
Σε κάποιο βράχο κάθοταν μες στους συλλογισμούς
Κι εκεί τον τσάκισαν καημοί, βροχές και καταιγίδες
Κειμήλιο την γκάιντα την είχε φυλαχτό
Και κάθε μέρα έπαιζε σαν να μοιρολογούσε
Μια μέρα δεν παρέλειψε ούτε απ’ τον πυρετό
Γιατί να μένει σιωπηλός πιότερο τον πονούσε
Κι εκείνη δώρο ιερό κράτησε το βιολί
Και κάποιοι λένε ναυτικοί, στην άμμο βγήκαν κρίνοι
Και πως μέσα στη θύελλα, μες στην αχοβολή
Ήχοι ακούγονταν θλιβοί και πένθιμοι σαν θρήνοι
Έτσι για χρόνια έζησαν μοιραία χωριστοί
Από τον κόσμο μισητοί με δύναμη και θάρρος
Μα κάποια μέρα η γκάιντα δεν είχε ακουστεί
Και η γοργόνα υπέθεσε ότι τον πήρε ο Χάρος
Λένε ακόμη οι πειρατές πως είδαν μια φορά
Μία γοργόνα από μακριά που είχε αυτοκτονήσει
Πως έφυγε απ’ τη θάλασσα και βγήκε στη ξηρά
Σαν κάποιο να ‘θελε πολύ, στερνά να συναντήσει
Αυτή ήταν η αφήγηση του γέρο-ναυτικού
Που ήταν σίγουρα πλαστή και κατασκευασμένη
Αλλά μου έδειξε κρυφά, εν είδει μυστικού
Στο σάκο του μια γκάιντα που ‘χε καλά κρυμμένη
Την άλλη μέρα άκουσα πως είχε γκρεμιστεί
Απ’ το μεθύσι πως ζαλίστηκε, στο κύμα είχε πέσει
Κανένας πια δεν έμαθε πού ‘χε στιγματιστεί
Αλλά στην άλλη τη ζωή ας του το συγχωρέσει
Λεν’ ιστορίες παράξενες πρησμένοι απ’ το κρασί
Στα ταβερνεία οι ναυτικοί και τύφλα απ’ το μεθύσι
Για μελωδίες που ακούγονται σ’ ένα νεκρό νησί
Τις αγκαλιάζει ο άνεμος και χάνονται στη Δύση.
◊
1 Η Αλάμπρα στην Ισπανία (Al-Ḥamrā = the red one)
2 Είδος αρσενικού
3 Περιοχή της Σαχάρας
4 Αραβικό όνομα που σημαίνει Πανσέληνος
5 Stornoway (Στορνογουέη): Πόλη στις εξωτερικές Ηβρίδες
6 Ηβρίδες: Ομάδα νησιών στη Σκωτία
7 Rosinish: Νησί των Ηβρίδων
8 Mallaig (Μάλλαιγκ): Λιμάνι στη Δυτική Σκωτία
Ο ποιητής Ανδρέας Αντωνίου μοιράζεται τις σκέψεις του
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να έχει υπόψη του ένας λογοτέχνης όταν γράφει ποίηση ή οποιοδήποτε άλλο είδος λογοτεχνίας είναι αυτό: Τι είναι αυτό που κάνω; Τι είναι η Τέχνη; Μπορεί να μην πάρει τη μορφή μιας ολόκληρης θεωρίας της λογοτεχνίας και μπορεί ο λογοτέχνης – ποιητής να μην έχει διαβάσει ποτέ ούτε λέξη για φιλοσοφία της τέχνης. Αλλά παρόλα αυτά, ακόμη και ενστικτωδώς πρέπει να υπάρχει μια απάντηση στο ερώτημα «Τι είναι η ποίηση» δηλαδή «Τι πάω να κάνω τώρα;».
Τι είναι λοιπόν η ποίηση, η Τέχνη; Τι ακριβώς κάνει ένας καλλιτέχνης; Η δουλειά μας δεν είναι διαφορετική από τη δουλειά ενός ταχυδακτυλουργού ή ενός μάγου. Παίρνουμε απλά και καθημερινά πράγματα και τα μετατρέπουμε σε κάτι ξεχωριστό, μοναδικό. Ένας ζωγράφος παίρνει μια απλή καθημερινή σκηνή, ένα τοπίο και με τα απλά χρώματα της ίριδος τα παρουσιάζει, τα μετατρέπει σε κάτι πρωτόγνωρο και εξαιρετικό. Ο μουσικός παίρνει φυσικούς ήχους και τους μετουσιώνει σε μουσική. Ο λογοτέχνης παίρνει απλές λέξεις, που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητα μας, και ως δια μαγείας παρουσιάζει στον κόσμο κάτι μοναδικό, κάτι πρωτοφανέρωτο. Ο καλλιτέχνης παρουσιάζει μια πραγματικότητα που δεν υπάρχει, δίνει στους ανθρώπους νέες εμπειρίες, νέες ιδέες, πράγματα που δεν θα μπορούσαν να βρουν διαφορετικά. Το ίδιο πράγμα κάνει και ένας μάγος: Ο μάγος λέει ένα ξόρκι και εξαφανίζει περιστέρια παρουσιάζοντας μια νέα πραγματικότητα. Ο λογοτέχνης λέει μια στροφή και παρουσιάζει αυτός τη δική του.
Γιατί είναι τόσο σημαντικό να αλλάζουμε την πραγματικότητα; Γιατί ο κόσμος στρέφεται τόσο μαζικά προς την τέχνη (μουσική, κινηματογράφος, βιβλία;). Γιατί οι μάγοι και οι ταχυδακτυλουργοί μαζεύουν τόσο κόσμο στις παραστάσεις τους; Προφανώς η πραγματικότητα δεν είναι αρκετή για τον άνθρωπο γιατί ακριβώς η πραγματικότητα είναι δεδομένη για τον άνθρωπο. Όλοι γνωρίζουμε τον κόσμο στον οποίο ζούμε: Όλοι ξέρουμε πως θα πεθάνουμε, πως θα γεράσουμε, πως η καρδιά είναι μια αντλία που στέλνει το αίμα στο υπόλοιπο σώμα, πως τα συναισθήματά μας είναι χημικές αντιδράσεις του εγκεφάλου κ.ο.κ. Αλλά μας είναι αρκετή μια τέτοια πραγματικότητα, όσο πραγματική κι αν είναι; Μας ικανοποιεί; Δεν θα θέλαμε να ζήσουμε πράγματα που δεν μπορούμε να ζήσουμε στην πραγματικότητα; Δεν θα θέλαμε να αλλάξουμε την πραγματικότητα μας έστω και για λίγο;
Δεν είναι αυτός ο λόγος που κάποιος θα διάβαζε ένα ερωτικό μυθιστόρημα, για να ζήσει μέσα από τις σελίδες του βιβλίου έναν έρωτα που δεν μπορεί να τον ζήσει στην πραγματικότητα; Δεν είναι αυτός ο λόγος που κάποιος θα έβλεπε μια ταινία δράσης, επειδή δεν θα μπορούσε να ζήσει μια τέτοια δράση στη ζωή του; Δεν είναι για αυτό που οι υπάρχουν τόσοι αναγνώστες επιστημονικής φαντασίας ή λογοτεχνίας τρόμου;
Αυτός είναι ο στόχος της λογοτεχνίας αλλά και της τέχνης γενικότερα. Να πάει τον άνθρωπο ένα βήμα παραπέρα από την πραγματικότητα του, να τον κάνει να δει, να ακούσει και να διαβάσει κάτι περισσότερο. Πώς το επιτυγχάνει αυτό όμως η λογοτεχνία; Το επιτυγχάνει αλλάζοντας δύο συστατικά στοιχεία της πρώτης ύλης που χρησιμοποιεί: Αλλάζει την πραγματικότητα είτε ως προς την μορφή, είτε ως προς το περιεχόμενο. Όταν αφορά την μορφή έχουμε ποίηση, όταν αφορά το περιεχόμενο έχουμε πεζογραφία. Η πεζογραφία αλλάζει την πραγματικότητα βασισμένη στο περιεχόμενο της αφήγησης, τους χαρακτήρες και την πλοκή της ιστορίας. Παρόλη την αληθοφάνεια που κερδίζει η αφήγηση, σπάνια βλέπουμε στην πραγματικότητα χαρακτήρες σαν τον Δον Κιχώτη, ή την Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, ή γεγονότα όπως αυτά που εκτυλίσσονται στο πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ ή στα διηγήματα του Πόε. Η καθημερινή πραγματικότητα είναι πεζή γιατί είναι δεδομένη ακόμη κι αν μπορούμε να βρούμε αντιστοιχίες μεταξύ τέχνης και πραγματικότητας. Η αυτοκτονία του φυσικού προσώπου που λέγεται Καρυωτάκης είναι πολύ πιο πεζή και πολύ πιο αδιάφορη από την τραγική φυσιογνωμία του αυτόχειρα που εμφανίζεται τα ποιήματά του.
Τα ίδια στοιχεία υπάρχουν και στην ποίηση αλλά όχι μόνο αυτά. Η ποίηση αλλάζει την ίδια τη μορφή του λόγου προσδίδοντάς της μέτρο και ομοιοκαταληξία. Μπορεί η σύγχρονη ποίηση να αντιμετωπίζεται από φιλολόγους και λογοτέχνες σαν πεζογραφία αλλά η παραδοσιακή ποίηση, από τον Όμηρο μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα γραφόταν λαμβάνοντας υπόψη το μέτρο και την ομοιοκαταληξία αργότερα. Με αυτό τον τρόπο πετύχαινε να κάνει τις ίδιες της λέξεις καθεαυτές κάτι εντελώς νέο. Μια ομοιοκαταληξία δίνει στις λέξεις κάτι μαγικό, σαν οι λέξεις να έχουν μια μαγική δύναμη που να ξεκλειδώνεται όταν τις ταιριάξει κάποιος μαζί σε ένα μουσικό ρυθμό. Οι καθημερινές λέξεις μεταμορφώνονται με το μέτρο και την ομοιοκαταληξία σε κάτι περισσότερο από απλές λέξεις. Η ίδια η μορφή της γλώσσας στην ποίηση εμφανίζεται σαν αυτοσκοπός ανεξαρτήτως περιεχομένου. Μπορει δηλαδή στην ποίηση ένα τετριμμένο και απλό θέμα (π.χ το τρίπτυχο Έρωτας – Φύση – Θάνατος) να παρουσιαστεί με τέτοιο τρόπο σαν να εμφανίζεται για πρώτη φορά. Στην ποίηση σημασία έχει το «πως» λέει κάποιος αυτό που θέλει να πει, παρά το τι θέλει να πει.
Φυσικά ο αντίλογος είναι αμείλικτος: Η πραγματικότητα είναι όπως είναι και δεν αλλάζει με καμία ποίηση και καμία λογοτεχνία. Όσο καλές κι αν είναι οι ιστορίες του Πόε η καθημερινότητα τρέχει συνεχώς και όσο μαγική κι αν είναι μια ομοιοκαταληξία, η γλώσσα είναι μια σύμβαση επικοινωνίας. Όλα όσα είπα προηγουμένως για την τέχνη είναι φαντασιοπληξίες και τίποτα περισσότερο. Δεν υπάρχει καμιά Θεά του φεγγαριού, καμιά
Σειρήνα, κανένα Caravanserai. Όσο κι αν προσπαθεί κάποιος να ξεφύγει από την πραγματικότητα, αποτυγχάνει, με τον ίδιο τρόπο που κάποιος δεν μπορεί να ξεγελάσει το θάνατο. Επομένως η Τέχνη είναι ένα τεράστιο ψέμα και τίποτα περισσότερο.
Το μόνο που έχω να απαντήσω σε μια τέτοια θεώρηση είναι πως έχει πέρα για πέρα δίκιο. Η τέχνη είπαμε είναι κάτι σαν τους ταχυδακτυλουργούς ή τους μάγους. Μόνο που οι ταχυδακτυλουργοί εξαπατούν και οι μάγοι δεν υπάρχουν. Όλα είναι τρικ, κόλπα που δημιουργούν ψευδαισθήσεις. Η τέχνη κάνει το ίδιο. Καλύπτει με ψέματα την πραγματικότητα και προσφέρει μια ψευδαίσθηση. Το φεγγάρι είναι ένας δορυφόρος όχι ένα θηλυκό πρόσωπο, όπως και κάθε τι εντός της ποιητικής συλλογής. Αλλά η ποίηση, η λογοτεχνία είναι ή πρέπει να είναι ειλικρινής και με την ίδια ειλικρίνεια πρέπει να παραδεχτεί πως εξαπατά τον κόσμο, όπως κι ένας ταχυδακτυλουργός παραδέχεται πως τα μαγικά του είναι απλές ψευδαισθήσεις. Το ψεύδος της τέχνης είναι ο μοναδικός τρόπος για να αντιμετωπίσουμε την αλήθεια της ζωής, ο μοναδικός τρόπος για να ονειρευτούμε, ο μοναδικός τρόπος για να ξεκουραστούμε από την κουραστική κατάσταση που λέγεται πραγματικότητα. Ναι, τα όνειρα είναι όλα ψεύτικα όταν ξυπνάμε αλλά ποιος θα μπορούσε να ζήσει χωρίς να ονειρεύεται;
Κι αν υπάρχουν κάποιοι, λογοτέχνες ή φιλόλογοι ή φιλόσοφοι, που πιστεύουν πως η λογοτεχνία και η ποίηση είναι κάτι εξαιρετικά υψηλό, κάτι πολύ μεγάλο και πως πρεσβεύει μια ανώτερη αλήθεια, η ίδια η πραγματικότητα της τέχνης είναι πολύ πιο απλή και το έργο της πολύ πιο σημαντικό. Προσπαθούμε να ψυχαγωγήσουμε τον κόσμο, να τον ξεκουράσουμε, να του δώσουμε κάτι ωραίο, μια αισθητική απόλαυση που θα ξεκούραζε τη ψυχή του από την ψυχοφθόρο πραγματικότητα. Δεν προσπαθούμε ούτε να διδάξουμε, ούτε να ηθικολογήσουμε, ούτε να πολιτικολογήσουμε, μα κι αν το κάνουμε πρέπει να το κάνουμε με τρόπο που να δικαιολογεί την αισθητική απόλαυση που δίνει ένα έντεχνο ψέμα. Αν αυτό φαίνεται πολύ ευτελής σκοπός για κάποιους, στην πραγματικότητα είναι ένας σκοπός τόσο σημαντικός που θα τον εκφυλίζαμε αν τον παίρναμε στα σοβαρά.
Ο κόσμος χρειάζεται την τέχνη. Χρειάζεται το όνειρο. Χρειάζεται το ψέμα. Χρειάζεται τη μαγεία. Και χρειάζεται καλούς λογοτέχνες που να λένε ωραία ψέματα. Αυτή η ποιητική συλλογή εκφράζει και προάγει αυτές τις θεωρήσεις. Το παραμυθητικό στοιχείο, οι μυθολογικές αναφορές μαζί με τις παραπομπές στη λογοτεχνία του φανταστικού και την αναγεννησιακή κουλτούρα προσπαθούν να δημιουργήσουν το αίσθημα ενός νέου κόσμου, μιας νέας διαφορετικής πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας ιδανικής ομορφιάς, κάλλους, έμπνευσης και καλλιτεχνικότητας. Ενός κόσμου φωτισμένου από τις ακτίνες του φεγγαριού που φανερώνει τον κόσμο όχι όπως είναι την μέρα αλλά όπως μας κρύβεται την ύχτα. Η τέχνη είναι ακριβώς αυτό το φως του φεγγαριού που παρουσιάζει ένα κόσμο εντελώς διαφορετικό από τον κόσμο όταν τον φωτίζει ο ήλιος.
Δείτε εδώ τη σελίδα της ποιητικής συλλογής στο facebook
Ο Ανδρέας Αντωνίου γεννήθηκε στις 12/01/1988 στη Θεσσαλονίκη και μένει μόνιμα στη Λευκωσία. Είναι πτυχιούχος φιλοσοφίας του πανεπιστημίου Κύπρου κι έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα συστηματικής φιλοσοφίας, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στη φιλοσοφία της τέχνης. Έχει εκδώσει μία ποιητική συλλογή με τίτλο «Ο Ποιητής και το Φεγγάρι» (I-Write, 2012) κι έχει δημοσιεύσει ποιήματά του σε λογοτεχνικά περιοδικά.
Ο ταχυδακτυλουργός, δεν δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα, δημιουργεί μία στιγμιαία οπτική αυταπάτη. Από την “Ποιητική του Χώρου” του Gaston Bachelard, διαβάζουμε το εξής:
“Η πράξη του ταχυδακτυλουργού, ξαφνιάζει, διασκεδάζει. Η πράξη του ποιητή οδηγεί στο όνειρο. Δεν μπορώ να ζήσω και να ξαναζήσω την πράξη του ταχυδακτυλουργού. Αλλά η σελίδα του ποιητή είναι δικιά μου, αρκεί να μου αρέσει η ονειροπόληση”.
Gaston Bachelard, Η Ποιητική του Χώρου, εκδόσεις Χατζηνικολή, σελίδα 184.