Η Μυρτώ είναι μια κοπέλα που ζει ένα καλοκαίρι διαφορετικό από τα άλλα. Απολύεται από τη δουλειά της ως αρχιτέκτων και βρίσκει δουλειά ως ρεσεψιονίστ σε ξενοδοχείο στη Μήλο. Με συντροφιά τον Ελύτη, τον υπέροχο ψυχικό της κόσμο και τους καινούργιους ανθρώπους που θα γνωρίσει στο νησί η Μυρτώ ανασυγκροτείται, μεταμορφώνεται, ωριμάζει, αλλάζει σχέδια και κατευθύνσεις, απόψεις και νοοτροπία. Αξιοπρεπέστατο μυθιστόρημα, διαχρονικό και τρυφερό, άμεσο και αληθινό, ουσιαστικό και πηγαίο, ρομαντικό και τραγικό, περιπετειώδες και κοινωνικό.
«Η παρέα με τον Ελύτη» με ταξίδεψε παντού, από το μπλε του Αιγαίου ως το ουράνιο τόξο της ανθρώπινης ψυχής, από τα γάργαρα και ιδιαίτερα γέλια των παιδιών στο δάκρυ του θανάτου, από τα ταξίδια με το ΚΤΕΛ στον προορισμό της καρδιάς. Ρομαντικό όσο πρέπει, κοινωνικό όσο χρειάζεται, αληθινό όσο λίγα. Η πένα της ταλαντούχας συγγραφέως με ταξίδεψε, με έκανε να σκεφτώ πολλά πράγματα, με μετέφερε στη Μήλο, με το ηλιοβασίλεμα και τα σουβλάκια του Γιάγκου, μου φωτογράφισε ανθρώπινες οικείες στιγμές που προσπερνώ τόσο βιαστικά, έχοντάς τες δεδομένες στον οπτικό μου ορίζοντα, και μου τις έδωσε στις σωστές τους διαστάσεις. Δε δίστασα να δακρύσω, δε σταμάτησα να γελάω, δεν ήθελα να το τελειώσω. Αχ, αυτοί οι έρωτες, η αγάπη, το εμείς, πόσο όμορφα, γνήσια, αληθινά και αυθεντικά, ικανά να γεμίσουν την καθημερινότητα με φως ανέσπερον!
Και κει ανάμεσα στα δέντρα των λέξεων που έσπειρε με μαεστρία η Μαριλένα Παππά, να χαϊδολογιέται και να μουρμουρίζει το κύμα των λέξεων του Ελύτη, αναπόσπαστο κομμάτι του τόπου και των καταστάσεων που διάβασα. Το βιβλίο δε βασίζεται στον Ελύτη, ούτε εκμεταλλεύεται το όνομά του για να προσελκύσει αναγνώστες, χαρίζοντάς τους στο τέλος μια πικρία ότι ξεγελάστηκαν. Η γραφή είναι στιβαρή, η σύνταξη ορθότατη, το λεξιλόγιο πλούσιο, τα συναισθήματα άφθονα. Δύσκολα μπορούν να συνυπάρξουν στον ίδιο χώρο ένα Νόμπελ και μια πρωτοετής, όμως η πρωτοετής αυτή κοπέλα έχει σταθεί άξια δίπλα του, έχει διαλέξει με επιμονή και υπομονή τις κατάλληλες λέξεις και απλώς είναι ένα καλλικέλαδο βοηθητικό όργανο στην παρτιτούρα του μεγάλου ποιητή. Σύντομα θα ανοίξει τα δικά της φτερά και οι οκτάβες της θα είναι ευήκοες!
Η Μαριλένα Παππά είναι ένα νέο κορίτσι και αυτό ακριβώς μας αφηγείται: τα δικά της συναισθήματα, τον κόσμο με τα δικά της μάτια, τους φόβους της, την ανάγκη και την επιθυμία για έρωτα, τα σχέδιά της για το μέλλον οποιουδήποτε νέου σε αυτήν τη χώρα. Το κάνει όμως με πολύ καλό τρόπο γραφής που με άγγιξε από την πρώτη σελίδα και με έκανε να νιώσω δικός της άνθρωπος. Η ιστορία της Μυρτώς είναι πολυεπίπεδη, δεν καταφεύγει σε εύκολες λύσεις, δεν έχει κενά και χασμωδίες. Είναι γεμάτη ανατροπές καθημερινές, κατ’ επίφασιν απλές αφού η ζωή ποτέ δε μένει ίδια μετά από γεγονότα και εξελίξεις. Εξισορροπούνται με παραδειγματικό τρόπο όλα τα συστατικά ενός καλού μυθιστορήματος που ακροβατεί ανάμεσα στο ερωτικό, το ποιητικό και το κοινωνικό. Λέξεις, συναισθήματα, στιγμές, εκπλήξεις! Ίσως κάποιους να τους ξενίσει η υπερβολική χρήση του τυχαίου στην εξέλιξη της ιστορίας αλλά έτσι δεν είναι και η αληθινή ζωή; Κανείς δεν ξέρει τι θα αντικρίσει στη στροφή της επόμενης ημέρας! Τέλος, το μυθιστόρημα ήταν τόσο καλογραμμένο που αγνόησα τα πολλά τυπογραφικά λάθη του βιβλίου.
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«Αυτό είναι που μας κάνει τόσα χρόνια να κυνηγάμε την αγάπη. Το ένα, το όλον. Γιατί τα χέρια μας φτιάχτηκαν για να αγκαλιάζουν, αλλιώς ποιος άλλος λόγος θα υπήρχε να λυγίζουν, να ενώνονται και να σχηματίζουν κύκλους;» (σελ. 33).
«Να, για κάτι τέτοιες βραδιές φτιάχτηκαν οι ήχοι από τα τριζόνια και τ’ αστέρια στους ουρανούς. Να, για κάτι τέτοιες βραδιές αξίζει κανείς να ζει. Για κατι τέτοιες βραδιές πέφτεις ανάλαφρος στο κρεβάτι σου, τόσο που νιώθεις ότι το σώμα σου αιωρείται πάνω από τα σεντόνια και χαμογελάς χωρίς να ξέρεις γιατί. Και το σώμα σου δεν θέλει πια να ξεκουραστεί αλλά μόνο να ξαναπαίζει στο μυαλό του τις ίδιες και τις ίδιες αυτές βραδιές. Κι είναι τότε που η σκέψη σου ταξιδεύει στη σκέψη του άλλου και το μόνο που σε απασχολεί είναι αν κι εκείνος χαμογελά για σένα αυτήν τη στιγμή» (σελ. 65).
«Και καμιά φορά γελάμε τόσο, σαν να ξορκίζουμε το τέλος. Ή μάλλον σα να του δείχνουμε ότι η ζωή είναι πιο σημαντική από οποιοδήποτε τέλος έρθει. Κι αυτό με κάνει να χαμογελάω…Όση θλίψη κι αν έχει κανείς στην καρδιά του, πάντα η ζωή σου δίνει κίνητρα να χαμογελάσεις» (σελ. 83).
«Η αλήθεια είναι το μεγαλύτερο προσόν που έχουμε ως λαός. Δεν έχουμε ιδέα τι θα πει να «κρατάμε τους τύπους» αλλά δε με νοιάζει… Είμαι περήφανη που είμαι φτιαγμένη από Ελλάδα» (σελ. 89).
«Βγαίνουν έξω και λένε αυτές τις καθημερινές κουβέντες που κανείς δε συγκρατεί ποτέ ως στιγμές. Κι είναι αυτές όμως που καταλαμβάνουν τον περισσότερο χρόνο από τη ζωή μας. Οι καλημέρες και οι καληνύχτες, οι βλακείες που λέμε με φίλους μας τα βράδια, τα φλερτ και τα πειράγματα… Αυτή είναι η ζωή. Κι αν βρεις κάποιον να μπορείς να του λες αυτά που συμβαίνουν γύρω σου, αυτό είναι ευτυχία. Έτσι απλά» (σελ. 91).
«Αυτά τα «γεια, τα λέμε», δεν τα πιστεύω. Στη ζωή μας κρατάμε λίγους, ελάχιστους για να τα λέμε κι οι υπόλοιποι που συναντιόμαστε τυχαία σε κάποιο σταυροδρόμι της ζωής, είναι απλά ένας λογος να μελαγχολούμε. Οι άνθρωποι συνεχίζουν στο μέλλον αλλά ένα κομμάτι τους γίνεται ξαφνικά το δικό μας παρελθόν» (σελ. 111).
«Αχ, πόσο ευχήθηκα να ήμουν ακόμα παιδί… Και να βολτάρω σε όλους τους δρόμους αδιαφορώντας για οποιονδήποτε κίνδυνο, για οποιοδήποτε πρόβλημα, να γελάω ανέμελη και μπουκωμένη με μουσταλευριά και να έχω τους γονείς μου να ανησυχούν γι’ αυτές τις λεπτομέρειες» (σελ. 136).
0 Σχόλια