Η παλατινή ανθολογία αποτελεί ίσως την πλουσιότερη ελληνική ποιητική συλλογή από την αρχαιότητα μέχρι τον Ι’ αιώνα μ.Χ. Χάρη σε αυτήν, άλλωστε, έχουμε έναν θησαυρό που διέσωσε σε βάθος αιώνων -από τη συγγραφή της- λυρικές συνθέσεις των αρχαίων χρόνων, αρχαϊκών, κλασικών και ύστερων. Πρόκειται σίγουρα για έναν από τους μεγαλύτερους πολιτιστικούς θησαυρούς που βρέθηκαν ποτέ, που με την επιρροή του διαμόρφωσε την ποίηση μέχρι και τις ημέρες μας.
Και μολονότι όπως σημειώνει και ο ποιητής και μεταφραστής Ι. Ν. Κυριαζής «η Παλατινή Ανθολογία έμεινε εν πολλοίς ανέγγιχτη από την εκπαιδευτική διαδικασία και η τολμηρή της θεματολογία πιθανόν την κράτησε μακριά από τη σχολική ρουτίνα», αξίζει να σημειώσουμε ότι τα τελευταία χρόνια, πολλοί μεταφραστές άρχισαν να φέρνουν στο ευρύτερο κοινό το πλούσιο υλικό της. Μόνο η ηλεκτρονική βάση του biblionet έχει περίπου 60 καταχωρήσεις πάνω στην παλατινή ανθολογία με μελέτες και μεταφράσεις.
Αυτό το θησαυρό φέρνει στη σύγχρονη παραγωγή με επιτύμβια επιγράμματα ναυαγών και η Τασούλα Καραγεωργίου με τη μεταφραστική συλλογή «ναυαγού τάφος ειμί» (Γαβριηλίδης, 2016). Στις ναυαγισμένες σελίδες της Μεσογείου με τις εκατόμβες θυμάτων που παρασύρθηκαν στο βυθό της ή τα -αρχαία και νεότερα- κενοτάφια σε νησιά, η συλλογή αποτείνει το δικό της φόρο τιμής στην ίδια την ποίηση των ναυαγών.
Σε μία θαλασσοβρεγμένη χερσόνησο, όπως η ελληνική, ούτε τα ναυάγια είναι κάτι σπάνιο ούτε ο θρήνος. Και ακριβώς τα ανθολογημένα επιγράμματα μοιάζουν συχνά τόσο με τα πρώιμα ναυτικά μοιρολόγια, που παραδίδουν μία ολοκληρωμένη εικόνα της αρχής της εξέλιξης του νησιωτικού μοιρολογιού.
Η Καραγεωργίου ξεπερνά τη στενή λογική της φιλολογικής μετάφρασης και αναζητά μία σύγχρονη ποιητική έκφραση, μένοντας όμως πίστη στο πρωτότυπο κείμενο. Η μεταφραστική της προσέγγιση στιχουργικά εγκαταλείπει τη συνήθη επιγραμματογραφή και ακολουθεί τη σύγχρονη ελευθερόστιχη απόδοση, με ανισοσύλλαβες στίχους. Έτσι, φαντάζει πολύ ενδιαφέρουσα η στροφή προς το επίγραμμα, ένα είδος που έχει εγκαταλειφθεί στα ελληνικά γράμματα.
Και μεταφραστικά μοιάζει να ενεργεί περισσότερο ως ποιήτρια παρά ως φιλόλογος. Η επιλογή των λέξεων γίνεται με βάση το συναισθηματικό ισοδύναμο της αρχαίας λέξης κι όχι με την αυστηρή φιλολογική μεταφραστική ματιά. Ταυτόχρονα, δε, η δημιουργός -στο τέλος του βιβλίου- παραθέτει έναν πλούσιο κατάλογο υποσημειώσεων για τα ανθολογημένα επιγράμματα ή τους επιγραμματοποιούς, συμπληρώνοντας με φιλολογικά σχόλια την εικόνα για την αρχαία λυρική ναυτική θρηνωδία.
Και αξίζει να σημειώσουμε ότι τότε τα επιγράμματα, επειδή ακριβώς αναφέρονται σε υπαρκτά πρόσωπα και καταστάσεις, δίνουν μία ενδιαφέρουσα εικόνα της ναυτικής ιστορίας του τόπου. Ψαράδες με τράτες, έμποροι σε φορτηγά ή βάρκες δείχνουν ακριβώς το πλήθος της θαλασσινής δράσης των Ελλήνων. Παράλληλα, με τη χαρακτηριστική λυρική λιτότητα περιγράφονται και οι συνθήκες των ναυαγίων, θυμίζοντας ακόμα και σήμερα την επικινδυνότητα της Μεσογείου που αγκαλιάζει μέσα της χιλιάδες ανθρώπους κάθε χρόνο.
0 Σχόλια