Μου λείπεις, ρε φίλε. Μου λείπεις πολύ. Κάθε μέρα, κάθε ώρα, όλο και περισσότερο. Τι κι αν έχει περάσει τόσος καιρός. Η πληγή παραμένει ανοιχτή κι αιμορραγεί. Σέρνω τα βήματά μου στα στενά σοκάκια, στις γεμάτες πλατείες, στους μεγάλους δρόμους. Τίποτε, όμως, δεν είναι το ίδιο. Τίποτε δε θα είναι ξανά το ίδιο.
Περνάω έξω από τον καφενέ του Στρατή, πιάνω μια γωνιά και κάθομαι. Όλα όπως τα ΄ξερες. Μερικοί ηλικιωμένοι παίζουν δηλωτή, άλλοι τάβλι και κάποιοι έχουν ξεκινήσει να κατεβάζουν τα τσιπουράκια τους δυσανασχετώντας πού και πού για την πολιτική κατάσταση και τις συντάξεις που κόβονται. Όλα όπως τα άφησες.
Καμιά φορά βάζει και μουσική. Προχθές άκουσα το τραγούδι μας. Εκείνο που ακούσαμε μαζί την πρώτη φορά που είχαμε έρθει… «Όλα σε θυμίζουν απλά κι αγαπημένα» είχες ψιθυρίσει το στίχο και βάλθηκες γρήγορα να τον πνίξεις μέσα στο οινόπνευμα του τσίπουρου, που το κατέβασες με μια γουλιά μέχρι να σου κάψει τα σωθικά και να φέρει τη λύτρωση. Μια λύτρωση, που ποτέ δεν ήρθε. Πότε, όμως, κάποιος λυτρώθηκε με το πιοτί; Ποτέ και κανένας!
Με κοίταζες μέσα στα μάτια σαν κάτι να έψαχνες, σαν κάτι να αναζητούσες. Σου θύμιζαν, μου είπες μετά από ώρα, τα μάτια μου, τα δικά της. Είχαν το ίδιο γλυκό χρώμα, το χρώμα του κάστανου. Μεγάλα, εκφραστικά, φωτεινά κι ανυπόμονα. Μου μίλησες γι’ αυτήν σαν να ήμουν ο μοναδικός σου φίλος. Και μήπως δεν ήμουνα; Την είχες γνωρίσει σ’ εκείνο το λιμάνι με το παράξενο όνομα. Σαγκάη, ναι, Σαγκάη μου το είχες πει. Τότε που είχατε κάνει 5 μήνες να πιάσετε λιμάνι. Τότε σε κείνο το άθλιο μπαρ την είδες να ξεπροβάλει πάνω στην ετοιμόρροπη σκηνή, ανάμεσα σε καπνούς και φασαρία σαν αρχαία θεά, σαν νύμφη του δάσους και η γλυκιά, μελωδική φωνή της να φτάνει στα τρίσβαθα της ψυχής σου και να την γιατρεύει με το τραγούδι της. Εκεί τα μάτια σας συναντήθηκαν και η μορφή της πότισε κάθε πόρο της καρδιάς σου. Όμως οι δρόμοι σας γρήγορα χώρισαν. Το επόμενο λιμάνι περίμενε… Σε όσα λιμάνια κι αν πήγες, όσες γυναίκες κι αν έβαλες στην αγκαλιά σου, καμιά δεν ήταν σαν την Σεράχ. Μου το είχες πει κι ένας αναστεναγμός είχε βγει από τα σωθικά σου… Με χάιδεψες, με κοίταξες μέσα στα μάτια και μου είπες: «τι σου λέω και σένα βρε, μούργο!» «Μούργο» ψιθύρισες ξανά μετά από λίγο «έτσι θα σε φωνάζω!» Κι έτσι, εκεί κάτω από τον μεγάλο, γέρικο πλάτανο με τα τζιτζίκια να έχουν στήσει τρελό γλέντι, έγινα ο Μούργος «σου» κι έγινες ο άνθρωπός «μου».
Πώς ξαφνικά άλλαξε η ζωή μου, από τη μια στιγμή στην άλλη; Ποιος να μου το ΄λεγε πως εκείνη την μέρα, που ακολούθησα τα βήματά σου, θ’ άλλαζε τόσο η ζωή μου; Ποιος να μου το ΄λεγε πως εκείνος ο ξερακιανός, ψηλός άνδρας, που μόλις είχε κατέβει από το μεγάλο εμπορικό πλοίο, με το αγέλαστο πρόσωπο και τα σμιγμένα φρύδια θα γινόταν ο καλύτερος φίλος που είχα ποτέ;
Σε ακολούθησα. Ναι, σε ακολούθησα. Μη με ρωτάς γιατί. Δεν ξέρω την απάντηση. Το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω σου. Σε άφησα να περπατήσεις μέχρι την άκρη του λιμανιού με την αργή περπατησιά σου. Σε άφησα να ρίξεις τα μάτια σου σε όλα αυτά, που τόσους μήνες είχες στερηθεί. Φαινόταν η στέρηση. Πόσο λαχταρούσες να κοιτάξεις το παραμικρό.
Τον ψαρά που εκείνη την ώρα μπάλωνε τα δίχτυα του.
Τον πλανόδιο που πουλούσε μαλλί της γριάς.
Τα επιβλητικά πέτρινα αρχοντικά, με τις μικροσκοπικές βεράντες τους που, θαρρείς, πως άγγιζαν τη θάλασσα.
Τους λιγοστούς πελάτες που απολάμβαναν το καφέ τους ή το παγωμένο υποβρύχιό τους.
Ακόμη και τον ουρανό κοίταξες, λες και τόσο καιρό στο καράβι δεν είχατε μοιραστεί ατέλειωτες ώρες συντροφιάς. «Αλλιώτικος ο ουρανός αν τον βλέπεις από τη θάλασσα κι αλλιώτικος της στεριάς», έτσι μου είπες κάποια μέρα, σε μια από τις βόλτες μας, που κατέληγαν στο παγκάκι της παραλίας. Κι ανάμεσα σ’ όλα αυτά.
Οι αγκαλιές.
Τα φιλιά.
Τα κλάματα.
Τα καλωσορίσματα.
Για σένα, όμως, κανείς. Για σένα ούτε μια αγκαλιά, μήτε ένα χάδι. Πού είναι οι δικοί σου; Γιατί κανείς δεν ήρθε να σε προϋπαντήσει; Γιατί μια αγκαλιά για σένα δεν υπάρχει;
Σε ακολούθησα με τη ματιά μου μέχρι που έφτασες και κάθισες στο παγκάκι. Χαμένος στις σκέψεις σου, θαρρείς και πάλευες με τα φαντάσματά σου. Το τσιγάρο που άναψες δεν κατάφερε να διώξει το βάρος της ψυχής σου. Από τόσο μακριά δεν έβλεπα αλλά είμαι σίγουρος πως τα μάτια σου θα είχαν δακρύσει. Το κατάλαβα από τις κινήσεις σου, από το καμπούριασμα της πλάτης σου, από την παραίτηση που έδειχνε το σώμα σου. Εμείς τα σκυλιά καταλαβαίνουμε πράγματα, που εσείς οι άνθρωποι τα προσπερνάτε. Τότε ήταν που αποφάσισα να έρθω κοντά σου. Σε πλησίασα αθόρυβα και στάθηκα δίπλα σου. Όταν γύρισες και με κοίταξες, κατάλαβα πως είχα δίκιο. Τα δάκρυά σου είχαν ποτίσει τα σκληρά χαρακτηριστικά του προσώπου σου. Συναντήθηκαν οι ματιές μας για λίγα λεπτά και σήκωσες το χέρι να με χαϊδέψεις. Πόσο καιρό, ίσως και χρόνια, είχα να νιώσω ανθρώπινο χάδι πάνω μου, μέσα μου…
Κοίταξες και πάλι τη θάλασσα. Η θάλασσα… Πάντα και παντού αυτή! Όταν τα δάκρυα στέγνωσαν, γύρισες και μου είπες: «πεθύμησα τσίπουρο στον καφενέ του Στρατή. Σήκω, πάμε».
Αμέτρητες οι βόλτες μας. Χωρίς τελειωμό τα παιχνίδια μας. Απίστευτα και θαυμαστά τα όσα μου είπες. Όλα τα θυμάμαι. Ακόμη και τα ονόματα από τα λιμάνια που έπιασες. Ήσουν ο δάσκαλός μου και ήμουν ο μαθητής σου. Πόσο περήφανος θα ήσουνα, αν ήξερες πως όλα όσα μου είχες πει, τα θυμάμαι ακόμη και τώρα μετά από τόσα χρόνια.
Και μετά χάθηκες…
Τα νέα έφτασαν μαύρα στο νησί. Οι λέξεις φτωχές, μετρημένες.
Κακοκαιρία.
Κακοί χειρισμοί.
Ελλιπής συντήρηση.
Φωτιά στο μηχανοστάσιο.
Ναυάγιο.
Νεκροί.
Ο ουρανός μαύρισε. Μαύρισαν οι άνθρωποι, μαύρισε και η ψυχή μου. Οι μέρες μου έγιναν γκρίζες, ακόμη κι αν είχε ηλιοφάνεια. Οι νύχτες με πνίγανε και έγιναν ατέλειωτες. Κι εγώ εκεί στην άκρη της θάλασσας, δίπλα στο παγκάκι που μου χάρισες το πρώτο σου χάδι, να σε περιμένω να φανείς, χρόνια τώρα. Με βροχές και με χιόνια. Με κρύο και με ζέστη.
Εκεί. Στην άκρη της θάλασσας.
Η θάλασσα…
Πάντα και παντού…
_
γράφει η Μαρία Παπαπαναγιώτου
“Κι εγώ εκεί στην άκρη της θάλασσας, δίπλα στο παγκάκι που μου χάρισες το πρώτο σου χάδι, να σε περιμένω να φανείς, χρόνια τώρα. Με βροχές και με χιόνια. Με κρύο και με ζέστη. Εκεί. Στην άκρη της θάλασσας.”
Θα βούρκωνα έτσι κι αλλιώς, είναι τόσο τρυφερό, γλυκό και γεμάτο καημό το τραγούδι της καρδιάς του σκυλάκου…
Πόσο μάλλον που είναι γνωστή η αδυναμία και η αγάπη μου γι αυτά τα υπέροχα πλάσματα – τους αδέσποτους περιπλανώμενους “Μούργους”!
Συγχαρητήρια, Μαρία μου! Και σ’ ευχαριστώ!
Γλυκό, τρυφερό, σε πλημμυρίζει από συναισθήματα κι αφήνει ένα δάκρυ στην άκρη των βλεφάρων. Συγχαρητήρια Μαρία!