Αποτελεί ιδιαίτερο ευτύχημα, κατά τη γνώμη μας, να βλέπουμε φιλολόγους που παλεύουν με τις λέξεις και τα συναισθήματα στην ποιητική αρένα. Οι φιλόλογοι κουβαλούν μία υπέρογκη κουλτούρα λογοτεχνική· ωστόσο, τούτη είναι πάντα καταδικασμένη να μένει δεμένη με αλυσίδα με τη σιδερένια μπάλα των αναλύσεων που εμποδίζουν τελικά τον επιστήμονα να γίνει λογοτέχνης, ελεύθερος και ειλικρινής, χωρίς τον περιορισμό τούτο, παρά τις επιφανείς σημαντικές εξαιρέσεις (Δάλλας, Κριαράς κλπ).
Τη σκόπελο τούτη προσπέρασε το 2015 ο Γιώργος Αποστόλου με το θεατρικό «Αλκιβιάδης και τόσο πλήρως σε φαντάστηκα» και πλέον χάραξε τη λογοτεχνική του πορεία με την ποιητική συλλογή «η νύχτα των πενήντα ημερών» (ήτορ, 2016).
Στη συλλογή η ποιητική αυτοαναφορική αναζήτηση συνδέεται με τις υπαρξιακές αγωνίες σε στιχουργήματα μέσης έκτασης. Η γλώσσα του είναι η λιτή οικεία, καθημερινή. Κυριαρχούν τα ρήματα και τα ουσιαστικά με ελεγχόμενη χρήση των επιθέτων. Παύσεις και μερική ελλειπτικότητα συμπληρώνουν την εκφραστική του σε κύριες και δευτερεύουσες προτάσεις που σπάνια γίνονται επαυξημένες.
Συχνή είναι η χρήση του καβαφικού β΄ ενικού προσώπου που -αν και μοιάζει με το αοριστολογικό- διαμορφώνει έναν δίαυλο ψευδοδιαλόγου με τον αναγνώστη/ακροατή. Εντούτοις απαντώνται και δευτεροπρόσωπα βουβά πρόσωπα σε ερωτικά ποιήματα ή τεθνεώτων αγαπημένων στα οποία απευθύνεται ο δημιουργός. Το β΄ γραμματικό πρόσωπο συμπληρώνει το πρωτοενικό υποκείμενο που εκθέτει σε μία εξομολογητική διάσταση -συχνά με αλληγορικά χαρακτηριστικά- τις συνθέσεις της συλλογής. Εντούτοις παρά τη “μονολογική” μονοτονία, το α΄ ενικό πρόσωπο λειτουργεί ως όχημα έκφρασης διαχρονικών και πανανθρώπινων αγωνιών μέσα από τη φωνή του ποιητή.
Ένας ελεγχόμενος λυρισμός εμφυσά τη στιχουργική του Αποστόλου. Το φυσικό στοιχείο έχει αισθητή παρουσία σε όλη τη συλλογή διαμορφώνοντας ένα ρομαντικό ποιητικό κάδρο. Ο δημιουργός απομακρύνεται έτσι από την αστική εικονοπλασία και πλησιάζει την “ποίηση της περιφέρειας“. Η θάλασσα και η νύχτα αποτελούν ένα σταθερό μοτίβο, σε πλήρη αντίθεση προς την απουσία του αστικού τοπίου· ακόμα και συνθέσεις που δεν οπτικοποιούνται σε χώρους της υπαίθρου, θα μπορούσαν να διαδραματίζονται/αναφέρονται σε κάθε περιοχή (ποια λέξη είσαι, δύσκολη εποχή, νύχτα πρωινή, αναμονή, κομμός, το κόλπο, το δώρο, σαν χάρη, υγρά μάτια, νοσταλγία, απολιθώματα).
Βέβαια, η ποιητική του Αποστόλου κινείται πιο κοντά στην “ποίηση δωματίου” ή “κλειστού χώρου” παρά στην “ανοιχτή”. Και τούτο δε συνδέεται τόσο με το καναβάτσο, όσο με την υπαρξιακή και ποιητική θεματική του, ενισχυμένη από την έντονη παρουσία της νύχτας -και συνηγορώντας από την απουσία εικαστικής μέρας. Ωστόσο, το κάδρο του δεν είναι σκοτεινό. Φωτίζεται από φανάρια, φεγγάρι και άστρα, ενισχύοντας το λυρικό στοιχείο, κι εκεί υποφώσκει ακριβώς ένα στοιχείο αισιοδοξίας.
Σημαντικό μέρος της συλλογής καλύπτουν τα ποιήματα για την ποίηση. Αν και η κλειστή ποιητική αυτοαναφορικότητα διακρίνεται γενικώς από έναν “αγοραφοβικό” εγωισμό, εντούτοις, εντυπωσιάζουν αρκετές συνθέσεις της συλλογής τόσο με τη μεταφορική έκφραση όσο και με τη συνειρμική/λιτή εικαστική του στίχου. Βέβαια, η ποιητική παράδοσή μας έχει υπερβολικά μεγάλο αριθμό για την ποιητική έμπνευση ή την καταφυγή στην ποίηση με εξαιρετικά δείγματα. Ωστόσο, πολύ συχνά τις τελευταίες δεκαετίες ποιητές καταφεύγουν σε αυτό το θέμα με αρκετές συνθέσεις ανά συλλογή προδίδοντας είτε αδυναμία έκφρασης είτε φίλαυτο ελιτισμό.
Σε κάθε περίπτωση όμως εκπλήσσει ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει την Ποίηση ο Αποστόλου. Άλλοτε είναι μετανάστης στη χώρα των ποιητών που ψάχνει εργασία χωρίς συστατικές επιστολές κι άλλοτε επιλέγει σαν ρούχο τις λέξεις (η χώρα των ποιητών, ποια λέξη είσαι, τρεις σημειώσεις για τη σιωπή, απορία, πορτ μαντό, ορισμοί, σαν χάρη, laterna magica, εντατική, αποκαθήλωση, λέξη ανεπίδεκτη).
Παράλληλα, ο ποιητής αγωνιά για το χρόνο που περνά (πρωινό ξύπνημα, φόβος, ένα δύσκολο παιχνίδι, το πτηνό του Θεού, αντοχή) προσδίδοντάς του μία εξανθρωπισμένη και συνάμα μαγική/υπέρκοσμη διάσταση, μα και εκφράζει τις ανησυχίες του με στοχαστική διάθεση για το θάνατο (αθανασία, οβολός, νοσταλγία, μια κάποια λύσις). Γράφει για τα όνειρα που ανατρέπονται (αναμονή, στιγμή αγανάκτησης, απολιθώματα) και τη χειμαζόμενη κοινωνία της κρίσης (Ομόνοια, πάλι εγώ, κομμός, διαδώστε το).
Ο Αποστόλου με ποιητική ειλικρίνεια και χωρίς να επιδιώκει τον εύκολο εντυπωσιασμό, στα πρώτα του ποιητικά βήματα δίνει πολύ θετικά δείγματα με τη μεστότητα του λόγου του. Επιφανειακά ακαλλιέργητη η γραφή του μιλά με αμεσότητα και εκφράζει οικουμενικές αγωνίες των ανθρώπων.
0 Σχόλια