Κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό η πρώτη ποιητική συλλογή του Ιωάννη Ζουμπιάδη, «ψυχής δρόμος» (Fylatos Publishing, 2015). Με διαυγή γραφή και καθαρότητα μηνυμάτων ο ποιητής απογυμνώνεται στον αναγνώστη και εκθέτει τις αγωνίες του για τον έρωτα, το χρόνο (δύο μικρές θεότητες, το παλιό σπίτι, το γήρας), το θάνατο (για μία φίλη, τελευταία βήματα), τη μοναξιά (ξένοι στην ίδια πόλη, το χιόνι, με ξέχασαν, τώρα που ξέρω).
Διακρίνεται μία μεγάλη ποικιλία στη στιχουργική του. Ο δημιουργός αποζητά ακόμα το ύφος που τον εκφράζει περισσότερο. Στίχοι μεγάλοι διαδέχονται θρυμματισμένους μονολεκτικούς, ενώ άλλοτε αναζητάται μία μουσικότητα στις παρηχήσεις (έρωτα εσύ, έλα, δυστυχώς… αγάπησα, δε θα έρθεις, χάσου, κόκκινο, γεννήθηκες εσύ) ή τα σημαίνοντα (και μετά τι;, χάσου) και ενίοτε σε ομοιοκαταληξίες (και μετά τι;, έλα, δώσε μου αγάπη, απαξίωση, δεν μπορείς να καταλάβεις, το γήρας). Τούτη η ανομοιομορφία εμφανίζεται και στο εσωτερικό της ίδιας συχνά σύνθεσης, δημιουργώντας έναν στιχουργικό ανεμοστρόβιλο, χωρίς κατεύθυνση και ελεγχόμενη ένταση ή σταθερό ρυθμό στο στίχο και δίχως σαφή προσανατολισμό πέραν της εξομολόγησης.
Βέβαια, τόσο ο θρυμματισμός όσο και η ποικιλία μέσα στο στιχουργικό χάος που δημιουργούν, εκφράζουν έναν πλούσιο συναισθηματισμό που θεμελιώνεται σε έναν αυθόρμητο και ειλικρινή λόγο. Η λιτότητα εντείνει τη ρομαντική αντήχηση της έκφρασής του, ώστε ο απότομος στίχος να εκφράζει ακριβώς τον ερωτικό -ή άλλο- πόνο και την απογοήτευση του ποιητικού υποκειμένου (ζωή χαμένη, απαξίωση, πατρίδα).
Στο πλαίσιο της προφορικότητας και τον καταιγισμό προτάσεων, ο δημιουργός προσπερνά τις μεταφορές και άλλα λογοτεχνικά σχήματα, εμμένοντας σε μία καθαρά πεζολογική γλωσσική δημιουργία ως καταγραφή σκέψεων. Η συνεχής εμφάνιση υποτακτικών ενισχύει το λιτό ύφος ενώ παράλληλα ο δημιουργός αποφεύγει τα έμμεσα μηνύματα· ακολουθεί την οδό των άμεσων λέξεων. Τούτο εντείνεται με τη συχνή χρήση της επανάληψης φράσεων/όρων ή την επανάληψη όρων με το ίδιο ή παρεμφερές μήνυμα, περιορίζοντας τον συναισθηματικό πλούτο και δίχως να καθίσταται ο αναγνώστης ενεργός, καθώς απορροφά “έτοιμα” συναισθήματα και μηνύματα.
Μία σταθερή αυτοαναφορικότητα διαπερνά όλη τη συλλογή. Το εγωκεντρικό πρωτοπρόσωπο ποιητικό υποκείμενο θεμελιώνει εκφραστικά ένα ύφος εκμυστήρευσης. Ο εξομολογητικός χαρακτήρας ενισχύεται από την παρουσία του β΄ ενικού προσώπου, στο οποίο απευθύνεται ο ποιητής. Παρά τη ζωντάνια που προσφέρει όμως, δεν μετατρέπεται σε έναν ποιητικό υποκριτή που υποστηρίζει μία διαλογική σκηνή· υπάρχει μόνο επειδή εξυπηρετεί τη μονολογική εκμυστήρευση του δημιουργού. Τον ίδιο ρόλο εξυπηρετούν και τα ρητορικά ερωτήματα μέσα από το ψευδοδιαλογικό ύφος (και μετά τι;, ξένοι στην ίδια πόλη, ζωή χαμένη, με ξέχασαν, ακροβατώντας) και οι επαναλήψεις (και μετά τι;, έρωτα εσύ, έλα, δεν γίνεται, το γήρας, στιγμές, αν δεν ήσουν στον κόσμο μου, για τον εαυτό, η ζωή μας).
Μόλο που οι επαναλήψεις ενισχύουν κάπως τα ηχητικά χαρακτηριστικά της ποιητικής του, τούτη παραμένει πρωτίστως οπτική. Μοιάζει σα να γράφτηκε όχι για να απαγγελθεί, αλλά για να διαβαστεί, όπως αποκαλύπτει το σταθερό στιχουργικό κεντράρισμα, όπου οι επαναλήψεις λειτουργούν ως “πλατύσκαλο” στον αέναο κινούμενο στίχο.
0 Σχόλια