Σχετικά πρόσφατα είχα μια συζήτηση με ένα φίλο και συνάδελφο λογοτέχνη. Σε κάποια στιγμή τον ρώτησα με τι καταπιάνεται τώρα και μου έδωσε την εξής απάντηση: «Σταμάτησα να γράφω ποίηση και πλέον έχω εστιάσει την προσοχή μου στον στίχο». Η απάντηση με ξάφνιασε και τον ρώτησα πώς ορίζει την διαφορά μεταξύ ποίησης και στίχου. Η μόνη απάντηση που πήρα ήταν «είναι μεγάλο ζήτημα» και η συζήτηση έληξε εκεί.
Δεν ήταν ήταν η πρώτη φορά που με προβλημάτισε αυτό το ζήτημα: Ποίηση ή στίχος; Ή για να κάνω ακόμη πιο διακριτή την διαφορά το πρόβλημα μπορεί να πάρει την μορφή «Ποίηση ή Τραγούδι»;
Αν κάποιος αποφασίσει να πάει στα ίδια τα πράγματα (όπως προτείνει ο αυστριακός φιλόσοφος Ludwig Wittgenstein) και να βρει την διαφορά μεταξύ των δύο, θα απογοητευτεί γρήγορα. Ένα ποίημα, όπως και ένα τραγούδι αποτελείται από στίχους. Από την Ιλιάδα του Ομήρου μέχρι την τελευταία έκδοση της πιο πρόσφατης ποιητικής συλλογής, η συντριπτική πλειονότητα των ποιημάτων είναι δομημένη σε στίχους. Μοναδική εξαίρεση τα “poems en prose”, τα «πεζοποιήματα» τα οποία ανήκουν σε μια ιδιαίτερη κατηγορία. Σε γενικές γραμμές η ποίηση – έμμετρη ή όχι, σε ομοιοκαταληξία ή ελεύθερο στίχο – δομείται σε στίχους. Το ίδιο και ο στίχος για ένα τραγούδι, δομείται σε στίχους, όπως μας έχει συνηθίσει το μικρό βιβλιαράκι μαζί με το cd.
Η διαφορά που θα έβρισκε κάποιος θα ήταν, μάλλον μεταξύ μέτρου και ομοιοκαταληξίας από την μια και ελεύθερης μετρικής και στίχου από την άλλη. Η ποίηση αρχικά με την έλευση του μοντερνισμού και κυρίως με την επιρροή του Μετά-μοντερνισμού (όπου υπάρχει η καθολική άρνηση της φόρμας) έχει εγκαταλείψει την μουσικότητά της, έχει εγκαταλείψει το μέτρο και την ομοιοκαταληξία και έχει υιοθετήσει περισσότερες ελευθερίες στην ανάπτυξη των νοημάτων της. Από την «Ιθάκη» του Καβάφη και το «Μυθιστόρημα» του Σεφέρη, μέχρι τα επίμετρα του Κώστα Μόντη και την ποίηση της Κικής Δημουλά, η ποίηση έχει πια σταματήσει να χρησιμοποιεί παραδοσιακές τεχνικές και σχήματα αλλά αναζητά το νέο, το ελεύθερο και το διαφορετικό. Ο μοντερνισμός και ο Μετα-μοντερνισμός έχουν σχεδόν εδραιωθεί ως σύγχρονη παράδοση (κι αυτό προξενεί αρκετά προβλήματα στις εν λόγω θεωρίες) και αυτό με την σειρά του έχει κάνει την πλειονότητα της ποίησης από την γενιά του ’30 και μετά απολύτως «ελεύθερη».
Από την άλλη πλευρά τα τραγούδια έχουν κρατήσει τον ρυθμό και την ομοιοκαταληξία ακόμη και σήμερα. Παρόλες τις διαφοροποιήσεις της σύγχρονης μουσικής (από τζαζ μέχρι ροκ και ποπ) τα πλείστα ρεύματα έχουν κρατήσει την έννοια του ρυθμού – μέτρου στα τραγούδια, την ομοιοκαταληξία στους στίχους (σε διάφορες παραλλαγές) και γενικότερα θα λέγαμε πως ενώ στη ποίηση, μουσική και στίχος έχουν πάρει διαζύγιο, στο τραγούδι ο γάμος μεταξύ των δύο εξακολουθεί και ανθεί.
Κάποιος θα μπορούσε να παρατηρήσει πως τελικά η διαφορά ποίησης και τραγουδιού – στίχου είναι μια περιγραφική διαφορά, όπου σχηματικά θα λέγαμε πως ποίηση = ελεύθερος στίχος και τραγούδι = ρυθμός + ομοιοκαταληξία. Και θα είχε δίκιο μέχρι σε αυτό το σημείο.
Δυστυχώς δεν είναι μόνο έτσι τα πράγματα.
Εκτός από την περιγραφική διαφορά των δύο (που προσωπικά την βρίσκω παραπάνω από θεμιτή), υποφώσκει και η αξιολογική διαφορά και των δύο. Η ποίηση βρίσκει τον εαυτό της σε καλύτερη αξιολογική κρίση από το τραγούδι και αυτό σε απλά ελληνικά σημαίνει πως η ποίηση είναι καλύτερη – υψηλότερη ενώ το τραγούδι είναι ποιοτικά κατώτερο. Αυτή η άποψη δεν δηλώνεται ρητά από τους θιασώτες της, αλλά αν το καλοσκεφτείτε ισχύει πάραυτα. Σκεφτείτε πόσο εύκολα μπορούμε να χαρακτηρίσουμε κάποιον ως «στιχουργό» (εντάξει μωρέ, στίχους γράφει) και πόσο δύσκολα και φειδωλά αποδίδουμε τον τίτλο του «ποιητή». Την μία φορά που πήγα να παρουσιαστώ ως «ποιητής» (όπου ποιητής ισοδυναμεί με «γράφω ποίηση»), είχα κατηγορηθεί ως αλαζόνας και αμετροεπής. Σκεφτείτε με πόση δυσκολία χαρακτηρίζουμε ένα ποιητικό έργο που μελοποιείται ως τραγούδι, προτιμώντας το περιφραστικό μελοποιημένη ποίηση.
Κακά τα ψέματα: Στην συνείδηση μας, η ποίηση έχει συνδεθεί σχεδόν αποκλειστικά με την ελίτ, ενώ το τραγούδι αποκλειστικά με τα λαϊκά στρώματα. Και όσο κι αν δεν θέλει κάποιος να παραδεχθεί την αξιολογική διάκριση «ποίηση-τραγούδι», οφείλει να παραδεχθεί την (κακώς υφιστάμενη) αξιολογική διάκριση «ελιτ-πλέμπας».
Τα επιχειρήματα μου ενάντια στην αξιολογική διάκριση είναι δύο, αφήνοντας το επιχείρημα που αφορά στον πρόσφατο χαρακτήρα της διάκρισης εκτός.
Πρώτον πάρα πολλές φορές είναι πρακτικώς αδύνατον να ξεχωρίσουμε την ποίηση από το τραγούδι. Τα παραδείγματα του «Μέσα στη βουή του δρόμου» των Domenica σε στίχους Μήτσου Παπανικολάου και του «Σπασμένο Καράβι» του Μπάση σε στίχους Γιάννη Σκαρίμπα είναι αρκετά. Και τα δύο έγιναν γνωστά ως τραγούδια και απέκτησαν την απήχηση στον κόσμο ως τραγούδια, παρόλο που αρχικά είχαν γραφτεί ως ποίηση από αναγνωρισμένους ποιητές. Σε αυτή την περίπτωση αξιολογικά, το τραγούδι αποδεικνύεται εφάμιλλο της ποίησης, εφόσον έχει δημιουργηθεί ως ποίηση και απλά ντύθηκε το μανδύα της μουσικής και εμφανίστηκε ως τραγούδι.
Αλλά ας υποθέσουμε πως όντως υπάρχει ένα στεγανό μεταξύ τραγουδιού και ποίησης. Τι γίνεται στην περίπτωση που ένας ποιητής αποφασίζει να μετατραπεί σε στιχουργό; Είναι αυτομάτως κάθε έργο του «κατώτερο» από τα προηγούμενα; Για παράδειγμα: Είναι η ποίηση του Γκάτσου ανώτερη από τους στίχους του Γκάτσου; Είναι η Αμοργός ανώτερη από το «Χάρτινο το Φεγγαράκι»; Μπορεί κάποιος να δίσταζε προς στιγμήν. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις όπου σε ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας αυτή η στροφή του Γκάτσου χαρακτηρίστηκε ειρωνικά και αρνητικά. Περιπτώσεις σαν τον Γκάτσο, όπου ποιητές γράφουν και στίχους για τραγούδια, υπάρχουν πολλές: Άλκης Αλκαίος, Κώστας Τριπολίτης, Μάνος Ελευθερίου, Φίλιππος Γράψας είναι μόνο μερικές περιπτώσεις όπου η υψηλή ποιότητα των στίχων, όχι μόνο αγγίζει, αλλά και ξεπερνά πολλές φορές την κατά τα άλλα πολυβραβευμένη «ποίηση».
Εν τέλει ποιο είναι κριτήριο για την αξιολόγηση της ποιότητας; Από την μια υπάρχει η ομάδα που θα υποστηρίξει πως δεν υπάρχει κάποιο κριτήριο και πως αξιολόγηση δεν υφίσταται. Η ισοπεδωτική αυτή τάση έχει βέβαια ανοίξει τον δρόμο για την εξίσωση του καλού τραγουδιού και της καλής ποίησης με το κακό τραγούδι και την κακή ποίηση (το οποίο όμως είναι θέμα για μελλοντικό άρθρο). Από την άλλη υπάρχουν οι φιλόλογοι και φιλολογίζοντες ποιητές, οι οποίοι μιλούν για τον χώρο και κυρίως για την εποχή, υποστηρίζοντας πως είναι η εποχή που καθορίζει και διακρίνει το καλό από το κακό, το ωραίο από το άσχημο.
Προσωπικά τείνω στο άλλο άκρο. Κριτήριο δεν είναι η εποχή, ο χρόνος, αλλά η αιωνιότητα. Το πραγματικά καλό και όμορφο είναι αυτό που μένει πίσω, όταν η εποχή αλλάζει. Η αρχαία ελληνική τέχνη, η λατινική γραμματεία, το πνεύμα της Αναγέννησης, το έργο του Σαιξπηρ, του Γκαίτε, του Θερβάντες είναι εκφάνσεις της αιωνιότητας. Ο Σολωμός, ο Παλαμάς, ο Σουρής, ο Καρυωτάκης, ο Ελύτης, ο Καββαδίας και άλλοι είναι ποιητές που δεν ανήκουν απλά σε ένα ρεύμα ή σε μια εποχή ή σε μια χώρα. Είναι ποιητές που αγγίζουν το διαχρονικό, για αυτό διαβάζονται σε κάθε εποχή, είτε στις υψηλές ποιητικές τους εκφάνσεις (π.χ «Το Άξιον Εστίν») και στις στιχουργικές τους εμπνεύσεις (π.χ «Τα Ρω του Έρωτα»). Το δίλημμα όσον αφορά την αξιολόγηση δεν είναι «ποίηση ή στίχος», αλλά «εποχή ή αιωνιότητα».
Μερικές φορές σκέφτομαι πώς θα είναι η φιλολογία σε εκατό ή διακόσια χρόνια από σήμερα. Τι θα λένε αυτοί οι άνθρωποι για την εποχή μας; Θα θεωρούν τα ίδια πράγματα σημαντικά με μας; Είμαι σίγουρος πως όχι. Πιστεύω πως όταν σε εκατό χρόνια θα μιλάνε για την εποχή μας, θα θεωρούν υψηλή ποίηση το «Ερωτικό» του Αλκαίου, την «Νταλίκα» του Τριπολίτη, τα «Μαλαματένια Λόγια» του Ελευθερίου, τα τραγούδια της Λίνας Νικολακοπούλου και του Φίλιππου Γράψα κι ακόμη τον Γιάννη Αγγελάκα ή τον Σωκράτη Μάλαμα.
Έχω μια βαθιά πίστη και μια ακόμη πιο βαθιά επιθυμία: Αν υπάρχει κάτι που θα μείνει από την εποχή μας στην αιωνιότητα, αυτό να είναι οι ποιοτικοί στίχοι που έχουν γραφτεί σε αυτή την εποχή και όχι η βραβευμένη «ποίηση» που εκκινεί και εξαντλείται στην εποχή της.
_
γράφει ο Ανδρέας Αντωνίου
Εξαιρετικό άρθρο…
Δυστυχώς η ποίηση πάντα κρίνονταν ανώτερη από το τραγούδι… Και τούτο συνδέεται στην αξιολογική του κρίση με την ελιτίστικη αντίληψη που καλλιεργήθηκε για την ποίηση. Όταν η Πολυδούρη έγραφε “σου απευθύνω αυτό το τραγούδι” ποιούσε στίχους προς μελοποίηση… Και φυσικά δεν ντρέπονταν καθόλου, αν και δε αποδέχτηκε όσο ζούσε τον τίτλο της ποιήτριας… Στον αντίποδα ο Γκάτσος που μας άφησε μόνο εκπληκτική σουρρεαλιστική συλλογή, αλλά τον μάθαμε από τα τραγούδια που έγραψε…
Ας προσθέσουμε ότι ένας λόγος που το τραγούδι κατηγοριοποιείται κάτω από την ποίηση είναι ότι εκ φύσεως είναι πιο λαϊκό ακόμα και στις έντεχνες φόρμες του. Ας μη λησμονούμε πως το τραγούδι δεν εντάσσεται στις 6 (ή 7 ή 8 -φωτογραφία- ή 9 -κόμικ) Τέχνες. Αντίθετα, το μέλος/σύνθεση μουσική είναι μέσα στις Τέχνες. Και τούτο συνδέεται με τη διάκριση στιχουργού-μουσουργού όπου ο δεύτερος τίθεται σε ανώτερη βαθμίδα…
Εξαιρετικό το άρθρο σας κύριε Αντωνίου, όπως εύστοχο και το σχόλιο του Δήμου.
Η ποίηση είναι ποίηση και το τραγούδι είναι τραγούδι Οι παλιοί ποιητές έγραφαν με ρίμα και πολλά αξιόλογα ποιήματα έχουν μελοποιηθεί. Άλλωστε εκείνα τα χρόνια υπήρχαν πλήρη ποιήματα σε εικόνες δοσμένες μέσα από την ζωή. Η σημερινή ποίηση έχει αλλάξει ριζικά όπως θα έχει αλλάξει και στα επόμενα χρόνια 30 ή 40 ή 50 χρόνια επικράτησε ο Θεοδωράκης. Υπήρχε ένα μοτίβο μελοποίησης με “συγκεκριμένους συνεργούς” και “πολλούς αποδέκτες”. Εδώ και μερικά χρόνια το μοντέλο πρέπει να αλλάξει. Αυτή τη στιγμή ούτε οι στιχουργοί αλλά ούτε και οι ποιητές ξέρουν που βρίσκονται …προσωπική γνώμη ξαναμασάνε τα ίδια τα τετριμμένα… και αυτό οφείλεται στο ρου ..της ζωής …που συνδέεται με πολιτική με όνειρα με νεότητα με μπαλαφον. Τίποτε από αυτά δεν έχει δρομολογηθεί ακόμα στην Ελλάδα άλλα και στο εξωτερικό. Όμορφες σκέψεις
Σας ευχαριστώ όλους…ειμαι πολυ νεα στον ομορφο αυτο χωρο !!Ακριβως την ιδια απορια ειχα και εχω και γω.Ετσι πληροφοριακα…γιατι οτι και να ποιει ο ανθρωπος …οταν συμμετεχει με την ψυχη του μονο “ποιημα” μπορει να ειναι το αποτελεσμα!!Και παλι ευχαριστω!!Καλο σας βραδυ!!
Κάποιος φίλος, φιλόλογος στο επάγγελμα (αλλά και ποιητής) ορίζει ως ποίηση “αυτό που χάνεται στη μετάφραση”. Αν και αποφατικός ο ορισμός, δεν έχω βρει καλύτερο μέχρις στιγμής. Όμως προσοχή! Δεν αφορά αναγκαστικά μόνο την τέχνη του λόγου (έμμετρου, πεζού, ‘ελεύθερου’ κ.λπ.), αλλά κάθε μορφή τέχνης. Το σινεμά του Felini, π.χ, είναι ποιητικό, ή το μουσικό έργο του Γ. Χρήστου. Αντιθέτως τα έμμετρα της κας Νικολακοπούλου ή του μακαρίτη Ν. Γκάτσου (δήθεν σουρεαλιστικά, όμως δυστυχώς, στερεοτυπικά αναγνωρισμένα), δύσκολα συναγωνίζονται σε ποιητικότητα λόγου (και μέλους συνήθως) ένα τραγούδι π.χ, του Μπάτη όπως ο ‘Θερμαστής’, ή έναν ‘στίχο’ των Beatles όπως η Eleanore Rigby…
Όσον αφορά την αισθητική – αξιολογική ματιά, όπως λέει ένας άλλος φίλος (σκυλοτραγουδοποιός, μπουζουξής της παλιάς σχολής): Το χυδαίο δεν είναι πάντα kitsch, αλλά το kitsch είναι πάντοτε χυδαίο… Όμως αυτή είναι άλλη ιστορία, μια και η ποιητικότητα είναι διαφορετική αισθητική κατηγορία από αυτήν του καλού ή κακού γούστου…