Ακούστηκε στις ειδήσεις πως σκότωσαν τον χρόνο,
τον φονιά ψάχνουν, ψάχνουν να τον βρούνε,
στα βουνά, στις πόλεις, στα σπίτια, σε παλιά σεντούκια,
κρύβεται ο φονιάς καλά, ίχνος του πουθενά,
σκότωσαν τον χρόνο, ύπουλα στον ύπνο του.
Δίνουν αμοιβή σ’ όποιον βρει του χρόνου τον φονιά,
που κομματιασμένος βρέθηκε, πότε; Ποιος ξέρει πια;
Αιώνες ριγμένοι εδώ κι εκεί: χρόνια πεταμένα, μέρες, ώρες…
Ο ήλιος να στέκεται ακίνητος, μαρμαρωμένος.
Το φεγγάρι ν’ αδημονεί πότε θα προβάλει στον έναστρο ουρανό.
Το εκκρεμές δεν πρόλαβε να ισορροπήσει, κοιτώντας με θλιβερά,
Οι δείκτες του ρολογιού κοκαλωμένοι, νεκροί κι αυτοί.
Προγράμματα, ραντεβού, ξυπνητήρια, χρονόμετρα, αφίξεις, αναχωρήσεις,
αναβλήθηκαν μέχρι αορίστου, απεφάνθησαν οι ειδικοί,
που τον Θεό χρόνο λάτρευαν, κι από τον εαυτό τους πιο πολύ.
Ο χρόνος δεν θα μείνει νεκρός-λένε- θ’ αναστηθεί,
οι ειδικοί του χρόνου συμφώνησαν σ’ αυτό,
γιατί, τι θα ‘ταν ο κόσμος χωρίς τον χρόνο,
ανάπηρος, κατάκοιτος θα ‘ταν, απέλπιδος κι ατέρμονος.
Όχι! Ο χρόνος δεν πέθανε για πάντα γιατί θ ‘αναστηθεί.
Τον φονιά του χρόνου πιάσανε, στο όνειρο του μέσα,
σ’ ένα κελί άυλο τον έκλεισαν δίχως διαφυγή,
τ’ όνομα του, Οδυσσέας, γιατί ο πολυμήχανος αυτός,
το τέχνασμα αυτό σκαρφίστηκε, τα χρόνια μην περάσουν,
και την Πηνελόπη του γερασμένη να μη βρει.
_
γράφει ο Αδαμάντιος Τσακαλούδης
Το σχόλιό σας είναι επιθυμητό!
0 Σχόλια