Ο Τζόναθαν Κόου είναι ένας ευφυής συγγραφέας που δεν αρκείται στο να αφηγηθεί απλώς μια ιστορία. Καταβάλλει πάντα κόπο ως προς την επιλογή και τη δόμηση των χαρακτήρων του, στην επιλογή της γλώσσας και τη διερεύνηση των πολιτικών γεγονότων που συνιστούν τη συνήθη θεματική του μεγαλύτερου μέρους του έργου του. Τα στοιχεία αυτά είναι πραγματικά αξιοθαύμαστα στην εποχή της εύκολης και γρήγορης πληροφορίας, αλλά και στον κόσμο της λογοτεχνίας των τελευταίων δεκαετιών όπου η έρευνα περιορίζεται συνήθως στα αμιγώς ιστορικά μυθιστορήματα. Η πληθώρα των θεμάτων που συνυπάρχουν σε καθένα από τα μυθιστορήματα του Κόου (τα σύγχρονα ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα, η τεχνολογία, η γυναικεία ψυχοσύνθεση, η ενηλικίωση, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η αγάπη, ο έρωτας, οι τέχνες, η εγκατάλειψη, ο φόβος, τα όνειρα) ιδωμένα στο πλαίσιο μίας συγκεκριμένης πολιτικής εποχής ή κατάστασης φανερώνουν την ευρύτερη παιδεία του συγγραφέα. Ειδικά, οι γνώσεις του Κόου για τη μουσική[1] διατρέχουν το σύνολο του έργου του, ώστε καταφέρνει με εξαιρετική δεξιοτεχνία να κάνει τον αναγνώστη του καθώς διαβάζει να αισθάνεται στα αυτιά του γνωστά, αλλά και ανύπαρκτα μουσικά κομμάτια, όπως τη σύνθεση με τον τίτλο “Malibu” που έχει γράψει η ελληνοβρετανίδα ηρωίδα του στο τελευταίο του μυθιστόρημα «Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ»[2].
Η μεγάλη απήχηση του έργου του Κόου στην Ελλάδα δεν νομίζω ότι μπορεί να εξηγηθεί με ασφάλεια. Σίγουρα, ο εύληπτος και εύστροφος λόγος του σε συνδυασμό με την άριστη χρήση της αγγλικής γλώσσας αποτελούν τα προφανή προτερήματα του Κόου που ικανοποιούν και τους πιο απαιτητικούς αναγνώστες. Αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτής της γραφής είναι το «Τι ωραίο πλιάτσικο!» (1994) που, χάρη και στην εξαιρετική μετάφραση της Τρισεύγενης Παπαιωάννου από τις εκδόσεις Πόλις, διαβάζεται τόσο εύκολα και σχεδόν σου δημιουργεί μια αίσθηση ένοχης απόλαυσης για την ακραία σατιρική διάθεση του Κόου απέναντι στον θατσερισμό. Ωστόσο, αναλογιζόμενος κανείς τα αμιγώς βρετανικά ζητήματα που διαπραγματεύονται τα πρώτα του βιβλία δεν μπορεί να γίνει κατανοητό πώς καταφέρνει να αγγίζει ένα τόσο μεγάλο μέρος του ελληνικού αναγνωστικού κοινού.
Δυστυχώς, τα τελευταία βιβλία του Κόου στερούνται του δυναμισμού, του βρετανικού του χιούμορ και του σαρκασμού που χαρακτήριζαν τις πρώτες του δημιουργίες, με εξαίρεση ίσως τη «Μέση Αγγλία» (2018). Έτσι και στο «Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ» η ιστορία της πρωταγωνίστριάς του αποτελεί ένα αρκετά επιφανειακό ταξίδι ενηλικίωσης ή ένα παρατραβηγμένο “success story” της πρωταγωνίστριας-αφηγήτριας που χρησιμοποιείται ξεκάθαρα από τον συγγραφέα απλώς ως ένα μέσο για να αποτίσει τον δικό του φόρο τιμής στον αγαπημένο του σκηνοθέτη Μπίλυ Γουάιλντερ[3]. Η Καλλιστώ γίνεται η Ελληνίδα μεταφράστρια και αργότερα η προσωπική βοηθός του Γουάιλντερ στη διάρκεια των γυρισμάτων της προτελευταίας του ταινίας με τίτλο «Fedora» που αφορά στο Ολοκαύτωμα και μέσα από τις αναμνήσεις της παρακολουθούμε το παρασκήνιο της ταινίας που τοποθετείται στο Λος Άντζελες, στο Λονδίνο, στην Αθήνα, στη Λευκάδα, στην Κέρκυρα, στο Παρίσι και στο Μόναχο. Η αφήγηση γίνεται με τρόπο κινηματογραφικό και περιέχει πληθώρα αληθινών γεγονότων από τη ζωή του διάσημου σκηνοθέτη και από αυτήν τη λιγότερο γνωστή ταινία του και ακολουθεί. Ο θαυμασμός του Κόου για τον Γουάιλντερ διαχέεται σε όλο το κείμενο το οποίο αποπνέει μία γλυκόπικρη νοσταλγία για το παρελθόν μπροστά στη δύσκολη συνειδητοποίηση του τέλους μιας εποχής, καθόσον γινόμαστε μάρτυρες μιας σχεδόν απελπισμένης προσπάθειας του Γουάιλντερ να διασώσει την παλιά αίγλη του κινηματογράφου και του είδους κινηματογράφησης που τον καθιέρωσε διεθνώς. «Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ» διαφέρει ουσιωδώς από όλα τα προηγούμενα μυθιστορήματα του Κόου: πρόκειται για έναν αναστοχασμό του ίδιου του συγγραφέα γύρω από το ζήτημα της διατήρησης της καλλιτεχνικής ταυτότητας ενός επιτυχημένου, αλλά γερασμένου πλέον καλλιτέχνη που προσπαθεί να διατηρήσει τη θέση του σε έναν κόσμο που συνεχώς εξελίσσεται και αναδεικνύει νέες τάσεις και νέα ταλέντα.
Η συγγραφική πένα του Κόου έχει την ιδιοτυπία να μπορεί[4] και ταυτόχρονα να μην μπορεί να μετουσιωθεί σε οπτικοακουστικό θέαμα, καθώς αυτό που κάνει ξεχωριστό το έργο του δεν είναι τελικά η πλοκή και οι χαρακτήρες, αλλά η ίδια η αφήγηση, δηλαδή εκείνο που συναρπάζει είναι ο τρόπος γραφής του, η δική του λογο-τεχνία. Η δεξιοτεχνία αυτή του Κόου συναντάται, φυσικά, μέσα από μία συνδυαστική και πρωτότυπη μορφή αφήγησης (κλασική αφήγηση και ενσωμάτωση μέρους ενός σεναρίου) και στο τελευταίο του βιβλίο, το οποίο ακόμη και εάν κάποιος δεν τρέφει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον κινηματογράφο ή τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη θα το διαβάσει με μεγάλη ευκολία ή και αδημονία για τη συνέχεια.
_____
[1] Ο ίδιος συνθέτει μουσική και έχει κυκλοφορήσει προσωπικούς μουσικούς δίσκους.
[2] Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις, 2020, σε μετάφραση Άλκηστις Τριμπέρη.
[3] Από τις πιο γνωστές του ταινίες η οποία βραβεύθηκε και με Όσκαρ είναι «Η Γκαρσονιέρα» (1960), στην οποία γίνονται συνεχείς αναφορές στο βιβλίο του Κόου.
[4] Για παράδειγμα, η «Λέσχη των τιποτένιων» μεταφέρθηκε σε θεατρικές συνέχειες στο ραδιόφωνο και αργότερα έγινε μίνι τηλεοπτική σειρά για το BBC.
0 Σχόλια