«Πόσο μάταιο είναι να κάθεσαι να γράψεις, όταν δεν έχεις σηκωθεί να ζήσεις!»
Χ. Ντ. Θορώ (1817-62)
Είχε καιρό να το δει. Τι καιρό; Χρόνια! Λες και ξαφνικά σάλεψαν μέσα του εικόνες κοιμισμένες, πεσμένες σε λήθαργο, μακρινές μα ταυτόχρονα τόσο οικείες, τόσο κοντινές. Μελανό, δωρικό, απόλυτο, περιέγραφε την κυκλική του ρότα και σφιχταγκάλιαζε το ανοιχτόχρωμο ύφασμα, δημιουργώντας τέλεια αντίθεση. Περιβραχιόνιο πένθους… Ο κάτοχός του, κι αυτός βγαλμένος από περασμένες δεκαετίες, γηραιός, σοβαρός μα όχι βλοσυρός. Γκρίζο παντελόνι, ανοιχτό ριγέ καλοκαιρινό πουκάμισο, με τη μελανή κορδέλα περασμένη στο δεξί του μπράτσο, προσεγμένο μουστάκι και καλοχτενισμένα μαλλιά με παλιομοδίτικη χωρίστρα, κι αυτή στα δεξιά. Περπάταγε στητός, μα σα να τον βάραιναν τα βήματα, σα να δίσταζε να προχωρήσει. Χήρος; Χαροκαμένος γονιός; Ποιος ξέρει τι άραγε να του είχε κληρώσει η θανατερή ρουλέτα που με αφέλεια αποκαλούμε ζωή.
Θυμόταν κάτι υπερήλικες θείους να το φοράνε πάντα στις οικογενειακές κηδείες, δεν ήξερε πως ακόμα κάποιοι επιμένουν σ’ αυτήν τη διακριτική εκδήλωση πόνου. Οι πλερέζες έπαψαν να είναι του συρμού κοντά έναν αιώνα τώρα. Αυτό το μικρό, όμως, κομμάτι πένθους ακόμα φοριέται πεισματικά από κάποιους πενθούντες. Οι γυναίκες άραγε γιατί δεν το φορούν; Ίσως, λέω ίσως, καθώς δεν είμαι βέβαιος, γιατί ταιριάζει περισσότερο στην ανδρική ιδιοσυγκρασία, αν και δεν πιστεύω σε τέτοια στερεότυπα. Ίσως, λέω και πάλι, ίσως, γιατί ο πόνος των ανδρών είναι περισσότερο βουβός. Δεν ξέρω, πράγματι δεν μπορώ με βεβαιότητα να πω γιατί με συγκίνησε το κομματάκι αυτό υφάσματος πάνω στο μπράτσο του ηλικιωμένου άνδρα. Μάλλον γιατί μου θύμισε τις δικές μου απώλειες αγαπημένων προσώπων σε τρυφερή ηλικία, τότε που η λέξη θάνατος περιείχε το αδιανόητο. Τότε που έλεγαν οι γονείς στα μικρά αγόρια να γίνουν εν μια νυκτί άνδρες και να μην κλαίνε μπροστά στη γιαγιά και τη στενοχωρήσουν. Τότε που μια πολυθρόνα φάνταζε άδεια, και το δωμάτιο που κάποτε αντηχούσε από τα γέλια ξαφνικά γινόταν πνιγηρό και ξένο. Τότε που ένα μαύρο περιβραχιόνιο πένθους έμοιαζε με μελανή χαίνουσα πληγή στο μπράτσο των πενθούντων.
ΟΜΡΦΟΓΡΑΜΜΕΝΟ… ΠΡΟΣΕΓΜΕΝΟ…
Αυτή η λωρίδα υφάσματος στο μπράτσο, θύμησε και σ’ εμένα την απώλεια αγαπημένων μου προσώπων , της γιαγιάς και του παππού , καθώς επίσης και την σπουδή με την οποία φρόντιζαν οι θείοι μου και ο πατέρας μου να μην ξεφεύγει ούτε εκατοστό από το κοντό δεξί μανίκι… Σήμερα ελάχιστοι το φορούν το μαύρο περιβραχιόνιο … Σημείο των καιρών μας κι αυτό…! Λήθη παντού…
ΜΠΡΑΒΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕ!!!
Πραγματικότητα που όλοι ζήσαμε λίγο έως πολύ και που κατάφερες με την ακρίβεια στο λόγο σου και την απαραίτητη λεπτομέρεια να ξαναζωντανέψεις. Συγχαρητήρια, Αλέξανδρε!