Κάποιος μπαίνει σε ένα βιβλιοπωλείο και κοιτάει τα ράφια. Χιλιάδες τα βιβλία, πολλές οι κατηγορίες, ακόμα περισσότεροι οι συγγραφείς. Τι θα διαλέξει; Πού θα κατευθυνθεί το μάτι του; Μπαίνει για συγκεκριμένο λόγο ή για να ρίξει μια ματιά στους παλαιούς και νέους τίτλους; Έχει ψάξει πριν μεταβεί στο πλησιέστερο κατάστημα ποια βιβλία έχουν εκδοθεί τελευταία από τους εκδοτικούς οίκους και τι έχει γραφτεί γι’ αυτά σε εφημερίδες και περιοδικά, σε βιβλιοφιλικά sites και blogs και σε βιβλιοφιλικές σελίδες στο facebook; Πόσο θα τον επηρεάσουν ή / και μεταπείσουν οι στρατηγικά τοποθετημένες βιβλιοπροτάσεις του καταστήματος; Εν τέλει, τι θα διαλέξει και δεδομένης της οικονομικής του κατάστασης;
Ξεκίνησα να γράφω βιβλιοκριτικές το 2010 σε συγκεκριμένα βιβλιοφιλικά sites (ανάμεσά τους και στο παρόν φιλόξενο tovivlio.net), που με εμπιστεύθηκαν και μου έδωσαν χώρο για δημοσίευση των κριτικών μου, ορμώμενος αφενός μεν από την ανάγκη μου να εκφράζω την άποψή μου για τα βιβλία που διαβάζω, αφετέρου δε από την επιθυμία μου να προτρέπω νέους συγγραφείς να συνεχίσουν την προσπάθειά τους και να γίνονται καλύτεροι στα επόμενα βιβλία τους. Η γραφή μου από απλή, σχεδόν προφορική, άρχισε σταδιακά να εμπλουτίζεται με αποσπάσματα συγγραφέων, να τεκμηριώνεται καλύτερα και να αρχίζει να κρυσταλλοποιείται μέσα μου ως μορφή και δομή. Το 2015 έκλεισε συμπτωματικά ως έτος για μένα με την καταχώρηση της 1000ής κριτικής ακριβώς μία μέρα πριν εκπνεύσει το έτος! Ξεκίνησα ένα μοναχικό ταξίδι, στο οποίο σταδιακά με συντρόφεψαν νέοι φίλοι, με γνώρισαν ακόμη περισσότεροι συγγραφείς και εκδοτικοί οίκοι, συζήτησα με άλλους βιβλιοκριτικούς κλπ. Όλες αυτές οι εμπειρίες, οι καταστάσεις και οι εικόνες με βοήθησαν να σχηματίσω μια αντίληψη και μια άποψη για τον χώρο της εκδοτικής δραστηριότητας και της βιβλιοκριτικής στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα.
Πρόσφατα έφτασε στα χέρια μου το αξιόλογο βιβλίο του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη «Η μεταπολιτευτική κριτική στον καθρέφτη» (εκδ. Πόλις). Ένα τεκμηριωμένο, επιστημονικό σύγγραμμα, για το οποίο δε σκοπεύω να ασκήσω κριτική, πρωτίστως γιατί δεν έχω το υπόβαθρο να ασκήσω κριτική σε δοκίμια και δευτερευόντως δεν είναι αυτός και ο σκοπός του σημερινού κειμένου μου. Αντίθετα, χάρη στο πλούσιο, ευρύ, διακεκριμένο περιεχόμενο, υπήρξαν λέξεις-κλειδιά, προτάσεις και νοήματα που ξεκλείδωσαν πλειστάκις τον τρόπο σκέψης μου και με βοήθησαν να καταλάβω ποια είναι η θέση μου και ο ρόλος μου σε αυτόν τον υπέροχο κόσμο των βιβλίων.
Το δοκίμιο του κυρίου Περαντωνάκη απαντά σε ερωτήματα όπως: Γιατί να διαβάσω μια βιβλιοκριτική; Γιατί να εμπιστευθώ έναν κριτικό και τι παραπάνω ξέρει αυτός από μένα; Μα δεν είναι όλοι οι κριτικοί λογοτεχνίας ξεπουλημένοι στους εκδοτικούς οίκους και στα ποικίλα συμφέροντα; Ο τόμος επιχειρεί να καταγράψει και να αναλύσει τη «μετακριτική συνθήκη», τον λόγο δηλαδή των εμπλεκομένων που θέτει ερωτήματα για την κριτική και συνομιλεί με τις απόψεις των άλλων σε πολύ γόνιμους διαλόγους. Πέρασαν μπροστά από τα μάτια μου επιστημονικές ορολογίες, αντιθέσεις και παραθέσεις και κατάλαβα πως η κριτικογραφία είναι κάτι πολύ βαθύτερο και ουσιαστικότερο από μια άποψη σε ένα δημοφιλές site, blog, βιβλιοφιλική ομάδα / σελίδα στο facebook κλπ. (μιλώντας πάντα από την προσωπική μου εμπειρία).
Ο κύριος Περαντωνάκης γράφει: «Η κριτική δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται, δηλαδή η παρουσίαση και αξιολόγηση ενός βιβλίου ή ενός συγγραφέα, αλλά βαθύτερα αποτελεί τον τρόπο με τον οποίο το βιβλίο γίνεται η αφορμή να συζητήσουμε κοινωνικά, πολιτικά και προσωπικά θέματα». Και συνεχίζει: …… «Η κριτική, πέρα από παρουσίαση και αξιολόγηση, πέρα από διαμεσολάβηση, είναι και μια βάση παραγωγής νοημάτων, ένας θεμελιώδης τρόπος ανοίγματος του βιβλίου στον κόσμο. Στην ουσία η κριτική είναι η αφορμή… για να μπορέσει το… λογοτέχνημα να ανοίξει έναν γόνιμο διάλογο γύρω από τα θέματα που περιλαμβάνει στην ατζέντα του. …… και για να το πετύχει αυτό πρέπει να ισχυροποιηθεί η ίδια, ώστε να μπορεί αυτόνομη και ισχυρή να γράφει με ανεξαρτησία».
Από τα ανωτέρω συμπέρανα ότι το κείμενο της κριτικής δεν είναι απλά δυο-τρεις παράγραφοι υποκειμενικής άποψης και γνώμης, αντίθετα πρέπει να είναι ένα καλό εφαλτήριο για μια γόνιμη συζήτηση. Για την περίοδο που περιγράφεται στο βιβλίο του κυρίου Περαντωνάκη και πολύ πριν την ηλεκτρονική ενημέρωση, υπήρχαν περιπτώσεις δημιουργικού διαλόγου μεταξύ κριτικών και / ή συγγραφέων, μέσω επιστολών που δημοσιεύονταν στα λογοτεχνικά και φιλολογικά περιοδικά. Σήμερα αυτές οι συζητήσεις λαμβάνουν χώρα στα ανωτέρω αναφερθέντα ιστολόγια και ιστοτόπους εν είδει σχολίων και «like».
Ας προχωρήσουμε τώρα ακόμη βαθύτερα! Ο Γ. Βελουδής στο άρθρο του «Πόσο κριτική είναι η λογοτεχνική κριτική;» στην εφημερίδα Το Βήμα (12/3/2000) (μνημονεύεται στο βιβλίο) ξεχωρίζει δύο είδη κριτικής, την πρωτογενή και τη δευτερογενή. Πρωτογενής, η λεγόμενη λογοτεχνική ή «δημοσιογραφική», είναι η κριτική που αφορά σε απλή παρουσίαση και σχολιασμό του έργου και του συγγραφέα σε ένα περιοδικό ή εφημερίδα, σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα από τη δημοσίευσή του, δηλαδή όσο παραμένει «επίκαιρο». Η δευτερογενής κριτική συμπεριλαμβάνει κάθε μορφή θεωρητικής γνώσης του αντικειμένου «λογοτεχνία», δηλαδή επιστημονική και ακαδημαϊκή γραμματολογική και φιλολογική μελέτη και έρευνα, θεωρία και ιστορία της λογοτεχνίας κλπ.
Εν συνεχεία, μνημονεύεται και η άποψη του Β. Χατζηβασιλείου στο άρθρο του «Η κριτική της λογοτεχνίας στον Τύπο: σημεία και κώδικες», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ποίηση (τ. 16, φθινόπωρο-χειμώνας 2000). Η κριτική διαχωρίζεται σε ακόμη περισσότερα είδη: περιγραφική, ερμηνευτική και αξιολογική. Η περιγραφική απλώς παρουσιάζει το έργο (ασκείται από δημοσιογράφους ή ευκαιριακούς βιβλιοκριτικούς), η ερμηνευτική το αναλύει με επιστημονικά εργαλεία και ασκείται από καθηγητές πανεπιστημίου, ενώ η αξιολογική εντοπίζει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα κρίνοντας την αξία ενός έργου κι εφαρμόζεται από επαγγελματίες κριτικούς. Με απλά λόγια, η δημοσιογραφική πληροφορεί, η πανεπιστημιακή προχωράει σε αντικειμενική θεώρηση αλλά χωρίς προσωπική τοποθέτηση και η λογοτεχνική διαμορφώνει γνώμη και άποψη, στηριγμένες σε θεωρητικό πλαίσιο.
Αυτό ήταν μια μεγάλη ανακούφιση για μένα. Ξεκίνησα να γράφω την άποψή μου για τα λογοτεχνικά βιβλία της ελληνικής και μεταφρασμένης στα ελληνικά εκδοτικής δραστηριότητας για να βοηθήσω τον αναγνώστη να επιλέγει βιβλία. Με το πέρασμα του χρόνου και την ανταπόκριση που βλέπω από ανθρώπους που διαβάζουν τις κριτικές μου ή / και μου εμπιστεύονται βιβλία τους για να τους πω την άποψή μου, άρχισα να νιώθω την ευθύνη μου να μεγαλώνει. Με χαρά ανακάλυψα λοιπόν ότι τα κείμενά μου, βάσει πάντα των αναφορών στο βιβλίο του κυρίου Περαντωνάκη, είναι μια μίξη δημοσιογραφικής και λογοτεχνικής κριτικής, από τα οποία ελλείπει η μεθοδολογία, μιας και αυτό είναι κάτι που μπορούν να το κάνουν μόνο όσοι, πανεπιστημιακοί και μη, έχουν σπουδάσει την κριτική και τη θεωρία της ειδικότερα, όχι μόνο την ιστορία της λογοτεχνίας.
Πάντως, υπάρχει και ένα ερώτημα στο πίσω μέρος του μυαλού, που διατυπώνεται ως εξής: ποιος ο λόγος να γράφει κανείς κριτικές, αφού το κοινό συνήθως δεν τις διαβάζει και συνεπώς αυτές δεν επηρεάζουν την αγορά;
Ο Αλ. Αργυρίου στο άρθρο του «Παρατηρήσεις επάνω σε βιβλία κριτικής-μελέτης και θεωρίας» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Χρονικό (τόμος 4, 1973) (επίσης μνημονεύεται στο βιβλίο) γράφει κάτι πολύ εύστοχο: «Η βιβλιοκρισία ενέχει την υποκειμενικότητά της ως αναπόφευκτο επακόλουθο της προσωπικότητας του βιβλιοκριτικού αλλά το σύνολο των βιβλιοκρισιών (σύγχρονων και μεταγενέστερων) και η δευτερογενής κριτική που θα προέλθει από τη φιλολογική του μελέτη άρουν τον υποκειμενισμό και επαληθεύουν πιο βάσιμα την αξία του λογοτεχνήματος». Επομένως, οτιδήποτε γράφεται για ένα βιβλίο, ουσιαστικά δεν έχει άμεσο αντίκτυπο, μιας και το κοινό σε πολύ γενικές γραμμές δε διαβάζει κριτικές. Δηλαδή μια κριτική βραχυπρόθεσμα μπορεί να ενισχύει το εγώ του συγγραφέα και να επαινεί το πόνημά του, ή να δεικνύει στον συγγραφέα τυχόν λάθη του στην έκφραση και στην πλοκή, να παίζει τον ρόλο μιας φιλικής υπόδειξης που θα βελτιώσει τη γραφή του και θα τον κάνει καλύτερο ή και τα δύο. Στην πραγματικότητα θα επρόκειτο για μία εφήμερη κριτική, αν δεν υπήρχε η αποτίμηση όλων των κριτικών εν ευθέτω χρόνω ως σύνολο, κάτι που θα τεκμηριώσει τη θέση του γραπτού στην εποχή που γράφτηκε αλλά και σε βάθος χρόνου.
Σύμφωνα με τον κ. Δ. Κούρτοβικ (άρθρο «Από τον κριτικό στην κριτική» (Ελευθεροτυπία 14/11/1990): «Ο κριτικός πρέπει να είναι ο έντιμος αντίπαλος του συγγραφέα σε δημόσιο διάλογο όπου το βιβλίο αποτελεί αφορμή για αντίλογο, από τον οποίο θα ωφεληθούν και ο αναγνώστης και ο συγγραφέας, ο συγγραφέας γιατί θα συνειδητοποιήσει πώς μπορεί να εκτιμηθεί το έργο του απο μια εξωτερική ματιά που θα τον βοηθήσει στο επόμενο βιβλίο του». Ο κύριος Περαντωνάκης στο βιβλίο του αναφέρει ότι: «Ο συγγραφέας πρέπει να δέχεται και τις αρνητικές κριτικές, γιατί αλλιώς ακυρώνει τις πρώτες».
Ο κριτικός όμως διαβάζει και γράφει για τα δείγματα μόνο της σύγχρονης λογοτεχνίας; Τι γίνεται με τους κλασικούς; Ο κ. Περαντωνάκης στο βιβλίο του τονίζει ότι: «Ο κριτικός υποχρεούται να ξανακοιτάζει τα θεωρούμενα κλασικά κείμενα, όχι μόνο για να τα ξαναδεί υπό το πρίσμα της εποχής του και να επιβεβαιωσει έτσι τη διαχρονική τους ισχύ, αλλά και για να τα απομυθοποιήσει αν τυχόν δεν ανταποκρίνονται πλέον στις νέες απαιτήσεις». Γνωρίζω ότι είναι πολύ δύσκολο κάποιος από τους ανθρώπους που γράφουν κριτικές, είτε περιγραφικές είτε αξιολογικές, να ασκήσει κριτική στον Καζαντζάκη ή στον Γκαίτε. Αυτές, όμως οι απόψεις, που θα εκφραστούν μέσα από αυτές τις κριτικές, θα πρέπει να είναι καλοδεχούμενες, καθώς είναι απαραίτητες για να προσεγγίσουμε αυτά τα διαχρονικά, σημαντικά έργα με μια πιο φρέσκια ματιά και να καταλάβουμε ποια θέση έχουν έναν και δύο αιώνες μετά την συγγραφή τους στην σύγχρονη καθημερινή ζωή. Εξακολουθούν να έχουν διαχρονική αξία; Μπορούν να ανταποκριθούν στις σημερινές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες ή η ίδια η ζωή τα ξεπέρασε; Σε αυτήν τη θεώρηση συμβάλλουν τα οποιαδήποτε ψήγματα λογοτεχνικής κριτικής και άποψης αναρτώνται ή δημοσιεύονται οπουδήποτε.
Εν κατακλείδι, με αφορμή το βιβλίο του κυρίου Περαντωνάκη θέλησα να καταγράψω και να δημοσιοποιήσω κάποιες σκέψεις μου σχετικά με την κριτική βιβλίων, για να αποσαφηνίσω μέσα μου ποια είναι η θέση μου και πώς μπορώ να βελτιώσω τον τρόπο γραφής μου, ψάχνοντας, μελετώντας και ερευνώντας τέτοιου είδους κείμενα που θα με βοηθήσουν να απευθύνω έναν πιο μεστό, δομημένο και τεκμηριωμένο λόγο στο αναγνωστικό κοινό ώστε να το βοηθήσω στην επιλογή ενός βιβλίου. Απαντήθηκαν μερικές απορίες μου, τεκμηριώθηκαν κάποιες θέσεις μου και νιώθω πανέτοιμος και εφοδιασμένος να συνεχίσω το έργο μου. Μακάρι αυτές οι σκέψεις να εκκινήσουν έναν παραγωγικό και ουσιαστικό διάλογο επί της κριτικογραφίας, ειδικά για την εποχή που ζούμε, όπου ο καθένας μπορεί να γράψει μια γνώμη για ένα βιβλίο σε οποιοδήποτε δημόσιο μέσον του παραχωρηθεί.
0 Σχόλια