Μεσήλικα αδιέξοδα στα (πολύ) δυτικά της Ρώμης
–
γράφει η Κατερίνα Ρήγα
–
Οι εκδόσεις Δώμα εξέδωσαν πριν λίγους μήνες, για πρώτη φορά μεταφρασμένη στα ελληνικά, τη νουβέλα του Τζων Φάντε «Ο σκύλος μου ο Ηλίθιος». Το έργο γράφτηκε στα τέλη της δεκαετίας του ‘60 και πρωτοεκδόθηκε στην Αμερική το 1985, δύο χρόνια μετά το θάνατο του συγγραφέα. Αποτελεί, μαζί με το διήγημα «Τhe Orgy» (αμετάφραστο ακόμη στα ελληνικά), τη συλλογή «Δυτικά της Ρώμης».
Κεντρικός ήρωας και αφηγητής είναι ο Χένρι Μολίσε, ένα πενηνταπεντάχρονος άντρας που ζει με τη γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά του σ’ ένα μικροαστικό προάστιο της Καλιφόρνια. Είναι συγγραφέας: έχει εκδώσει κάποια βιβλία αλλά αυτά δεν πουλάνε πια, κι ούτε τα σενάρια που γράφει κατά καιρούς καταφέρνουν να τον γλιτώσουν από το ταμείο ανεργίας. Η γυναίκα του κρίνει τις επιλογές του και τον απειλεί συχνά πυκνά με χωρισμό, ενώ τα παιδιά του, στην αυγή της ενήλικης ζωής τους, δεν διστάζουν να αμφισβητήσουν τον πατέρα τους και τις αξίες του. Ο ήρωας νοιώθει λίγο πολύ εγκλωβισμένος στα γρανάζια της οικογενειακής του ζωής, και η διέξοδός του είναι να οραματίζεται ένα ταξίδι- φυγή στην Ρώμη, τόπο καταγωγής του.
Έτσι έχει η κατάσταση όταν, μία μέρα, ένας σκύλος βρίσκει καταφύγιο στην αυλή του Μολίσε. Και μάλιστα όχι ένας οποιοσδήποτε σκύλος· σε καμία περίπτωση ένας εκπαιδευμένος γερμανικός ποιμενικός ή ένα έξυπνο και νευρικό κανίς, αλλά ένα σκυλί τεράστιο και μαλλιαρό, «μπάσταρδο» και περιθωριακό, με παρεκκλίνοντα γούστα και συμπεριφορά, που είναι και λίγο «ηλίθιο» – τόσο μα τόσο διαφορετικό από τα υπόλοιπα, καθαρόαιμα και πολιτισμένα σκυλιά εκείνης της μικροαστικής γειτονιάς.
Το κάθε μέλος της οικογένειας αντιδρά διαφορετικά στην άφιξη του επισκέπτη, ο οποίος αναμοχλεύει μνήμες του παρελθόντος, ταράσσει τις εύθραυστες οικογενειακές ισορροπίες και τελικά πυροδοτεί διαμάχες, λειτουργώντας ως καταλύτης των ανθρωπίνων σχέσεων. Οι υπάρχουσες μα υποβόσκουσες οικογενειακές ρωγμές επιτείνονται καθώς ο καθένας τολμά να εκφράσει λίγο περισσότερο την «αλήθεια» του και να υποστηρίξει τις επιλογές του, και τελικά οι συγκρούσεις καθίστανται αναπόφευκτες, σε μία οικογένεια η οποία, πίσω από την ομοιόμορφή της εμφάνιση, βρίσκεται μάλλον υπό κατάρρευση.
Ο Μολίσε, αν και αρχικά ψάχνει τρόπους να ξεφορτωθεί τον εισβολέα, κερδίζεται τελικά από τη δύναμη του σκύλου να παραβαίνει ανθρώπινους κανόνες και κυνο-συμβάσεις προκειμένου να εκφράσει τις επιθυμίες του, και τον υιοθετεί, διαβλέποντας στην παρεκκλίνοντα συμπεριφορά του, τη δυνατότητα της δικής του απελευθέρωσης- απελευθέρωση από τα στεγανά μίας συμβατικής ζωής, με φόντο ένα μεγάλο σπίτι με κήπο, ένα ακριβό αμάξι, και τις ευτυχισμένες (ή και όχι…) οικογενειακές στιγμές που απορρέουν από τα ανωτέρω.
Ο Φάντε δεν διστάζει να απογυμνώσει τον ήρωά του από καθωσπρεπισμούς και πολιτικά ορθές ιδέες και συμπεριφορές, αναδεικνύοντάς τον σε όλη του την συγκρουσιακή ευαλωτότητα. Ο Μαλίσε είναι ένας αντιήρωας, κατ’εικόνα των αντιηρώων του Μπουκόφσκι, του Κάρβερ ή του Ουελμπέκ, ο οποίος τολμά να ομολογήσει τα αμφιθυμικά, μη κοινωνικώς αποδεκτά συναισθήματα που τρέφει προς τη γυναίκα και τα παιδιά του:
«Αλλά το είχα αποπληρώσει (το σπίτι), μέχρι και τον τελευταίο ψεκαστήρα του γκαζόν, κι ένιωθα μια ακαταμάχητη λαχτάρα να το παρατήσω και να φύγω στο εξωτερικό. ‘Πάνω από το πτώμα μου’ αντέτεινε πάντα η Χάριετ, και συχνά διασκέδαζα πλάθοντας ονειροφαντασίες, με το πτώμα της να κείτεται σε μια λίμνη αίματος στην κουζίνα, όσο εγώ έσκαβα έναν τάφο πλάι στον φράχτη», «αλλά ήταν πολύ καλή η καλή μου η Χάριετ, με είχε αντέξει εικοσιπέντε χρόνια και μού ‘χε χαρίσει τρεις γιους και μία κόρη, τέσσερα παιδιά, που το καθένα τους, ή και τα τέσσερα μαζί, θα τ’ αντάλλαζα μετά χαράς για μια καινούρια Πόρσε, ή έστω ένα MG GT του ‘70».
Ο λόγος είναι λιτός και καθημερινός και η διήγηση ξέχειλη από σπαρταριστό χιούμορ και μια διαπεραστική ειρωνία- δύσκολο το στοίχημα του γέλιου, αλλά ο Φάντε το κερδίζει. Κι ενώ ο συγγραφέας προκαλεί εκρήξεις ευφορίας στον αναγνώστη, ταυτόχρονα τον παρασέρνει, σταδιακά και αμετάκλητα, στα βάθη της ψυχής του πρωταγωνιστή, φέρνοντάς τον αντιμέτωπο με τις ανασφάλειες, τους φόβους και τις ματαιώσεις του. Κι ενώ ο Μολίσε στην αρχή μας παρουσιάζεται ως ένας άντρας ανεξάρτητος και αποστασιοποιημένος από την οικογένειά του, την οποία βιώνει ως φορτίο και εμπόδιο ακόμη στην πραγματοποίηση των ονείρων του, προς το τέλος της διήγησης διαφαίνεται σε όλη την τραγικότητά του: ένας πατέρας που δεν ξέρει πώς να πλησιάσει τα παιδιά του· ένας μεσήλικας σε κρίση ταυτότητας, αντιμέτωπος με το υπαρξιακό άγχος που απορρέει από τη συνειδητοποίηση του χρόνου που περνά και την αμείλικτη απειλή της μοναξιάς.
Σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφούμενος, ο Φάντε δημιουργεί έναν ήρωα βαθιά ανθρώπινο, τον οποίο δεν διστάζει να δείξει υπό το φως των αδυναμιών του: έναν άντρα που δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στο ρόλο του πατέρα, που αποζητεί την επικοινωνία με τα παιδιά του και την αναγνώριση, χωρίς όμως να τα καταφέρνει, έναν μεσήλικα που ονειρεύεται να ξεφύγει από την ασφυκτικά οργανωμένη και τακτοποιημένη ζωή του πηγαίνοντας στη Ρώμη, σε μία ύστατη προσπάθεια να ξαναβρεί τη χαμένη του ξεγνοιασιά και ελευθερία- αλλά ο χρόνος δεν κάνει εκπτώσεις, και στο τέλος ο Χαλίσε συνειδητοποιεί πως αυτή είναι η ζωή του και όχι κάποια άλλη, και πως η φαντασίωση του, ακριβώς επειδή πρόκειται για τέτοια, προορίζεται να παραμείνει ανικανοποίητη.
«Τον Φάντε», μας ενημερώνουν οι New York Times στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, «ή δεν τον ξέρεις, ή δεν μπορείς να τον ξεχάσεις». Kι έτσι είναι- ένα αξέχαστο βιβλίο, ενός μεγάλου συγγραφέα.
0 Σχόλια