Αρχίζει να βλέπει το άσχημο γάντι
από το στραπατσαρισμένο κρέας
στην άκρη του δοντιού.
Είναι αλήθεια;
Απλώς ήθελε να πει
είμαι επιδημία mutatis mutandis
Φτύνει το χώμα απ’ το λερό μοναδικό πνευμόνι.
Κανείς τοίχος δε σε στηρίζει, σκέφτηκε.
Έφτυσε πάλι.
Χώμα.
Σάλιο.
Λάσπη.
Στο ένα πόδι προχωρά.
Προχωρά στα μαύρα του νύχια
ξεκινά
διαλέγει ώρες εβδομήντα δύο
για το περί θανάτου
μας ευχαριστεί για τη βοήθειά μας
γουρούνια μην τρώτε τ’ άγια
και επαναλαμβάνεται
του τη βαράει λοιπόν
και
κρώζει πίσω από το πράσινο φανάρι
Φανάρι – Φεγγάρι ένα και το αυτό
όμοιος λύκος
ύαινα που ξέρει γραφή κι ανάγνωση.
Μετανοείτε ανόητοι!
Παρθείτε αμέσως άξαφνα και ασκαρδαμυκτί!
Δεν περνά περνάει μέλισσα
κι από τη μέλισσα μέχρι το αυγό
απ’ όταν βγει και τρώει πόδια
από το πρώτο ξέρει τι κάνει
ακούτε το πρώτο πόσο γελάει
κεφάλι ευκίνητο με έντεκα μάτια
σύνθετα σήμερα σήμαντρα
σκάνε
το ’πανε οι γραφές θα αρπάξουνε άλλον
όχι λιωμένες
μ’ ορθάνοιχτα δόντια
εκκενωθείτε
είμαστε τροφικά αυγά
και τίποτε άλλο.
0 Σχόλια