Το κέντρο βάρους του έργου εστιάζεται επάνω στην έννοια της δικαιοσύνης. Ο Σωκράτης, ένθερμος υπερασπιστής της δικαιοσύνης, διατείνεται ότι ο άνθρωπος που διάγει βίο δικαίου είναι ευτυχής, ευδαίμων και ενεργεί σύμφωνα με το συμφέρον του. Δέχεται όμως από τους συνομιλητές του έναν καταιγισμό αντιρρήσεων και αμφισβητήσεων. Αρχικά εισέρχεται στη συζήτηση ο σοφιστής Θρασύμαχος, χειμαρρώδης, απόλυτος και κυνικός. Η δικαιοσύνη λέει, δεν είναι τίποτα παραπάνω από το δίκαιο του ισχυρού (ΤΟ ΤΟΥ ΚΡΕΙΤΟΝΟΣ ΣΥΜΦΕΡΟΝ). Οι ισχυροί εκμεταλλεύονται τους αδύναμους. Είναι πανεύκολο να το διαπιστώσουμε στην καθημερινή πρακτική, μόνο οι τυφλοί δεν το βλέπουν. Οι ισχυρές πόλεις υποδουλώνουν τις πιο αδύναμες, αδιαφορώντας για αρχές και δίκαια. Οι άρχοντες νομοθετούν πάντα με γνώμονα να ισχυροποιήσουν τη θέση τους. Ακόμη και στη φύση, έννοιες όπως δικαιοσύνη είναι ξένες και άγνωστες. Υπάρχει το συμφέρον και η θέληση του ισχυρού και ο αδύνατος που νομοτελειακά υποτάσσεται. Τα πράγματα κατά τον Θρασύμαχο είναι απλά και ξεκάθαρα: Ο ισχυρός, που κατά κανόνα είναι και άδικος, είναι ευδαίμων, ενώ ο ανίσχυρος που υφίσταται τις αδικίες είναι δυστυχής.
Ο Σωκράτης αποκρούει σχετικά εύκολα την ορμητική επίθεση του Θρασύμαχου. Πράγματι, συμφωνεί ότι ο ισχυρός θα ταυτίσει το δίκαιο με το ατομικό του συμφέρον και θα το επιβάλλει, αλλά αυτό μπορεί να γίνει μόνο σε βραχύ χρονικό ορίζοντα. Η κατάφωρη αδικία εξεγείρει, προκαλεί επανάσταση. Από το σημείο αυτό και ύστερα, η ανατροπή του ισχυρού είναι θέμα χρόνου. Διότι οι δυνατοί είναι λίγοι και οι αδύνατοι πολλοί. Εάν λοιπόν κάποιος προκαλέσει με τις αυθαιρεσίες του και την κατάχρηση εξουσίας το κοινό αίσθημα δικαίου, είναι σαν να βάζει από μόνος του τίτλους τέλους στην κυριαρχία του. Διότι οι άνθρωποι που θεωρούνται άδικοι συσσωρεύουν ενάντιά τους οργή και μένος. Ο κόσμος εκτιμά και υπολήπτεται τους δίκαιους. Οι δίκαιοι αποκομίζουν πολλαπλά πλεονεκτήματα και εισπράττουν τη γενική εκτίμηση και αποδοχή, την οποία οφείλουν στην καλή τους φήμη. Διότι ο κόσμος κατά βάθος γνωρίζει ότι η δικαιοσύνη είναι αρετή και η αδικία κακία.
Μετά από αυτά όμως, ανακύπτει ένα νέο θεμελιώδες ερώτημα: Εάν όλα τα οφέλη της δικαιοσύνης πηγάζουν από την έξωθεν καλή μαρτυρία του ατόμου, τότε συμφέρει σε κάποιον να είναι πραγματικά δίκαιος ή είναι προτιμότερο να υποκρίνεται πως είναι; Διότι, εάν κάποιος κάνει τις ατιμίες του στα κρυφά και ταυτόχρονα καλλιεργεί και συντηρεί την εικόνα του δικαίου προς τα έξω, τότε βγαίνει διπλά κερδισμένος. Από τη μία, λόγω του προσωπείου του έντιμου, χαίρει της εκτίμησης και της αποδοχής των άλλων και από την άλλη καρπώνεται τα οφέλη από τις αδικίες που παρασκηνιακά διαπράττει.
Ο Σωκράτης αδυνατεί να αντικρούσει πειστικά τα επιχειρήματα των δύο αδελφών του Πλάτωνα, Γλαύκωνα και Αδείμαντου, που υποστηρίζουν ότι εκείνο που έχει αξία είναι το «φαίνεσθαι» και όχι το «είναι» όσον αφορά τη δικαιοσύνη. Προσπαθεί να τους πείσει ότι η δικαιοσύνη είναι απαραίτητη για τη συλλογική προσπάθεια, γιατί εάν η λειτουργία μιας ομάδας ατόμων διέπεται από νόμους και αρχές άδικους, τότε μέσα στους κόλπους της ομάδος αυτής δημιουργούνται έριδες και προστριβές και αυτόματα η καθίσταται αναποτελεσματική και ανίκανη να φέρει εις πέρας τον σκοπό της. Ακόμη και ένας στρατός που στόχο του έχει μια άδικη επιβολή και κατάκτηση εδαφών που δεν του ανήκουν, απαρτίζεται από μέλη που φέρονται μεταξύ τους με τρόπο δίκαιο. Το ίδιο και μια συμμορία ληστών που ετοιμάζονται να κλέψουν και να σκοτώσουν. Ο ένας στον άλλον φέρονται έντιμα. Αλλά πέρα από το σύνολο, η διαβρωτική δύναμη της αδικίας μπορεί να επιδράσει και στο ίδιο το άτομο. Έτσι, ο άδικος άνθρωπος βιώνει μια διαρκή εσωτερική δυσαρμονία, βρίσκεται σε διαμάχη με τον ίδιο του τον εαυτό, είναι διχασμένος και αποδυναμωμένος. Επομένως, ο σωστός, ο συμφέρων και ο ωφέλιμος τρόπος είναι ο δίκαιος.
Παρά ταύτα όμως, δεν πείθει επαρκώς τους συνομιλητές του. Αυτοί θέλουν να γνωρίζουν αν η δικαιοσύνη ωφελεί το ίδιο το άτομο που τη φέρει ή τους άλλους, είναι δηλαδή αγαθό «ίδιον» ή «αλλότριον». Γιατί, στην περίπτωση που ισχύει το δεύτερο, είναι λογικό να εκτιμούμε τους δίκαιους ανθρώπους και να επιδιώκουμε τη συναναστροφή μαζί τους, προκειμένου για τους εαυτούς μας όμως, καθόλου δεν θα επιθυμήσουμε να υποθάλψουμε και να καλλιεργήσουμε τη δικαιοσύνη μέσα μας, αντίθετα θα θέλουμε να την αποδιώξουμε, σαν ένα δυσβάσταχτο φορτίο. Άλλωστε, αν η δικαιοσύνη ήταν αγαθό, όπως η δύναμη ή ο πλούτος για παράδειγμα, όλοι θα την επεδίωκαν αυτοβούλως και δεν θα χρειάζονταν νόμοι και ηθικές που προσπαθούν, συχνά ανεπιτυχώς, να την επιβάλλουν. Ουσιαστικά, λέγει ο Αδείμαντος, η δικαιοσύνη σε τίποτα δεν ομοιάζει με μια μεγαλειώδη αρετή. Πρόκειται απλά για μια σύμβαση, για μια συνθήκη των αδυνάτων που καταφεύγουν σε αυτή, λόγω της αδυναμίας τους τόσο να αποκρούσουν τις αδικίας των άλλων, όσο και να ωφεληθούν εις βάρος αυτών. Οι άξιοι, οι ισχυροί και ανδρείοι όμως, θα ήταν ανόητοι, εάν αποδεχόντουσαν μια τέτοια σύμβαση στη ζωή τους.
Ο Σωκράτης αν και μέσα του είναι απόλυτα σίγουρος τόσο για την υπεροχή της δικαιοσύνης, όσο και για το ότι ο δίκαιος άνθρωπος είναι και ο πιο ευδαίμων, αδυνατεί να το εκφράσει ξεκάθαρα και παραδέχεται ότι αποτυγχάνει να πείσει το ακροατήριό του. Για να είναι ειλικρινής, δυσκολεύεται ακόμη και να δώσει ακριβή ορισμό της έννοιας δικαιοσύνη. Τότε είναι που κάνει το μεγάλο άλμα. Μεταφέρει δηλαδή, την ανάλυση του ζητήματος από τον μικρόκοσμο του ατόμου στον μακρόκοσμο της πολιτείας.
Η πολιτεία δηλαδή έχει ένα πλήθος αναγκών που αντιστοιχών στις ανάγκες των επιμέρους ατόμων που την απαρτίζουν και αφορούν την οίκιση, τη σίτιση, την ένδυση, τη διακυβέρνηση, την άμυνα, τη μόρφωση, την αισθητική καλλιέργεια και τη διασκέδαση αυτών. Για να καλυφθούν οι απαιτήσεις αυτές, είναι αναγκαία μια ισοβαρής κατανομή των διαφόρων εργασιών στους πολίτες. Πώς όμως θα γίνει η κατανομή αυτή; Κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ο καθένας να εκτελεί εκείνο το είδος της εργασίας, για το οποίο είναι προικισμένος από τη φύση με κάποιες ιδιαίτερες ικανότητες. Συγκεκριμένα, οι γενναίοι και δυνατοί θα αποτελέσουν τον στρατό της πόλης, όσοι έχουν έφεση στις συναλλαγές και τους υπολογισμούς θα γίνουν έμποροι, οι έχοντας δεξιοτεχνία στις κατασκευές θα γίνουν τεχνίτες και ούτω καθεξής. Όταν κάθε πολίτης κάνει την εργασία που του ταιριάζει και μόνο αυτή, τότε η πολιτεία είναι ένας εύρυθμος, αρμονικός και υγιής μηχανισμός. Ακριβώς αυτό καλείται δικαιοσύνη. Το να πράττει κάποιος σύμφωνα με τη ροπή του, την κλίση του και το ταλέντο του, να κάνει δηλαδή τα πράγματα του εαυτού του (τα αυτώ πράττειν). Η αντίθετη κατάσταση της αλλοτριοπραγμοσύνης (να ασχολείται κάποιος με δουλειές άλλων) και της πολυπραγμοσύνης (να καταπιάνεται ταυτόχρονα με πολλά), συνιστά την αδικία. Σε μια υγιή και δίκαιη πολιτεία λοιπόν, ο κάτοχος της γεωργικής τέχνης είναι γεωργός, ο γνώστης της ναυτιλίας είναι ναυτικός και οι κυβερνήτες είναι σώφρονες, ενάρετοι και σοφοί. Από την άλλη πλευρά, σε μια πολιτεία που νοσεί, οι άρχοντας είναι αλαζόνες, άδικοι και παρασυρμένοι, ενώ την απληστία τους θέλουν να είναι παράλληλα και γαιοκτήμονες. Ταυτόχρονα κάποιοι άλλοι, κάποιοι έμποροι για παράδειγμα, τυφλωμένοι από τη δύναμη του πλούτου που απέκτησαν, θέλουν να αποκτήσουν λόγο σε ζητήματα διοίκησης της πόλης.
Βλέπουμε λοιπόν, ότι κατά τον Σωκράτη, δικαιοσύνη είναι να ακολουθεί κάποιος τη φύση του. Μεταφερόμαστε στη σύγχρονη εποχή και φανταζόμαστε το παράδειγμα ενός νέου ανθρώπου με αγάπη και ταλέντο προς τη μουσική. Εάν αυτός δεν γίνει μουσικός, διαπράττει μια αδικία, τόσο κατά του εαυτού του, όσο και κατά των άλλων οι οποίοι στερούνται τις δυνατότητες ενός ταλέντου, που μένει ανεκμετάλλευτο. Ίσως, ο νέος αυτός στο μέλλον να ασκήσει κάποιο επάγγελμα το οποία θα του αποφέρει περισσότερα χρήματα και θα χαίρει μεγαλύτερης αποδοχής στην κρατούσα κοινωνική αξιοτίμηση, όπως γιατρός ή δικηγόρος, κατά πάσα πιθανότητα όμως, θα είναι δυστυχισμένος. Και θα είναι δυστυχισμένος, γιατί θα βιώνει κάθε μέρα μια εσωτερική πάλη, μια πάλη που θα απορρέει από την αδικία που διαπράχθηκε. Μια αδικία που συνίσταται στο ότι, ένας ταλαντούχος μουσικός με αγάπη και πάθος για τη μουσική, δεν ασχολήθηκε με αυτή, αλλά με κάτι άλλο για το οποίο δεν είχε ούτε αγάπη ούτε φυσική ροπή.
Ό,τι όμως ισχύει για κάθε άτομο μεμονωμένα, ισχύει και για τις τάξεις των ανθρώπων, οι οποίες στην ιδανική Πολιτεία του Πλάτωνα είναι τρεις: Των αρχόντων, των φυλάκων και η των εργατών. Σε μια δίκαιη πολιτεία, κάθε τάξη εκτελεί τα καθήκοντα τα οποία της αναλογούν. Έτσι, οι άρχοντες διοικούν και νομοθετούν, οι φύλακες (επίκουροι) μεριμνούν για την άμυνα της πόλης, ενώ η εργατική τάξη είναι επιφορτισμένη με την παραγωγή των αγαθών και τη διακίνηση του πλούτου. Σε μια άδικη πολιτεία η αρμονία και η ευρυθμία των ρόλων διαταράσσεται. Οι άρχοντες μπορεί να ασχοληθούν με τον πλουτισμό και την κατοχή ή την εκμετάλλευση της γης, οι εργάτες πιθανόν να θελήσουν να αναμιχθούν σε πολεμικές επιχειρήσεις ή οτιδήποτε άλλο.
Καταστήσαμε σαφές λοιπόν, το τι σημαίνει αδικία σε συλλογικό επίπεδο και πλέον δεν απομένει παρά να γίνει η αντίστροφη διαδικασία από αυτή που κάναμε στην αρχή. Τουτέστι, να μεταφέρουμε τα συμπεράσματα που είχαμε εξαγάγει από τη μελέτη της πολιτείας, στο επίπεδο του ατόμου. Αξίζει εδώ να αναφέρουμε, ότι στο βιβλίο αυτό, ο Πλάτων αρέσκεται σε εκτενείς αντιστοιχίες της πολιτείας και του ατόμου. Παραλληλίζει τον εσωτερικό κόσμο ενός ατόμου με μια πολιτεία και χωρίζει την ψυχή του σε τρία μέρη, όπως ακριβώς συμβαίνει με τις τάξεις της πολιτείας. Τα τρία μέρη της ψυχής είναι λοιπόν, το λογικό (λογισμικό), που αντιστοιχεί στην τάξη των αρχόντων, το θυμοειδές (φιλόδοξο), που αντιστοιχεί στην τάξη των επικούρων και το επιθυμητικό που αναλογεί στην εργατική τάξη. Όπως η κάθε τάξη, έτσι και κάθε μέρος της ψυχής είναι από τη φύση του προορισμένο να εκτελεί μια συγκεκριμένη λειτουργία. Το επιθυμητικό, που είναι το τρίτο, εκφράζει τον πόθο του ανθρώπου, για τις λεγόμενες κατώτερες ηδονές (το φαγητό, το πιοτό, τις ερωτικές απολαύσεις και κάθε είδους ακολασία). Στο επιθυμητικό συμπεριλαμβάνεται και η φιλαργυρία.
Το δεύτερο τμήμα της ψυχής, το θυμοειδές ή φιλόδοξο είναι υπεύθυνο για τις συγκινησιακές μας παρορμήσεις και κυρίως για τον θυμό, για της φιλοδοξίες που έχουμε και για τη φιλονικία (πάθος για τη νίκη), που εκδηλώνουμε στις διάφορες εκφάνσεις της ζωής μας.
Τέλος, το πρώτο και ανώτερο τμήμα, το λογικό ή λογισμικό, είναι υπεύθυνο για τον συντονισμό και την αρμονική λειτουργία όλης της ψυχής. Όπως οι άρχοντες της πολιτείας διοικούν τις άλλες δύο τάξεις, έτσι και η λογική πρέπει να ασκεί τον οργανωτικό της έλεγχο στα δύο άλλα τμήματα της ψυχής, το θυμοειδές και το επιθυμητικό. Να εξουσιάζει μεν αλλά όχι να καταδυναστεύει, ειδάλλως θα οδηγηθούμε σε εσωτερικές συγκρούσεις. Πράγματι, όταν οι άρχοντες είναι καταπιεστικοί και τυραννικοί, το αποτέλεσμα είναι νομοτελειακά η εξέγερση της εργατικής τάξης. Με παρόμοιο μηχανισμό, εάν η λογική καταδυναστεύει υπερβολικά τις επιθυμίες μας, θα προκληθεί εσωτερική διαμάχη, άγχος και όλη αυτή η κατάσταση που η ψυχιατρική ονομάζει νεύρωση. Είναι κάτι παραπάνω από εμφανής εδώ η επιρροή που έχει ασκήσει ο Πλάτων στον «αρχιερέα» της σύγχρονης ψυχιατρικής Freud, κάτι που ο κορυφαίος ψυχίατρος παραδέχτηκε χωρίς υπεκφυγές, Επηρεασμένος από τον Πλάτωνα, ο Freud διαίρεσε την ψυχή σε τρία μέρη, τα οποία ονόμασε υπερεγώ, εγώ και τελευταίο το υποεγώ, που κυριαρχείται από τα κατώτερα ένστικτα και επιθυμίες. Η απώθηση και καταπίεση των επιθυμιών δημιουργεί τις νευρώσεις, Οι νευρώσεις δεν υπόκεινται στον έλεγχο της λογικής, δεν τιθασεύονται από αυτή. Βλέπουμε στην περίπτωση αυτή, τη λογική να καταδυναστεύει τις επιθυμίες και αυτές να επαναστατούν, σχηματίζοντας μέσα στην ψυχή αυτόνομους αντάρτικους πυρήνες Οι πυρήνες αυτοί είναι οι νευρώσεις, οι οποίες έχουν ξεφύγει από τον έλεγχο του λογικού. Το άτομο τις αναγνωρίζει ως παράλογες, ως κάτι έξω από αυτό, αδυνατεί όμως να τις εξουσιάσει. Εύκολα θα μπορούσαμε, με μια μικρή δόση υπερβατισμού, να παρομοιάσουμε την παραπάνω κατάσταση, με ένα τυραννικό καθεστώς που εξωθεί την εργατική τάξη σε σχηματισμό επαναστατικών ομάδων που δρουν αυτόνομα.
Από την άλλη πλευρά, τα ίδια ολέθρια αποτελέσματα μπορεί να φέρει και ένα εξαιρετικά χαλαρό χαλινάρι της λογικής, στις επιθυμίες. Το επιθυμητικό είναι από τη φύση του άπληστο και αν αφεθεί ανεξέλεγκτο, έχει την τάση να υπερτρέφεται, στρέφοντας το άτομο στην ακολασία και τη χυδαιότητα. Είναι αναγκαία η παρουσία της λογικής, ξάγρυπνου φρουρού, για να το εποπτεύει και να του δίνει τον χώρο που δικαιούται, ούτε περισσότερο, ούτε λιγότερο.
Οι ίδιες αναλογίες αφορούν και το δεύτερο τμήμα της ψυχής, το θυμοειδές ή φιλόδοξο. Ένα ακρωτηριασμένο θυμοειδές καθιστά το άτομο μαλθακό, άβουλο, άθυμο, απόλεμο και εν τέλει ευάλωτο στην υποδούλωση. Μεταφέροντας τον συλλογισμό μας στο επίπεδο της πολιτείας, όταν ένα στράτευμα είναι ανεπαρκές (αναφερόμαστε στην τάξη των επικούρων), αυτόματα η πολιτεία μετατρέπεται σε εύκολη λεία για τους αντιπάλους.
Στον αντίποδα ένα γιγαντωμένο θυμοειδές ωθεί το άτομο να γίνει ακραία βίαιο, άμετρα φιλόδοξο και το στρέφει στη διαρκή διεκδίκηση και φιλονικία.
Τέλος, το πρώτο μέρος της ψυχής, το λογισμικό (η λογική) είναι εκεί όπου εδράζεται η φρόνηση και όταν αυτό λειτουργεί άρτια, τότε όλη η ψυχή συντονίζεται και διοικείται κατά τον επιθυμητό τρόπο.
Στην περίπτωση που τα τρία μέρη της ψυχής διεκπεραιώνουν κατά τον δέοντα τρόπο την αποστολή για την οποία προορίζονται, τότε μέσα στην ψυχή υπάρχει δικαιοσύνη. Το λογικό ελέγχει σωστά τα άλλα δύο μέρη της ψυχής (θυμοειδές και επιθυμητικό) και τα περιορίζει στον χώρο που δικαιούνται, χωρίς όμως να τα καταδυναστεύει. Η κατάσταση αυτή που την ονομάσαμε δικαιοσύνη της ψυχής είναι συνώνυμο της ψυχικής υγείας και ισορροπίας.
Συνεπώς, όταν διερωτώμεθα εάν ωφελούμαστε με το να φέρουμε τη δικαιοσύνη μέσα μας ή ζημιωνόμαστε, είναι το ίδιο πράγμα σαν να αμφιβάλλουμε αν είναι προς όφελός μας να έχουμε ψυχική υγεία. Ούτε έχει θέση πλέον, το ερώτημα που θέσαμε αρχικά, αν εκείνο που έχει αξία είναι να είναι κανείς πραγματικά δίκαιος ή να περνιέται για τέτοιος, γιατί όλοι μας, μηδενός εξαιρουμένου, επιθυμούμε να είμαστε αληθινά υγιείς και λίγο μας ενδιαφέρει το τι δείχνουμε στους άλλους. Γιατί είναι προφανές, δεδομένης της ταύτισης της δικαιοσύνης με την υγεία, στην οποία καταλήξαμε, ότι ωφέλιμο για το άτομο είναι να είναι υγιές, όχι μόνο να φαίνεται. Κι εφόσον ο ευδαίμων είναι ο υγιής και όχι ο άρρωστος, παρομοίως θα είναι ο δίκαιος και όχι ο άδικος.
Ο ορισμός αυτός του Πλάτωνα για τη δικαιοσύνη έχει ευρεία εφαρμογή στην καθημερινή πράξη. Πόσες φορές δεν ερχόμαστε αντιμέτωποι με άτομα, τα οποία χρησιμοποιώντας σε υπερβολικό βαθμό την πρόφαση ότι κόπτονται για το κοινό συμφέρον, χώνουν τη μούρη τους σε ξένες υποθέσεις, κρίνουν και καταδικάζουν τους άλλους, χωρίς να αποτελεί αυτό ούτε στο ελάχιστο μέρος των καθηκόντων τους; Τι συνήθως αποδεικνύεται στην πορεία; Τι άλλο από ότι τα κίνητρά τους είναι αυστηρά ιδιοτελή; Διαμαρτύρονται και κρίνουν μόνο και μόνο για να βελτιώσουν την ατομική τους θέση, το κοινό καλό το γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια. Μόλις πετύχουν αυτό που επιδιώκουν, σταματούν αυτομάτως να θίγουν τα κακώς κείμενα, η αδικία δεν τους ενοχλεί πλέον καθόλου όταν δεν γίνονται οι ίδιοι στόχος αυτής. Καθόλου σπάνια, γίνονται οι ίδιοι θύτες.
Από την άλλη μεριά, έχουμε ανθρώπους μετρημένους, οι οποίοι κοιτούν αποκλειστικά τη δουλειά τους και δεν ασχολούνται με τους άλλους, ούτε για να τους κατακρίνουν, ούτε για να τους επαινέσουν. Συχνά, αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για χαρακτήρες δίκαιους, ακέραιους και συνεργάσιμους, αν και συνηθέστατα γίνονται στόχος διαβολής, με το να τους καταλογίζουν οι άλλοι ανεπάρκεια ή αδιαφορία.
Τη διάσταση που δίνει ο Πλάτων στην έννοια δικαιοσύνη και την ταύτισή τη με την υγεία, μπορούμε να την επεκτείνουμε και σε άλλους τομείς, όπως είναι οι σωματικές λειτουργίες. Στο σώμα υπάρχει δικαιοσύνη και υγεία, όταν κάτω από τον συντονισμένο έλεγχο του εγκεφάλου, κάθε όργανο επιτελεί σωστά τη λειτουργία για την οποία είναι επιφορτισμένο από τη φύση. Καθήκον της λογικής και του εγκεφάλου είναι να επιβάλλουν σε κάθε όργανο τη σωστή λειτουργία, ώστε ούτε να υπερλειτουργεί, ούτε να υπολειτουργεί. Τι γίνεται όμως, όταν παρακαμφθεί ο έλεγχος της λογικής και τα όργανα αρχίσουν να λειτουργούν αυτόματα; Τότε σύμφωνα με τον Πλάτωνα διαπράττεται μια αδικία στο σώμα αυτό. Απομένει να δούμε που οδηγεί η αδικία αυτή. Όταν το στομάχι άπληστα ζητά όλο και περισσότερο φαγητό, το αποτέλεσμα είναι η παχυσαρκία και οι απορρέουσες από αυτή ασθένειες. Όταν η καρδιά, απελευθερωμένη από το χαλινάρι της λογικής, αρχίσει και πάλλεται αυτόνομα, οδηγούμαστε σε ταχυκαρδία και υπερβολική ευσυγκινησία. Αλλά και οι ίδιοι οι όγκοι δημιουργούνται εάν μια ομάδα κυττάρων σταματήσει να παίρνει εντολές από το κεντρικό νευρικό σύστημα για τον τρόπο που θα πολλαπλασιάζεται και αρχίσει τα να επεκτείνεται ανεξέλεγκτα. Άλλο ένα εμφανές παράδειγμα του πόσο ταυτόσημες είναι οι έννοιες δικαιοσύνη και υγεία. Όλοι επιθυμούμε να είμαστε υγιείς, άρα κατά τον ίδιο τρόπο όλοι οφείλουμε να επιδιώκουμε να είμαστε δίκαιοι.
Επανερχόμαστε λίγο στον ορισμό του Πλάτωνα περί δικαιοσύνης, ότι δικαιοσύνη είναι δηλαδή να κάνει ο καθένας αυτά για τα οποία είναι πλασμένος και να ακολουθεί τη φυσική του ροπή και προδιάθεση, χωρίς να ασχολείται με πράγματα και υποθέσεις άλλων. Εκ πρώτης όψεως, ο ορισμός αυτός ξενίζει, εάν όμως θελήσουμε να τον αντικαταστήσουμε με κάποιον άλλο, πιο δόκιμο, θα δυσκολευτούμε αφάνταστα. Διότι, ενώ όλοι μας νιώθουμε το αίσθημα της δικαιοσύνης και της αδικίας, εντούτοις αδυνατούμε να το εκφράσουμε ικανοποιητικά με τον λόγο. Επομένως, την αίσθηση του δικαίου, την προσεγγίζουμε αρτιότερα με το συναίσθημα, παρά με τη λογική. Η αίσθηση της δικαιοσύνης προκαλεί μέσα μας αρμονία και ισορροπία. Δεν νιώθουμε όμως το ίδιο αίσθημα, όταν ακολουθούμε τη φύση μας κάνοντας πράγματα που μας εκφράζουν; Αντίθετα το αίσθημα της αδικίας που προξενεί δυσαρμονία και εσωτερική εξέγερση, δεν είναι το ίδιο που νιώθουμε όταν καταναγκαστικά κάνουμε πράγματα που δεν μας ταιριάζουν. Και όπως όλοι γνωρίζουμε, επαναστατούμε πολύ πιο εύκολα, όταν αδικούμαστε εμείς οι ίδιοι, παρά κάποιοι άλλοι. Αυτό εκτός από την προφανή εξήγηση ότι εξεγειρόμαστε για την προάσπιση των ατομικών μας συμφερόντων, έχει και μία άλλη. Ο καθένας μας γνωρίζει για τον εαυτό του, περισσότερο από οποιονδήποτε, πότε νιώθει ότι αδικείται. Ξέρει τι του ταιριάζει και αντιλαμβάνεται το αίσθημα της αδικίας μέσα του, όταν αναγκάζεται να λειτουργήσει παραβλέποντας την φυσική του κλίση. Αναφερόμαστε φυσικά σε άτομα που έχουν την εντιμότητα να είναι ειλικρινείς με τον εαυτό τους και όχι σε αυτούς που προσπαθούν να εξαπατήσουν, υποκρινόμενοι ότι εξεγείρονται επειδή αδικούνται. Το βέβαιο πάντως είναι ότι άνθρωποι, οι οποίοι ασχολούνται αποκλειστικά με τις δικές τους υποθέσεις και έχουν χαράξει μια πορεία ζωής που ακολουθούν τα φυσικά τους ταλέντα, πολύ σπάνια θα αδικήσουν τους άλλους, δεν μπαίνουν σε τέτοιου είδους χωράφια. Ενώ αντίθετα, όσοι ασχολούνται νυχθημερόν με τα «κακώς κείμενα», διαρκώς στηλιτεύουν την κρατούσα κατάσταση, κρίνουν και κατακρίνουν συναδέλφους ή οποιονδήποτε είναι εξαιρετικά πιθανό, μόλις αποκτήσουν εξουσία να γίνουν εγωιστές, άδικοι, υπερόπτες, ανέντιμοι και ψεύτες.
_
γράφει ο Βασίλης Γιοντζής
Εξαιρετικό, είναι ότι πιο σωστό, σοβαρό και δια-φωτιστικό έχω διαβάσει και μελετήσει τελευταία!
Εύγε στον Βασίλη Γοντζή και ευχαριστώ το βιβλίο.net για τη δημοσίευση!
Θα το προωθήσω όπως μπορώ, γιατί είμαι σίγουρη που θα δια-φωτίσει κόσμο!
Σας ευχαριστώ πολύ για τα όμορφα λόγια σας κ. Ταπτά. Είναι μεγάλη τιμή για μένα.
Φίλε Βασίλη,
Εμπεριστατωμένα και όμορφα μας τα είπες, αναλυτικά και συνεκτικά, όμως μου επιτρέπεις μια ουσιαστική διαφωνία.
Πουθενά δεν μπαίνει σε συζήτηση η ανιδιοτέλεια, ως κίνητρο ζωής και τούτο είναι που το βρίσκω άδικο. Είναι εκείνη η κατάσταση που βρίσκονται μερικοί άνθρωποι, που θέλουν να προσφέρουν και το κάνουν, χωρίς το πίσω μέρος του μυαλού τους να κατακλύζεται από σκοπούς και σχέδια προσωπικών κερδών γιατί θεωρούν κέρδος τους την επικράτηση του δικαίου σε κοινωνικό επίπεδο.
Υπάρχουν μερικές προσωπικότητες παγκόσμιας εμβέλειας, όπου αν και θα μπορούσαν να απολαμβάνουν τα αγαθά που η ζωή τους δώρισε, θεώρησαν άδικο να μην μπορούν να απολαμβάνουν όλοι στον ίδιο βαθμό τα ίδια αγαθά. Τάχθηκαν ως απόφαση ζωής στο πλευρό των “αδικημένων” και στις περισσότερες περιπτώσεις το πλήρωσαν με την ίδια τους την ζωή. Άφησαν όμως το στίγμα τους στην ζωή, τόσο βαθιά χαραγμένο, έτσι που και μετά θάνατο να εμπνέουν και να δημιουργούν κι άλλους ανιδιοτελείς ανθρώπους που κάθε άλλο παρά την δουλίτσα τους κοιτάζουν, μετρημένα και χωρίς να ενοχλούν.
Αυτοί στη δική μου ψυχή και στα τρία της επίπεδα, γύρισαν τον τροχό της Ιστορίας, ώστε οι “μετρημένοι” να συνεχίσουν αμέριμνοι να μην ανακατεύονται στις ζωές των άλλων, προσπορίζοντας κυρίως προσωπικά και μόνο οφέλη.
Παράδειγμα, Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, ο Αργεντίνος γιατρός, αστικής προέλευσης που αντί να καθίσει στα πλούτη της οικογένειας του, μετρημένα κοιτώντας την ζωή του, διάλεξε να αλλάξει τον κόσμο γύρω του, συγκρουόμενος με τις ίδιες τις αστικές του ρίζες, πληρώνοντας τελικά την επιλογή του με την ίδια του τη ζωή.
Πολύ εύηχα ηχεί στα αυτιά μας αυτό το “κοινό καλό”, φίλε Βαγγέλη, δεν πρέπει όμως να λησμονούμε δύο παραμέτρους:
:α) η Ιστορία και η προσωπική πείρα μας έχει διδάξει ότι είναι από τις πιο συχνά καπηλεύσιμες έννοιες. τέτοιες κουβέντες είναι η χαρά των υποκριτών και των παρτάκηδων. Έχουν γίνει ειδεχθή εγκλήματα στο όνομα του κοινού καλού, που το κίνητρό τους εκτός από απόλυτα ιδιοτελές, ήταν και ποταπό(π.χ. χρηματικό όφελος).
β) Είναι δύσκολο να γνωρίζουμε το κοινό καλό, συχνά κάνουμε λάθος και σε ότι αφορά το ατομικό καλό.
Γνώμη μου είναι προτού περάσουμε στο “ωφελέειν”, ας εξασφαλίσουμε τουλάχιστον το “μη βλάπτειν”. Μπορεί να μη φαντάζει αντάξιο για προσωπικότητες του βεληνεκούς του Τσε Γκεβάρα, αλλά για τους κοινούς θνητούς, αρκεί και περισσεύει.