Στο έργο του αυτό ο Πλάτωνας εξιστορεί τα γεγονότα που έλαβαν μέρος στο σπίτι του τραγωδού Αγάθωνος, ο οποίος παρέθεσε το συμπόσιο αυτό, για να γιορτάσει την πρόσφατη βράβευση της τραγωδίας του. Πρόκειται πιθανότατα, για πιστοποιημένο ιστορικά γεγονός, που συνέβη το 416 π.χ. και στο οποίο εκτός του οικοδεσπότη, παρευρέθησαν και άλλες εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Σωκράτης, ο Αριστοφάνης, ο Αλκιβιάδης (ήρθε καθυστερημένος και πιωμένος) και άλλοι. Ως αντικείμενο συζήτησης της παρέας αποφασίστηκε ότι θα είναι ο εγκωμιασμός και η εξύμνηση του θεού Έρωτα.
Η κορύφωση του έργου ξεκινά με τη διαλεκτική αντιπαράθεση Σωκράτη – Αγάθωνα. Αν και προηγήθηκαν αρκετοί αξιόλογοι ομιλητές, οι οποίοι υπό μορφή μονολόγου απέδωσαν τα εύσημα στο θεό, η ομιλία του Αγάθωνα τους επισκίασε όλους. Με έναν ανυπέρβλητο συνδυασμό ποιητικού και φιλοσοφικού λόγου εκθείασε τον θεό Έρωτα κατά τρόπο, ώστε, όλοι οι συνδαιτυμόνες ξέσπασαν μετά το τέλος, σε ζωηρές επευφημίες. Ο Αγάθων μεταξύ άλλων, τεκμηρίωσε τους λόγους για τους ο θεός Έρωτας υπερέχει έναντι όλων των άλλων θεών, στην αρετή και το κάλλος. Και εφόσον η αρετή απαρτίζεται από τη δικαιοσύνη, τη σοφία, τη σωφροσύνη, την ανδρεία και την οσιότητα, τότε ο Θεός Έρωτας είναι:
1) Ο πιο δίκαιος θεός, γιατί κάποιος ερωτεύεται με ατομική ελεύθερη βούληση και ποτέ μετά από εξαναγκασμό.
Ίσως κάποιος θα μπορούσε να αντιτάξει εδώ ότι συχνά οι άνθρωποι ισχυρίζονται ότι ερωτεύτηκαν χωρίς τη θέλησή τους, ήταν κάτι που δεν μπορούσαν να το ελέγξουν και όσο και αν προσπάθησαν, δεν μπόρεσαν να το αποφύγουν. Το θέμα είναι όμως, κατά πόσο αυτοί είναι ειλικρινείς με τον εαυτό τους. Ήταν πράγματι κάτι παρά τη βούλησή τους ή απλά αρέσκονται να πιστεύουν έτσι, με το σκεπτικό ότι παραδεχόμενοι ότι ήταν κάτι υπεράνω των δυνάμεών τους, αποποιούνται των ευθυνών τους; Από την άλλη μεριά, όλοι γνωρίζουμε το πόσο ανίσχυροι είναι οι κοινωνικοί εξαναγκασμοί και οι προτροπές του οικογενειακού περιβάλλοντος να διαλύσουν έναν σφοδρό, αλλά «socially incorrect», έρωτα. Ή πόσο μάταιο είναι να πείσουμε κάποιον να αγαπήσει και να ερωτευτεί διά της βίας. Αδύνατον, ακόμη και με την απειλή πιστολιού.
2) Ο πιο σοφός θεός, διότι με το άγγιγμά του και μόνο μετατρέπει έναν μέτριο ποιητή σε έναν εμπνευσμένο δημιουργό. Πάμπολλα τα παραδείγματα εξαίρετων καλλιτεχνικών δημιουργιών που οφείλουν τη σύλληψή τους στην πνοή του θεού Έρωτα. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που όλοι είχαμε την ευκαιρία να το παρατηρήσουμε στον εαυτό μας. Όταν είμαστε ερωτευμένοι νιώθουμε πιο δημιουργικοί, πιο φωτισμένοι, πιο παραγωγικοί. Εφόσον λοιπόν ο θεός αυτός μπορεί να διδάξει τη σοφία, τι πιο προφανές από το ότι είναι και ο ίδιος σοφός, γιατί δεν μπορούμε να μεταδώσουμε κάτι που δεν διαθέτουμε. Ας μην λησμονούμε όμως, εν τέλει και τη θαυμαστή αρτιότητα και τελειότητα, με την οποία γίνεται η αναπαραγωγή όλων των ζωντανών οργανισμών στη φύση, τελειότητα που οφείλεται αποκλειστικά στη σοφία του θεού Έρωτα.
3) Ο πιο σώφρων θεός, διότι δεδομένου ότι ο έρωτας είναι η πιο ισχυρή ηδονή, σημαίνει ότι καθυποτάσσει όλες τις άλλες ηδονές και κυριαρχεί επάνω σε αυτές. Και πως αλλιώς εκτός από σωφροσύνη, μπορούμε να ονομάσουμε την επικράτηση στα πάθη και στις ηδονές;
Είναι εμφανές εδώ, ότι ο Αγάθων χρησιμοποιεί ένα είδος συλλογιστικού ακροβατισμού, ίσως μάλιστα καταφεύγει σε μια κακώς εννοούμενη σοφιστεία, προκειμένου να υποστηρίξει τα λεγόμενά του. Γιατί, ναι μεν κατά τα λεγόμενά του, ο έρωτας κυριαρχεί έναντι όλων των άλλων ηδονών, ένα άτομο όμως που βρίσκεται υπό την επήρεια σφοδρού πάθους, ουδαμώς διακρίνεται για τη σωφροσύνη του, μάλλον το αντίθετο. Δεν θα πρέπει όμως να μας διαφεύγει ότι στη συζήτηση αυτή ο Έρωτας προσωποποιείται. Εκλαμβάνεται ως οντότητα αυθύπαρκτη, με ατομικότητα και αυτοδυναμία και μάλιστα μια οντότητα θεϊκή. Κατά την έννοια αυτή, ο ίδιος επιδεικνύει σωφροσύνη, ανεξάρτητα αν αδυνατεί να τη μεταδώσει στους ανθρώπους.
4) Ο πιο ανδρείος θεός.
Ο Άρης ο πλέον γενναίος των θεών, ερωτεύτηκε την Αφροδίτη, κυριεύτηκε επομένως από τον θεό Έρωτα. Ο Έρωτας υπερίσχυσε του Άρη, άρα ξεπερνά ακόμη και αυτόν σε ανδρεία.
Το ότι ο έρωτας μας κάνει πιο ανδρείους και μας ωθεί να αψηφούμε τους κινδύνους, είναι κάτι που πιστεύω πως όλοι έχουμε παρατηρήσει, είτε στα προσωπικά μας βιώματα, είτε στις συμπεριφορές άλλων. Όμως στο «Συμπόσιο», η έννοια έρωτας λαμβάνει πολυδιάστατη μορφή (με τις επιπλέον συνιστώσες της επιθυμίας και της αγάπης προς το ωραίο) και δεν περιορίζεται μόνο στο επίπεδο της ερωτικής έλξης. Πράγματι, κάποιες από τις πιο ανυπέρβλητες μορφές γενναιότητας, αυταπάρνησης και ψυχικού μεγαλείου φέρουν ως υποκινητή τον έρωτα με την ευρεία του έννοια, π.χ. η πίστη σε μια ανώτερη ιδέα ή η αυτοθυσία της μάνας προς το παιδί της.
Ο Αγάθων παρακάμπτει το πέμπτο συστατικό της αρετής, την οσιότητα, κάνει όμως ιδιαίτερη και άκρως ένθερμη αναφορά στο κάλλος και την ομορφιά του θεού, όπου πιστεύει ότι είναι αληθινά ακαταμάχητος. Ισχυρίζεται πως είναι με διαφορά ο πιο όμορφος θεός, θεωρεί την επιχειρηματολογία περιττή, είναι κάτι το αυταπόδεικτο, γιατί όλοι γνωρίζουμε το πάθος με το οποίο έρωτας λατρεύει και αναζητά το ωραίο. Για να δώσει μάλιστα, περισσότερη έμφαση στα λεγόμενά του, τελειώνει την ομιλία του με μια έξαρση ποιητικού λυρισμού, στην οποία αντιδιαστέλλει με δεξιοτεχνία θαυμαστή τα επίθετα και τα ουσιαστικά με τα αντίθετά τους, πετυχαίνοντας ένα έξοχο λογοτεχνικό αποτέλεσμα. Ενδεικτικά από το αρχαίο κείμενο παραθέτουμε:
«ΑΓΑΣΤΟΣ ΘΕΟΣ
ΠΡΑΟΤΗΤΑ ΜΕΝ ΠΟΡΙΖΩΝ, ΑΓΡΙΟΤΗΤΑ Δ’ ΕΞΟΡΙΖΩΝ
ΕΠΙΜΕΛΗΣ ΚΑΛΩΝ, ΑΜΕΛΗΣ ΚΑΚΩΝ
ΦΙΛΟΔΩΡΟΣ ΕΥΜΕΝΕΙΑΣ, ΑΔΩΡΟΣ ΔΥΣΜΕΝΕΙΑΣ.
ΗΓΕΜΩΝ ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΣ”
Μετά το μικρό ντελίριο επιδοκιμασιών που ακολουθεί είναι η σειρά του Σωκράτη να μιλήσει. Καθώς αυτός αντιλαμβάνεται ότι είναι αδύνατο να συναγωνιστεί τον Αγάθωνα στον εγκωμιασμό του θεού, προσπαθεί να δημιουργήσει την αίσθηση στην ομήγυρη ότι αδικείται από το γεγονός ότι μιλά τελευταίος. Ενώ, ήδη οι άλλοι είχαν καλύψει το θέμα πολύπλευρα και διεξοδικά ήρθε και ο λόγος του Αγάθωνα σαν επιστέγασμα, που κυριολεκτικά τον εκμηδένισε, πριν καν αρχίσει. Εμπρός λοιπόν στο φάσμα της γελοιοποίησης που διαγράφεται ευκρινέστατα μπροστά του, ζητά από τον συμποσίαρχο την άδεια να παραβεί τον κανόνα που προβλέπει μόνο ομιλίες εκ περιτροπής και να υποβάλλει στον Αγάθωνα κάποιες ερωτήσεις. Οι άλλοι δεν δείχνουν να πείθονται ότι ο Σωκράτης όντως περιήλθε σε δυσχερή θέση, επειδή όμως ένας Σωκράτης πάντα δικαιούται ειδικής μεταχείρισης, συναινούν να του επιτρέψουν να κάνει τον διάλογο με τον Αγάθωνα. Ο τελευταίος, αν και γνωρίζει ότι σε μια διαλεκτική μονομαχία με τον Σωκράτη δεν έχει καμία πιθανότητα, απαντά με προθυμία στις ερωτήσεις. Αρχικά ο Σωκράτης του θέτει το ερώτημα, αν θεωρεί ότι ο Θεός Έρωτας είναι ωραίος και ο Αγάθων απαντά ότι πράγματι πιστεύει ότι είναι ο πιο ωραίος θεός, όπως τόσο γλαφυρά ανάπτυξε στον λόγο του. Εν συνεχεία, τον αναγκάζει να παραδεχτεί ότι κάποιος μπορεί να επιθυμεί κάτι, μόνον εφόσον δεν το έχει, διότι η επιθυμία είναι μια έννοια που εμπερικλείει μέσα την «ένδεια», την έλειψη. Όταν επιθυμούμε κάτι με πάθος, κάνουμε το παν να το αποκτήσουμε. Οι ίδιες οι λέξεις μας οδηγούν στο συμπέρασμα αυτό. Κάνουμε το παν να το αποκτήσουμε, επομένως δεν το έχουμε, για τον προφανή λόγο, ότι δεν μπορούμε να αποκτήσουμε κάτι, το οποίο ήδη έχουμε. Η επιθυμία είναι μια φλόγα, που συντηρείται από τον πόθο της κατάκτησης. Όταν η κατάκτηση συντελεστεί, λειτουργεί σαν ένας τεράστιος πυροσβεστήρας που ρίχνει νερό και σβήνει τη φλόγα της επιθυμίας. Είναι ανάγκη συνεπώς αδήριτη, να παραδεχτούμε ότι μπορούμε να θελήσουμε μόνο κάτι που μας λείπει, γιατί αν ισχυριστούμε ότι θέλουμε κάτι που έχουμε, πέφτουμε σε λογική άλλα και λεκτική αντίφαση.
Ακόμη και στις περιπτώσεις όμως, που επιθυμούμε κάτι που έχουμε (π.χ. κάποιος υγιής επιθυμεί να είναι υγιής) ουσιαστικά, αυτό που θέλουμε είναι η διατήρηση αυτού και στο μέλλον, κάτι δηλαδή, που δεν έχουμε εξασφαλίσει. Συνεπώς, πάντα επιθυμούμε κάτι, το οποίο δεν έχουμε.
Ύστερα από αυτή την επαγωγική και ξεκάθαρη, σαν μαθηματική εξίσωση, επιχειρηματολογία του Σωκράτη, το να συμφωνήσει στο παραπάνω συμπέρασμα ήταν για τον Αγάθωνα μονόδρομος. Αμέσως ακολουθεί η επόμενη ερώτηση του Σωκράτη, αμείλικτη και στην εντέλεια υπολογισμένη.
«Εφόσον παραδεχτήκαμε ότι ο θεός Έρωτας επιθυμεί με πάθος το ωραίο και συνάμα συμφωνήσαμε ότι κάποιος αναζητά μόνο κάτι που το λείπει, τότε το ωραίο είναι κάτι που έχει ο θεός ή κάτι που του λείπει;»
Δεν είχε άλλη επιλογή ο Αγάθων, από το να παραδεχτεί ότι η ομορφιά είναι κάτι που ο θεός προσπαθεί να κατακτήσει, άρα του λείπει. Συνεπώς είναι υποχρεωμένος να αναθεωρήσει την αρχική του θέση, ότι ο έρωτας είναι ωραίος. Ο Σωκράτης του εξηγεί, ότι στη ροή της εκπληκτικής καλαισθησίας λόγου που εκφώνησε, μπέρδεψε το υποκείμενο με το αντικείμενο του έρωτα. Το γεγονός όμως ότι παρασύρθηκε σε συλλογιστικούς ατραπούς που τον οδήγησαν σε άτοπο, δεν αφαιρεί τίποτα από την αξία της αριστοτεχνικής ομιλίας του.
Εν συνεχεία, ο Σωκράτης εγκαταλείπει τον διάλογο με τον Αγάθωνα και στην προσπάθειά του να αναδείξει την διττή, αντιφατική και διφορούμενη φύση του θεού Έρωτα, αναφέρει έναν μύθο:
Όταν γεννήθηκε η Αφροδίτη, οι θεοί το γιόρτασαν με ένα μεγαλοπρεπέστατο γλέντι. Ο θεός Πόρος (του πλούτου) ήπιε τεράστιες ποσότητες νέκταρ, μέθυσε και έπεσε για ύπνο στην αυλή. Η Πενία, που τριγύριζε εκεί κοντά, επαιτώντας ρακένδυτη εκμεταλλεύτηκε το μεθύσι του και προχώρησε σε ερωτική συνεύρεση μαζί του. Την ημέρα εκείνη λοιπόν, που γεννήθηκε η Αφροδίτη, συνελήφθη ο θεός Έρωτας, που είχε γονείς τον Πόρο και την Πενία.
Εξαιτίας της μητέρας του, είναι τραχύς, βρώμικος, απότομος και δεν είναι καθόλου τρυφερός, όπως αρέσκονται να τον παρουσιάζουν. Εμφανίζεται άστεγος, ανυπόδητος, επαίτης και θαμώνας σε καταγώγια και χαμαιτυπεία. Λόγω του πατέρα του, από την άλλη μεριά, είναι ριψοκίνδυνος, γοητευτικός, δεινός θηρευτής, αναζητά με πάθος το ωραίο και προκειμένου να κατακτήσει τον αντικείμενο του πόθου του, δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέσο. Θα εξαπατήσει με ψεύτικες υποσχέσεις, θα δολοπλοκήσει, θα μαγέψει με τη ρητορική δεινότητα που διαθέτει, θα απειλήσει, θα εκβιάσει, δεν πρόκειται να σταματήσει προτού φτάσει στο στόχο του. Και ο στόχος του είναι πάντα το ωραίο, κυνηγά ισόβια, με πάθος το ωραίο, από την ημέρα της σύλληψής του ακόμα, την ημέρα δηλαδή που γεννήθηκε η Αφροδίτη, που αποτελεί σημείο αναφοράς της έννοιας του κάλλους.
Ακόμη, είναι λάθος να τον αποκαλούν θεό, γιατί δεν είναι αθάνατος. Αλλά, ούτε και θνητός είναι. Κινείται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, εύκολα πεθαίνει όταν δεν συναντά τις προϋποθέσεις που απαιτεί, για να ξαναγεννηθεί με την ίδια ευκολία, όταν βρει πρόσφορο έδαφος. Εδώ ο καθένας μας οφείλει να ανατρέξει στα προσωπικά του βιώματα και συγκεκριμένα στους πρώτους εφηβικούς έρωτες. Πόσο έντονα ζούσαμε το συναίσθημα αυτό κάποιες ημέρες και με πόση ευκολία το ξεχνούσαμε άλλες, σαν να μην υπήρχε ποτέ; Πόσα και πόσα τραγούδια δεν έχουν γραφεί για την ασταθή φύση του Έρωτα και για την παλινδρόμησή του στο δίπολο έρωτας-μίσος, με ενδιάμεσους σταθμούς στο στάδιο της αδιαφορίας;
Εν κατακλείδι, διαπιστώνουμε ότι η προσέγγιση του Σωκράτη στο θέμα έρωτας διαφέρει αρκετά από την κρατούσα αντίληψη. Όλοι μας όμως, πριν γνωρίσουμε τον έρωτα στην πράξη, τον είχαμε σε εξιδανικευμένη μορφή στο μυαλό μας, έτσι όπως μας παρουσιαζόταν μέσα από τα βιβλία και τα τραγούδια. Και δεν αναφερόμαστε στην μερίδα του πληθυσμού εκείνη, που είναι εκ φύσεως πιο συναισθηματική και επιρρεπής στον άκρατο ρομαντισμό, τα κορίτσια δηλαδή, προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας. Εκεί, ο τρόπος που παρουσιάζεται ο έρωτας στα δακρύβρεχτα ρομάντζα, αμφίβολης λογοτεχνικής αξίας, φλερτάρει με τα όρια της γελοιοποίησης, Αναφερόμαστε σε ανθρώπους ρεαλιστές και θετικούς, που όταν γνώρισαν τον έρωτα στην πράξη, αναγκάστηκαν να παραδεχτούν ότι απογοητεύτηκαν που τον συνάντησαν τόσο απογυμνωμένο από τον μανδύα του ρομαντισμού, που πίστευαν ότι τον ενδύει.
Παρόλο που η εκδοχή του έρωτα που μας παρουσιάζει ο Σωκράτης δεν είναι και η πλέον προβεβλημένη, βλέπουμε ότι συχνά, επιβεβαιώνεται στην καθημερινή πράξη. Ο ερωτευμένος άνθρωπος είναι ικανός να προβεί σε συμπεριφορές εξευτελιστικές και αυτοκαταστροφικές. Μπορεί να συρθεί σε ικεσίες, να παραμελήσει την εξωτερική του εμφάνιση, την ατομική του υγιεινή, μπορεί να μεθοκοπά στα καταγώγια, μπορεί να κάνει οτιδήποτε. Γιατί, όταν κάποιος είναι ερωτευμένος, στα αρχικά στάδια υπερισχύει μέσα του η φύση του πατέρα του, του Πόρου, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται γοητευτικός, ατρόμητος, νικητής, με αυτοπεποίθηση και στιλ. Όσο όμως ο χρόνος παρέρχεται και δεν πετυχαίνει τον στόχο του, τόσο βγαίνουν στην επιφάνεια τα στοιχεία της μητέρας του, της Πενίας. Γίνεται πικρόχολος, μίζερος, φορτικός, αναξιοπρεπής, ηττοπαθής και μοιρολάτρης. Και εάν ο έρωτας διαρκέσει για χρόνια, είτε με τη μορφή του ερωτικού, είτε κάποιου άλλου πάθους, νομοτελειακά θα οδηγήσει στη φθορά του ίδιου του ατόμου. Διότι, μόνο ο ανεκπλήρωτος έρωτας διαρκεί αιώνια. Και ο έρωτας χωρίς ανταπόκριση είναι ένα σαράκι που κατατρώγει σιγά-σιγά, ένδοθεν τα σωθικά του ανθρώπου. Σε στιγμές νηφαλιότητας προσπαθεί να το αποδιώξει, αλλά μάταια. Ο έρωτας γίνεται πάθος, το πάθος κάνει κατάληψη στο μυαλό, μετατρέπεται σε εμμονή και ο αιώνια ερωτευμένος είναι αιώνια τυραννισμένος.
Ύστερα από όλα αυτά, θα μπορούσε δικαιολογημένα κανείς να αναρωτηθεί, αν θα ζούσαμε πιο ευδαίμονες χωρίς τον έρωτα. Το θέμα όμως δεν είναι αν θα ζούσαμε πιο ευτυχισμένοι, αλλά αν θα μπορούσαμε έστω και να ζήσουμε, με την απουσία του έρωτα. Διότι ο έρωτας είναι ο κινητήριος μοχλός που μας φορτίζει με ενέργεια, είναι το φως του ήλιου που διώχνει το σκοτάδι, είναι η έμπνευση μέσα στην ισοπέδωση, είναι αυτός που μας δίνει την απαραίτητη δύναμη να συνεχίσουμε την μονότονη και παράλογη ζωή μας. Και δεν αναφέρομαι αποκλειστικά στις διαπροσωπικές σχέσεις. Οτιδήποτε αγαπούμε, τα χόμπι που έχουμε, οι καλλιτεχνικές δραστηριότητες, η ενασχόλησή μας με τον αθλητισμό, η αγάπη μας για τα ταξίδια ή τη φύση, μπορεί να μας γεμίσει με ζωή και θετική ενέργεια.
Ο Έρωτας, κατά τον Σωκράτη, δεν είναι ούτε θνητός, ούτε θεός, αλλά δαίμων(θεότητα), που κινείται ενδιάμεσα και αποτελεί τη γέφυρα ανάμεσα στο θείο και το ανθρώπινο. Είναι αγγελιοφόρος των θεών, μεταβιβάζει στους ανθρώπους το θέλημά τους και συνάμα αποτελεί τον διαμεσολαβητή που μεταφέρει τις ευχές και τις δεήσεις τους, έτσι ώστε να εισακουστούν από τους θεούς. Μέσω του έρωτα κάθε θνητός θα διεκδικήσει το μερίδιό του στην αιωνιότητα. Αυτός εμφυσά τη θεϊκή πνοή στον άνθρωπο, αφού διαθέτει και τις δύο υποστάσεις, τη θεία και την ανθρώπινη.
Είναι γνωστό ότι ένα από τα στοιχεία του ανθρώπου είναι η αγάπη και το πάθος για τη σοφία και τη γνώση. Παρόλα ταύτα, αδυνατεί όμως να την κατακτήσει, όσο την πλησιάζει, τόσο εκείνη απομακρύνεται. Ο άνθρωπος ερωτοτροπεί, φλερτάρει με τη σοφία, αποτυγχάνει όμως να την κάνει κτήμα του, δεν πρόκειται ποτέ να γίνει σοφός. Σοφός είναι ο θεός, ο οποίος κατέχει τη σοφία. Ο άνθρωπος είναι εραστής της σοφίας, είναι δηλαδή φιλόσοφος και σ’ αυτό μοιάζει με τον θεό Έρωτα, ο οποίος είναι δορυφόρος των θεών και της σοφίας που αυτή κατέχουν, δεν δύναται όμως ούτε αυτός να την αποκτήσει. Ας καλλιεργήσουμε και ας υποθάλψουμε λοιπόν τον έρωτα μέσα μας, είτε αυτός στρέφεται σε κάποιον άλλον άνθρωπο, είτε σε ζώο, είτε σε κάποια ιδέα, κάποια τέχνη, σπορ, οτιδήποτε. Εξίσου σημαντικό όμως είναι να αντιληφθούμε τη ρευστή, ασαφή, υπερβατική και απροσδιόριστη φύση του και να την κατανοήσουμε έως το σημείο εκείνο που φτάνει ο ανθρώπινος νους, απαλλαγμένοι από μικροεγωισμούς, αλαζονεία, ματαιοδοξία, σκοπιμότητες και εμμονές. Διότι, όπως εμείς σαν άνθρωποι ολοκληρωμένοι θέλουμε να νιώθουμε ελεύθεροι, το ίδιο και ο έρωτας αν δεχτούμε ότι έχει αυτόνομη υπόσταση. Αλλά, το ίδιο ισχύει βέβαια και για το αντικείμενο της επιθυμίας μας, η σχέση είναι αμφίδρομη, μια γέφυρα η οποία θα ενώσει τον κατακτητή με τον στόχο του, μόνο και εφόσον και οι δύο το επιθυμούν. Διότι στην αντίθετη περίπτωση, ο έρωτας χάνει ένα βασικό του συστατικό, αυτό της εκατέρωθεν επικοινωνίας. Γίνεται ένα μπούμερανγκ, το οποίο εκτοξεύεται και γυρίζει πίσω με τέτοια ορμή και δύναμη, που μπορεί να προκαλέσει κακό στο ίδιο το άτομο. Γι’ αυτό οι σφοδροί ανεκπλήρωτοι έρωτες που χρονίζουν καταντούν μονομανία και νεύρωση, μεταλλάσσονται σε κάτι το μοναχικό και προβληματικό, που έχει αφετηρία και τέλος στο ίδιο το άτομο. Και όπως αναφέραμε, όταν ο έρωτας μετατραπεί σε εμμονή χάνει το βασικό του δομικό στοιχείο, αυτό της επικοινωνίας, της γεφύρωσης του χάσματος μεταξύ δύο. Αυτός είναι και ο λόγος που ο αθεράπευτος και απελπισμένος έρωτας, χωρίς ανταπόκριση, μπορεί να οδηγήσει στην τρέλα. Καθώς το αντικείμενο του πόθου είναι εκτός της εμβέλειάς του ερωτευμένου, για να διατηρήσει αυτός την ψευδαίσθηση της αμφίδρομης σχέσης, αναγκάζεται να διχάσει τον ίδιο του τον εαυτό, να καταλήξει δηλαδή στη σχιζοφρένεια.
_
γράφει ο Βασίλης Γιοντζής
Χρειάστηκε να διαβάσω τρις φορές το εξαιρετικό (και πάλι!) κείμενο και αυτό για να είμαι σίγουρη πως κατα-νόησα την βαθύτερη έννοια του “είμαι ερωτευμένος” και έμεινα μ’ ένα ερώτημα:
Υπήρχε “τότε” σαφής διαχωρισμός του έρωτα απ΄ την αγάπη;
Ξέρουμε πως η ελληνική γλώσσα είναι ίσως η μόνη, που χρησιμοποιεί δυο λέξεις για να διαχωρίσει σαφέστατα τη διαφορά του “είμαι ερωτευμένος” με το “αγαπώ” και (δεν θα ήθελα να ανακατέψω το χριστιανικό αγαπώ), αλλά το ψυχολογικό “αγαπώ” δηλαδή το βαθύτερο αίσθημα αγάπης που αγκαλιάζει τα πάντα που δεν προσκολλάται στο αντικείμενο του, δεν απαιτεί, δεν ανταγωνίζεται, κατανοεί, αποδέχεται και όλα τα όμορφα!!!
Ελπίζω να έγινα κατανοητή, γιατί ομολογώ πως με απασχόλησε αυτό ερώτημα!
Ευχαριστώ!
Στεφανία.
Αρχικά σας ευχαριστώ, γιατί ο προβληματισμός που θέσατε, μας βοηθά να ξεφύγουμε κάπως από τις “αυστηρά’ Πλατωνικές θέσεις. Από τη δική μου σκοπιά, ο διαχωρισμός έγκειται στο εξής σημείο. Ο έρωτας είναι άμεσα συναρτημένος με τον στόχο, τον αντικειμενικό σκοπό. Το ερωτευμένο άτομο διακατέχεται από ένα πάθος,, συνεπώς και απαιτεί και ανταγωνίζεται και δρα εγωκεντρικά, συχνά χωρίς κατανόηση. Ίσως ο έρωτας, στην αρρωστημένη του μορφή, είναι προβολή του ίδιου μας του εαυτού, εμπεριέχει πολλά ναρκισσιστικά στοιχεία. Η αγάπη, με την έννοια που το θέτετε και με βρίσκεται απόλυτα σύμφωνα, είναι μία υγιής, θετική αντίδραση, σε κάτι το οποίο ικανοποιεί τα αισθητικά μας κριτήρια, κάτι που μας κάνει να νιώθουμε όμορφα. Η αγάπη είναι ταυτόσημη με την ανάγκη για δημιουργία, οποιοδήποτε ψυχικά υγιές άτομο χαίρεται και αγαπά ότι είναι όμορφο, αυθεντικό, δίκαιο, και σοφό. Το αγαπά απλά, επειδή αισθάνεται όμορφα, δεν θέλει να το κατακτήσει, δεν περιμένει ανταποδοτικότητα, αρκείται απλά να νιώθει τη θετική αυτή αύρα. Η αγάπη είναι ελεύθερη σε αντίθεση με τον έρωτα που τείνει κάποιες φορές προς τη δέσμευση. Και είναι κάτι που μπορεί να νιώσει η πλειοψηφία των ανθρώπων, γιατί το μεγαλύτερο ποσοστό είναι ψυχικά υγιείς και αρέσκονται στη δημιουργία. Μόνο είναι μικρό ποσοστό διεστραμμένων ηδονίζονται με την καταστροφή και φυσικά είναι ανίκανοι να αγαπήσουν ανιδιοτελώς.