γράφει ο Αντώνης Χρ. Περδικούλης
Η εντέλεια της μετάφρασης δεν έγκειται απλά στη μορφολογική μεταφορά της αντίστοιχης επιλεγμένης λέξης, ούτε αρκείται σε μια αυστηρή απόδοση των εκφραστικών μέσων και εννοιών του πρωτοτύπου. Aυτή ενδημεί μέσα στο αισθητήριο των συναισθημάτων του μεταφραστή – όταν μάλιστα πρόκειται για ποιητικό κείμενο – ως ένστικτο που τον κατευθύνει, για να ανακαλύψει αρχικά τη μουσική του ποιήματος και ύστερα να διαφυλάξει την αισθητική του υφή, μεταμορφώνοντας όλες τις απεριόριστες λεκτικές εκφάνσεις σε μια πειθαρχημένη γλωσσοπλασία…
Η ποιητική μετάφραση δεν είναι μόνο μια δημιουργία, είναι ακριβώς μια διπλή δημιουργία του πιο ασύλληπτου φωτός, το οποίο ρέει ανεξάντλητο κι ανεξερεύνητο μες στη ψυχή και στη φαντασία του πρωτοδημιουργού του.
Αυτό το ασύλληπτο εσώτατο φως καταφέρνει να ανακαλύψει και να συλλέξει ο Τάκης Βαρβιτσιώτης (γεν. Θεσσαλονίκη το 1916 όπου και εκοιμήθη το 2011), μετουσιώνοντάς το σε στέρεη έκλαμψη και να μεταφέρει από τη γαλλική στην ελληνική μια σειρά ποιημάτων του Μαλλαρμέ με τον ποιητικότερο τρόπο.
Αφού ξεκλειδώσει («ξεβιδώσει», όπως έλεγε ο Σεφέρης) τις καλά αμπαρωμένες πόρτες της ποιητικής ιδιοσυγκρασίας του Stefan Mallarme (1842-1898), αρχηγού του γαλλικού συμβολισμού και της «καθαρής ποίησης», απελευθερώνει δέσμες φωτός από άρρητη λεκτική μαγεία που κρύβονταν πίσω από τα σύμβολα – έννοιες ή που τις κάλυπτε η σιωπή.
Ένα ξενόγλωσσο ποίημα μόνον από ένα καλογυμνασμένο δεξιοτέχνη ποιητή μπορεί να αποδοθεί στη μητρική γλώσσα και να αναπαραχθεί δημιουργικά. Η εξωτερική μορφή έχει την ευρυχωρία να διαφοροποιείται ποικιλότροπα, η πλαστική επεξεργασία του στίχου δίνει τη δυνατότητα για περισσότερη ελευθερία. Στην Ποίηση μια λέξη σχεδόν ποτέ δεν αποδίδει με την ίδια ένταση τα ακριβή συναισθήματα του δημιουργού, έτσι που ο φιλόδοξος μεταφραστής μπορεί να επιχειρεί επιλογές λέξεων, προσέχοντας να μην ξεμακραίνει με βερμπαλισμούς από το πρωτότυπο. Η μεγάλη παλέτα των ιδεοχρωμάτων αφήνει ανοιχτά ενδεχόμενα από την πιο ελεύθερη απόδοση έως την πιο αυστηρή μεταφορά.
Όμως δεν μπορεί να κάνει το ίδιο και με τον εσωτερικό ιστό του ποιήματος, ο οποίος κρατά την πρωτεϊκή ιδέα, τον συμβολισμό, το μήνυμα. Η φυσιολογία της λέξης πρέπει να παραμένει άθικτη και αναλλοίωτη. Η πειθαρχία είναι αναγκαία «σε ορισμένους κανόνες του πρωτοτύπου και ιδιαίτερα μάλιστα όταν πρόκειται για σονέττο», παρατηρεί ο Τ. Βαρβιτσιώτης στην εισαγωγή του έργου του. Το σονέττο είναι από τα δυσκολότερα ποιητικά είδη, αποτελούμενο από δεκατέσσερις στίχους που ομοιοκαταληκτούν με καθορισμένο τρόπο και τάξη μετρική.
Όπως μου εκμυστηρεύτηκε ο ίδιος ο Τ.Β. σε μια κουβέντα μας, η μετάφραση αυτών των μαλλαρμεϊκών ποιημάτων – δεκαεφτά στο σύνολό τους, εκ των οποίων τα δεκατέσσερα σονέττα – υπήρξε ένας άθλος ασκητείας πολύχρονης και πολύμοχθης που διήρκησε τριάντα χρόνια. Φαντασθείτε υπευθυνότητα και άσκηση: δεκαεφτά ποιήματα μόνο, αλλά τέλεια δουλεμένα και σφυρηλατημένα στο αμόνι του ποιητικού εργαστηρίου για τριάντα ολόκληρα χρόνια!! Το αποτέλεσμα γενναιόδωρο: μια ποίηση κομψή, εκλεπτυσμένη, αισθητική στην εντέλειά της, με όλο τον λυρισμό που διαφυλάχθηκε και ανέδειξε τροπαιοφόρους τεχνίτες τους Βαρβιτσιώτη και Μαλλαρμέ.
Τα μεταφρασμένα ποιήματα ξαναπλάστηκαν από το χέρι του Έλληνα πρωτοποιητή καλύτερα, ωραιότερα, λαμπρότερα απ’ ότι πρωτοπλάστηκαν από τον ίδιο τον Μαλλαρμέ!!
«Ω, πόσο εράσμια από μακρυά, μα εγγύς μου και λευκή
Σαν κάποιο κρύσταλλο αμαυρό ανθοδόχης που αναδίδει
Απατηλά μιαν σπάνιαν ευωδιά βαλσαμική…»
Με πόση ευθύνη ο Τ.Β. εργάστηκε στην ιερή μοναξιά της δημιουργικής σιωπής, στεφανούμενος τη μαγεία του ποιητικού μυστηρίου, για να φτάσει σε αυτό το ένθεο αποτέλεσμα! Πόσο πόνεσε υποτασσόμενος στα παιχνιδίσματα της γλώσσας και στης καρδιάς τα σκιρτήματα, έχοντας να κάνει κάθε φορά με τις διαφορετικές διαθέσεις της ψυχής ή τις αναταράξεις της μνήμης, ώσπου να εξορύξει αυτό το δυσθεώρητο κρυστάλλινο φως της κρυφής πηγής. Μια αληθινή ιερουργία!! Για τον Γάλλο ποιητή, που ο Βαρβιτσιώτης υπεραγαπά και παθιάζεται με τη γραφή του, αποδίδει καλύτερα και απ’ όσο θα ονειρευόταν ο ίδιος ο Μαλλαρμέ με τη δική του ενδόμυχη σκέψη. Γιατί πέρα από την άρτια εκφραστική απόδοση με το κοπιαστικό ταίριασμα της ρίμας, προχωράει ακόμη πιο πέρα, δίνει μια προέκταση στην ποιητική γραμμή, που πιθανόν ο Μαλλαρμέ και να άφησε ανολοκλήρωτη. Άραγε, ένα ποίημα τελειώνει ποτέ??
Συμπεραίνω πως αυτό χρειάζεται: να υπάρχει ένα πάθος και μια παρόρμηση, μια συγγένεια πνευματική και ιδιαιτέρως «ψυχική ανάμεσα στον δημιουργό και τον μεταφραστή, ο δε μεταφραστής να είναι οπωσδήποτε ποιητής όταν το μεταφραζόμενο είναι ποίημα, για να έχει επιπλέον την αίσθηση των συνηχήσεων και των λεκτικών αποχρώσεων.», παρατηρεί ο Βαρβιτσιώτης. Ειδικά στο ποίημα «Ως από άλμα», η γοργοϋπήκοος ποιητική ιδιοσυγκρασία του Βαρβιτσιώτη κορυφώνεται και φτάνει ως την εξαΰλωση:
«Πένθιμος ασπασμός γεμάτος αθωότη
ούτ’ ένα ρόδο μοναχά μέσα στα σκότη»,
αλλά και στα υπόλοιπα ποιήματα – ιδιαιτέρως στα σονέττα – ο κάθε στίχος δαμάζεται και κατακτιέται θριαμβευτικά, με όλες τις πολύχυμες αντανακλάσεις του φωτός που διασκορπίζει:
«Τ’ ωραίο, το ζωηρό και το παρθένο σήμερα θα σχίσει
μ’ ένα του αλλόφρονα φτερούγισμα στη λίμνη τη σκληρή.»
Μετάφραση αστραπηφόρος, κατακοσμούμενη λύρας και μουσικής πολλής, σωστός λυτρωμός της Λέξης. «Είναι το άνθος όλης της Ποίησης που έχω μεταφράσει ως τα σήμερα…», μου εξομολογήθηκε σε μια συνομιλία μας ο ποιητής…
Με αυτά τα δεκαεπτά λυροπρόφερτα ποιήματα του Μαλλαρμέ, ο Βαρβιτσιώτης αναγέννησε μια ποιητική σύνθεση με τις απεριόριστες αρετές μουσικής και λόγου και ξανάπλασε εύψυχα ένα ποιητικό αριστούργημα από τη γαλλική στην ελληνική γλώσσα. Επιβεβαιώνοντας έτσι την πολυτροπία της άρρητης ποιητικής Τέχνης, η οποία όπου θέλει πνέει.
Ο Β. μας αποκαλύπτει τη μαγεία της σιωπής του μαλλαρμεϊκού λόγου. Ενός λόγου που αφθονεί σε αγωνία για το πώς θα εκφραστεί προσφορότερα η ίδια η Ποίηση – μέσα από αναγεννησιακά σύμβολα, εικόνες, καθρέφτες – και μιας εμπειρίας ακαταμάχητης από τη βαθειά απογοήτευση για το ανέφικτο, εξυψώνοντας και τη δική του ποιητική όπερα σε χρυσαυγές φωταγώγημα.
Το έργο «ΠΟΙΗΜΑΤΑ» του Stefan Mallarme σε απόδοση, σχολιασμό και εισαγωγικό λόγο του Τάκη Βαρβιτσιώτη, πρωτοκυκλοφόρησε το έτος 2000 από τις εκδόσεις « Αρμός».
Κλείνοντας παραθέτω δύο ακόμα θεσπέσιους στίχους, όπου ακτινοβολεί η εντέλεια της ποιητικής μετάφρασης σε όλη της την πρωτεϊκή υπερουσία, καμωμένη και ιδωμένη από τον πρωτόθρονο Έλληνα γλωσσοπλάστη ποιητή:
«Τροπαιοφόρος διέφυγα μιαν ωραίαν αυτοκτονία
Δόξας αυλός, αίμα κι αφρός, χρυσάφι, τρικυμία…»
——————————————————————————–
Αντώνης Χρ. Περδικούλης
Από τη συλλογή δοκιμίων
“Τετράδια με μπλέ πανάρια”
0 Σχόλια