Είμαι έτοιμη να ανοιχτώ συναισθηματικά; Δεν είμαι έτοιμη να δέσω τα κορδόνια μου. Αν χρειαστεί, θα τρέξω με γυμνά πόδια πατώντας πάνω σε αιχμηρά γυαλιά, σπασμένα από τα χέρια μου, για να ξεφύγω από μένα. Τις νύχτες μου φαίνεται αστείο παρά τραγικό, το πως η φωνή μου ξεχάστηκε και ας τσίριζα και το πως η όψη μου μαράθηκε κι ας πότιζα.
Είμαι έτοιμη να δεχθώ μία χαρά; Δεν είμαι έτοιμη να πλύνω το πρόσωπο μου. Τα μάτια μου δεν δακρύζουν άλλο, τα μαλλιά μου κρέμονται σαν τις κλωστές στο βάζο με τα ραφτικά στο πατρικό μου. Όλες οι πόρτες μου είναι κλειδωμένες, σφραγισμένες, κωμικά απομονωμένες. Τις νύχτες νιώθω σαν να αποκοιμήθηκα σε μία βάρκα στην ακτή και να ξύπνησα στην μέση του πελάγους.
Προσπαθώ να νιώσω. Όταν σκίζονται τα χείλη μου απ’ το κρύο, τα πιέζω. Όταν ανακαλύπτω γρατσουνιές στα πόδια μου, τις ανοίγω. Όταν ακούω μουσική, την λυπητερή επιλέγω. Όταν λούζομαι, το νερό καίγεται μπροστά στα μάτια μου.
Προσπαθώ να ζήσω, μα δεν τα καταφέρνω. Όταν η ζωή περνάει από μπροστά μου, δεν με χαιρετά. Όταν η μυρωδιά είναι δική μου, δεν την προτιμώ. Όταν τα αστέρια φέρουν κείμενα με εμένα πληγωμένη, δεν κοιτώ τον ουρανό.
Κάθε μέρα περπατώ, μα τα βήματα ολοένα και βαραίνουν. Από το εικοστό σκαλί, γυρνώ στο δέκατο έκτο. Και αγκαλιάζω χαρτιά με γραμμένα δικά μου λόγια. Ύστερα τα τσαλακώνω. Μα στο τέλος καταλήγω να τα κρεμώ στους τοίχους.
Ένα ροδοπέταλο που μαύρισε. Μια μελωδία που ξεχάστηκε. Μια ταινία που δεν φτιάχτηκε ποτέ, γιατί κανείς δεν νοιάζεται για το βιβλίο. Βιβλίο βγαλμένο από τα χρόνια μου, που όλο πληθαίνουν και με τρομάζουν. Με τρομάζει η ασχήμια τους και οι μακάβριοι τρόποι τους.
Είμαι έτοιμη να δείξω αυτό που κρατώ; Δεν είμαι έτοιμη να γράψω το όνομα μου. Το μυαλό μου ας ξεχάσει, το αίμα στις φλέβες μου ας θυμάται. Το παρελθόν μου, όσο στραβό και πληγωμένο, ας καταλήξει σε μία ευθεία και ήρεμη γραμμή που συνδέεται με το παρόν. Και τα αστέρια ας θυμηθούν ότι δικό τους παιδί είμαι. Κι αξίζω κι εγώ λίγη στοργή.
_
γράφει η Ιωάννα Σμικρού
0 Σχόλια