Ο κύριος Πέτρος γεννήθηκε στα Καμίνια του Πειραιά το 1936. Μεγάλωσε σ’ αυτή την πόλη μέσα στον πόλεμο και τις δύσκολες συνθήκες της κατοχής. Το πατρικό του σπίτι ήταν απέναντι από το μηχανοστάσιο στου Ρέντη.
Εκεί μέσα συνήθιζε να παίζει με τα παιδιά της γειτονιάς κρυφτό ή ποδόσφαιρο, με μια μπάλα από πανιά και να χαζεύει όταν ήταν μόνος του τις αμαξοστοιχίες που μπαινοβγαίνανε. Από τότε αγάπησε τα τρένα και θέλησε να γίνει μηχανοδηγός, σε αντίθεση με τους περισσότερους νέους της περιοχής, που η φτώχεια τους έσπρωχνε προς άλλα επαγγέλματα.
Τέλειωσε με κόπο το σχολείο, καθώς δούλευε παράλληλα και κατάφερε να μπει στην σχολή μηχανικών, από την οποία αποφοίτησε με άριστα. Το 1960 ξεκίνησε τα πρώτα του δρομολόγια ως θερμαστής και πέντε χρόνια μετά έγινε μηχανοδηγός. Πολύ γρήγορα τον θεωρούσαν έναν από τους καλύτερους οδηγούς, αφού ήταν επιδέξιος και είχε υψηλό αίσθημα ευθύνης, πάνω στη δουλεία.
Έβλεπε το κάθε ταξίδι που έκανε ως μια ένωση των ανθρώπων, μέσω των γραμμών, με τις διάφορες πόλεις που διέσχιζε και σαν μια διέξοδο από τα γεωγραφικά όρια του εκάστοτε τόπου. Μετέφερε επιβάτες που κατέβαιναν στην πρωτεύουσα για τις δουλείες τους, άλλοι έτρεχαν στα νοσοκομεία και πολλά παιδιά πηγαίνανε σε σχολεία των γύρω περιοχών -όταν δεν υπήρχαν στα χωριά τους.
Από τους καθρέφτες της γαλαρίας είδε και γνώρισε, μέσα στα χρόνια, τα ανθρώπινα συναισθήματα- σε κάθε τους μορφή. Τη λύπη, τη χαρά, τον πόνο, την αγάπη. Είδε γυναίκες να κλαίνε ενώ αποχαιρετούσαν τους αγαπημένους τους, μανάδες να σπαράζουν στον αποχωρισμό των παιδιών τους για την ξενιτιά, μα και αγκαλιές και δάκρυα χαράς όταν έσμιγαν ξανά όσοι ήταν μακριά. Όλα αυτά τα βιώματα τον επηρέασαν και ένιωθε καθήκον του να υπηρετεί καθημερινά την ανθρώπινη ανάγκη μεταφοράς, πάνω στις δύο ράγες.
Μια φορά τον πήραν τηλέφωνο, μέσα στη νύχτα, να κάνει ένα έκτακτο δρομολόγιο, καθώς δεν υπήρχε πλήρωμα- λόγο έλλειψης μηχανοδηγών. Εκείνος δεν αρνήθηκε, παρόλο που είχε τελειώσει πριν λίγες ώρες τη βάρδια του και ανέλαβε υπηρεσία. Πήρε την αμαξοστοιχία από τον Πειραιά μέχρι τις Σέρρες, συνέχισε άλλος οδηγός για Αλεξανδρούπολη και δύο ώρες μετά κατέβασε από τις Σέρρες ένα άλλο συρμό, προς την Αθήνα. Έκλεισε τριάντα ώρες συνεχούς υπηρεσίας και μόλις έφτασε στο μηχανοστάσιο, ο Λεωνίδας που βρισκόταν εκεί, και ήταν ένας από τους πιο παλιούς οδηγούς, του είπε:
-Από τι πράμα είσαι εσύ βρε παιδάκι μου; «Σιδερένιος» είσαι!
Ο Πέτρος δεν απάντησε, στο σχόλιο θαυμασμού του συνάδελφου, μόνο που έστριψε το πλούσιο μουστάκι του, με το δεξί του χέρι- όπως συνήθιζε να κάνει.
Σε ένα άλλο δρομολόγιο, το 1967, αφού είχε ξεκινήσει από το σταθμό της Αμφίκλειας, με κατεύθυνση προς την Αθήνα, είδε ένα νέο άντρα να τρέχει με τις βαλίτσες στα χέρια- ξωπίσω του τρένου.
Θεώρησε καθήκον του να σταματήσει στη διάβαση, για να ανέβει.
-Σταμάτα, Σταμάτα! Φώναξε στον Σάκη τον θερμαστή.
-Τι έγινε Πέτρο; Ρώτησε εκείνος με απορία.
-Μάλλον έχει πέσει ο κορσές.[1]
Ο θερμαστής σταμάτησε το τρένο, μα δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Ο Πέτρος έκανε πως κοίταξε το δήθεν πρόβλημα και αφού βεβαιώθηκε πως ανέβηκε ο επιβάτης, ξεκίνησαν ξανά.
Στην Αθήνα όταν έφτασαν, ο νέος που επιβιβάστηκε καθυστερημένος στην Αμφίκλεια, ρώτησε τον Σταθμάρχη το όνομα του οδηγού.
-Πέτρος Σωτηρίου, του απάντησε αυτός και ύστερα ο ταξιδιώτης αφού σήκωσε τα μπαγκάζια του, χάθηκε μέσα στον υπόλοιπο κόσμο.
Πέρασαν είκοσι χρόνια από εκείνη τη μέρα. Τα πλούσια μαλλιά του Πέτρου είχαν αρχίσει να γκριζάρουν, όπως και το μουστάκι του. Ήταν ένα βροχερό πρωινό του Οκτωβρίου, όταν δέχτηκε μια αναπάντεχη επίσκεψη από το παρελθόν. Βρισκόταν στο μηχανοστάσιο, την στιγμή που ένιωσε ένα χέρι να τον χτυπά φιλικά στην πλάτη.
-Καλησπέρα σας κύριε. Ονομάζομαι Κυριάκος Ανδρέου, του είπε ένας άγνωστος προς αυτόν μεσήλικας άντρας.
-Γεια σας κύριε, γνωριζόμαστε; Ρώτησε με περιέργεια ο Πέτρος.
-Θυμάστε μήπως… ένα δρομολόγιο που κάνατε προς την Αθήνα το 1967 όταν σταματήσατε τον συρμό, που είχε ξεκινήσει από την Αμφίκλεια, για να ανέβει ένας νεαρός;
Ο Πέτρος τραβήχτηκε, ελαφρώς προς τα πίσω και έστριψε επίμονα το μουστάκι του, με το δεξί του χέρι.
-Εσείς είσαστε εκείνος ο νέος; Απάντησε.
-Μάλιστα! Και σας ευχαριστώ με όλη μου την ψυχή για το καλό που μου κάνατε.
-Παρακαλώ κύριε. Μα… μην υπερβάλετε, έκανα μόνο το καθήκον μου.
-Συγχωρέστε με αγαπητέ, αλλά κάνετε λάθος! Αν δεν σταματούσατε τον συρμό εκείνη τη μέρα, θα έχανα το πλοίο για την Αμερική, μπορεί να μην έκανα τη δουλειά που κάνω, να μην γνώριζα την γυναίκα που αγαπώ και κάναμε οικογένεια και η ζωή μου να ήταν εντελώς διαφορετική. Όλα αυτά τα χρωστάω σε εσάς.
Ο Πέτρος σάστισε για λίγο, από την εξέλιξη των πραγμάτων. Στη συνέχεια αγκαλιαστήκανε, όπως δύο μικρά παιδιά και φιληθήκανε σταυρωτά, με δάκρυα στα μάτια.
Κάτσανε στο καφενεδάκι δίπλα και είπαν μεταξύ τους όλες τις λεπτομέρειες για τη ζωή τους, από τα χρόνια που πέρασαν. Χωρίσανε μετά από λίγο και έμειναν δύο καλοί φίλοι, κρατούσαν επαφές και συναντιόντουσαν όποτε ο Κυριάκος ερχόταν στην Ελλάδα.
Το 1997 ο Πέτρος βγήκε στη σύνταξη, με το τέλος της δουλειάς να τον οδηγεί σε μαρασμό. Πριν τρία χρόνια είχε χάσει την γυναίκα του και οι δύο του γιοι που είχαν κάνει οικογένεια, ζούσανε μακριά του. Μόνος του πια, συνήθιζε να πηγαίνει τα πρωινά στο μηχανοστάσιο να περνά την ώρα του, κάνοντας παρέα με τους πρώην συναδέλφους και χαζεύοντας τις αμαξοστοιχίες που μπαινοβγαίνανε.
Ένα ζεστό μεσημέρι του Αυγούστου το 2005, ο Πέτρος περίμενε στο μηχανοστάσιο να φανεί κανένας συρμός. Καθότανε μονάχος του σε μια πλαστική, λευκή καρέκλα και κοίταζε με τα πράσινα του μάτια τις ράγες μπροστά του. Ένιωσε ένα θερμό αεράκι να του χαϊδεύει το πρόσωπο, άκουσε την κόρνα από ένα τρένο που πλησίαζε, χαμογέλασε γλυκά και έστριψε το άσπρο μουστάκι του. Έγειρε το κεφάλι του προς το πλάι, τα χέρια του έπεσαν αδύναμα από το κάθισμα και έσβησε εκεί -με τα βλέφαρα ανοιχτά.
Ο γιατρός που έβγαλε το πιστοποιητικό θανάτου, είπε πως ο «σιδερένιος» πήγε από ανακοπή στην καρδιά, επειδή σταμάτησε αυτή να λειτουργεί σωστά. Όπως μια παλιά, ταλαιπωρημένη μηχανή που κουράστηκε πια να δουλεύει.
_
γράφει ο Γιώργος Μπίζας
[1] κορσές (συνδετήρας)
Με άγγιξε η ιστορία του Πέτρου και
με συγκίνησε σε διάφορα σημεία μπορώ να πω!!
Αυθεντικό το κείμενο σας!!
Σε μια στιγμή μπορεί τα πάντα να αλλάξουν, να ανατραπούν
διότι επέλεξες να βαδίσεις στον συγκεκριμένο δρόμο. Δεν ήξερες
τι ακριβώς θα συναντήσεις. Σκέφτεσαι… αν είχες επιλέξει τον άλλο
δρόμο τι ακριβώς θα συναντούσες; τι ακριβώς θα βίωνες;
Βοηθούν φυσικά οι τυχαίες συγκυρίες, όπως ο Κυριάκος πρόλαβε το τρένο.
Εκείνος ένιωθε πολύ τυχερός καθώς θα έχανε τα πολύ σημαντικά, της ζωής του.
Αν βέβαια, είχε χάσει το συγκεκριμένο τρένο, ίσως να βίωνε διαφορετικά την ζωή, εξίσου
σημαντικά όμως, ίσως καλύτερα… ίσως και χειρότερα. Ποιος ξέρει;
Είναι όμως όντως έτσι; Είναι όλα τυχαία σ’ αυτήν τη ζωή; Διατηρώ τις επιφυλάξεις μου.
Καλή σας εβδομάδα!!!