Η ποίηση της περιφέρειας και των μικρών και μεσαίων αστικών κέντρων της υπαίθρου πολύ λίγες φορές καταφέρνει να φτάσει στα χέρια της κριτικής. Και ίσως τελικά να πρέπει η κριτική να ενσκήψει πάνω από την ποίηση της περιφέρειας όπου διπλάσια διάφορα έργα θα βρει και ποιητικά -ακατέργαστα πολλές φορές- διαμάντια. Και η νέα ποιητική συλλογή του Οδυσσέα Νασιοπούλου, «πάλη για ήλιο» (πηγή, 2016), από τα Τρίκαλα φωτίζει την οπτική για την κοινωνία ενός ποιητή της περιφέρειας.
Η ποίησή του κινείται μεταξύ στοχαστικής και κοινωνικής στιχουργίας που με ήπιους σχετικά τόνους εκφράζει μία υπαρξιακής φύσης αγωνία και με κριτική διάθεση. Το αυθόρμητο ύφος ζωντανεύει στην προφορικότητα της εκφραστικής του ελαφρύνοντας και συναισθηματική φόρτιση και το στοχαστικό/κριτικό ή υπαρξιακό βάρος.
Εύληπτες κοινωνικές αλληγορίες εκφράζουν την αγωνία του δημιουργού με μία υπαρξιακή διάσταση, μα και μια κριτική διάθεση προς την ίδια την κοινότητα (αλλοτινή πατρίδα, σκηνή των αφανών, επιθυμίες, των Ελλήνων οι συντροφιές, σύγχρονος άνθρωπος, σπίτι στον ουρανό, δρόμος της ψυχής, διαθέσεις, μικρές χαρές). Τα χαμένα όνειρα (το λουκέτο), η μοναξιά (πύλη των στιγμών), οι δυσκολίες της ζωής (λόγια της θάλασσας) συνυπάρχουν με την υπαρξιακή αναζήτηση (χαρούμενη αυτόχειρες, σπίτι στον ουρανό) για το χρόνο (πλάνο φως, μνήμες) ή την ηθική (ηθικές ροές) πλάι στον έρωτα (έρωτας λυτρωτής, παλιά ταξίδια, φώτα πορείας, χαμόγελο και σιωπή).
Ο Νασιόπουλος υιοθετεί την προφορική -φαινομενικά ατημέλητη- γλώσσα δίνοντας περισσότερη έμφαση στο μήνυμα. Ο προφορικός λόγος ορίζει και τον ελευθερόστιχο ρυθμό και τη συναισθηματική ένταση. Ωστόσο, τούτο δεν αναιρεί την αναζήτηση διεξόδων στη στιχουργική. Χαρακτηριστικό είναι ότι το διαλογικό στοιχείο εμφανίζεται με μία εκφραστική ποικιλία, αξιοποιώντας την κλητική προσφώνηση (σκηνή των αφανών, διαθέσεις) και τις ίδιες τις ερωτήσεις, ευθείες (μυλόπετρα, έρωτας λυτρωτής) ή πλαγιές (λευκός τοίχος). Έτσι, προσφέρει μία σκηνική διάσταση στην ποιητική του,
Παράλληλα, το β’ ενικό (αλλοτινή πατρίδα, μυλόπετρα, πάλη για ήλιο, το πιόνι, των Ελλήνων οι συντροφιές, χαμόγελο και σιωπή, παλιά ταξίδια, έρωτας λυτρωτής, μνήμες, πράσινα μάτια) αισθητοποιεί την παρουσία ενός βουβού αοριστολογικού υποκριτή ή το ίδιο το κοινό, που σε συνδυασμό με το α΄ πληθυντικό προσδίνει μία συλλογική ανάσα (το πιόνι, πλάνο φως, σκηνή των αφανών, μυλόπετρα, το λουκέτο, ηθικές ροές, δρόμος της ψυχής, λόγια της θάλασσας). Άλλοτε πάλι, διατηρεί τον σκηνικό αυτοαναφορικό υποκριτική με το μονολογικό πρωτοενικό ύφος (σκηνή των αφανών, σπίτι στον ουρανό).
Από την άλλη, η αβίαστη εισαγωγή του φυσικού στοιχείου, κατά τις αυθόρμητες τάσεις της «ποίησης της περιφέρειας», ενισχύει τη λυρικότητα των συνθέσεων (ηθικές ροές, ήλιος διαβάτης, λόγια της θάλασσας, διαθέσεις, μικρές χαρές, πύλη των στιγμών, ατρύγητη αγάπη, ανεμοθάλασσα). Η σχεδόν παντελής απουσία του αστικού τοπίου συνηγορεί ακριβώς σε μία ποιητική ανοιχτών χώρων μακριά από τις πολύβουες αστικές οδούς.
Η φωτεινότητα των συνθέσεων (είτε με την επίκληση του ήλιου είτε με την απουσία της νύχτας) δίνει μία αισιόδοξη οπτική. Η ελπίδα παραμένει ως ένα λυρικό φως (ήλιος διαβάτης) ως ένα πρόταγμα κοινωνικού ξεσηκωμού (μικρές χαρές). Και αυτή ακριβώς η αισιοδοξία, έστω και υποταγμένη μέσα σε μία πεσιμιστική προβληματική, αποτελεί ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ποίησης έξω από τα μεγάλα αστικά κέντρα, συνδεδεμένη με το περιβάλλον και την αναγέννηση της ζωής.
0 Σχόλια