Προσευχή για τις νέες πατρίδες
του Μιχάλη Μπουναρτζίδη
από τις εκδόσεις Επτάλοφος
ISBN: 978-960-8360-71-6
τοβιβλίο.net υποδέχεται το συγγραφέα Μιχάλη Μπουναρτζίδη και το βιβλίο του ‘Προσευχή για τις νέες πατρίδες’ από τις εκδόσεις ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ. Με λόγο στρωτό που αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη του, ο συγγραφέας μας παρασύρει σε ένα ταξίδι με φόντο τη Θράκη του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, μέσα από την ιστορία της ίδιας του της οικογένειας.
Ο συγγραφέας μας ανοίγει την καρδιά του και μας φανερώνει τις σκέψεις που τον οδήγησαν στη συγγραφή του βιβλίου. Ο προσεκτικός αναγνώστης θα διαπιστώσει πως εκτός από το μεράκι για να δημιουργήσει αυτό το ιστορικό μυθιστόρημα, υπάρχει και καημός που προσωποποιείται στο χρέος του να συνδράμει για την γνωστοποίηση της ιστορίας της Θράκης.
“Ασχολούμενος με το διάβασμα και ιδιαίτερα με ιστορικά κείμενα διαπίστωσα κάποια στιγμή πως ήξερα πολύ λίγα για την πατρίδα μου. Άρχισα να ψάχνω, έβρισκα πολλά πράγματα για τη Μικρασία και τη Σμύρνη, πολλά για τον Πόντο επίσης, κι ελάχιστα για τη Θράκη. Η γνώση των περισσότερων, ειδικά στο Νότο, για θέματα προσφυγιάς, εξαντλείται σε κάποια στοιχειώδη για τη Σμύρνη, και μέχρι εκεί. Ένα πολύ μικρό απόσπασμα απο μια σελίδα του βιβλίου, κάπου προς το τέλος, ίσως να λέει πολλά:
Οι πολλοί, απ τη Μικρασία κι απ τον Πόντο, ζούσαν μια ατέλειωτη μεγαλοβδομάδα, έναν ατέλειωτο Γολγοθά… τώρα ξεκινούσε ο Γολγοθάς και για τους Θρακιώτες, και μακάρι να ήταν ο τελευταίος γι αυτούς…
Είχαν ανεβεί ξανά το Γολγοθά τους, χρόνια ακόμα πριν γυρίσει ο αιώνας, απ όταν άρχισαν να χάνουν τις πατρίδες τους, τη Φιλιππούπολη, το Στενήμαχο, τη Μεσημβρία, την Αγχίαλο, τον Πύργο, τη Σωζόπολη, την Αγαθούπολη… όταν ακόμα στη Σμύρνη και στ Αϊβαλί και στην Τραπεζούντα, πρόκοβαν οι Ρωμιοί και τραγουδούσαν ανέμελα και προσεύχονταν ελεύθερα… Ξανανέβηκαν πάλι τον καταραμένο λόφο με το διωγμό του ’14, την ώρα που άρχισαν κι οι Μικρασιάτες να νιώθουν κι αυτοί στο πετσί τους τα αμελέ ταμπουρού… Γύρισαν με λαχτάρα στις πατρίδες τους πριν δυό, τρία χρόνια, και τώρα κλείνουν την πομπή, και παρακαλάνε η εξόδια ακολουθία να είναι η τελευταία…
Μ αυτά και μ αυτά, το γράψιμο του βιβλίου έγινε και λίγο καημός, έτσι φτιάχτηκε σιγά-σιγά η ιδέα να κάνω κάτι κι εγώ για τον τόπο μου. Το είδα σαν χρέος, αν και δεν έλειψαν οι πίκρες…
Αυτό που φτιάχτηκε, έχει να κάνει με την ιστορία της πατρίδας μου της Θράκης, τα χρόνια των μεγάλων αλλαγών και της προσφυγιάς των Θρακιωτών, ανάμεσα στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78 και στο 1922. Είναι μυθιστόρημα και αναφέρεται σε μια χρονική περίοδο 40 ετών, από το 1882 που γεννήθηκαν οι δυό παππούδες μου, ο ένας στο Ορτάκιο του Άρδα κι ο άλλος στην Αδριανούπολη, μέχρι το τέλος του 1922. Συνέπεσε η περίοδος αυτή, που μεγάλωσαν, ανδρώθηκαν κι έκαναν οικογένειες, να είναι τα χρόνια που άλλαξαν τον κόσμο τους, και τον κόσμο όλο, στη Θράκη, στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο, στην Ελλάδα, σ ολόκληρη την Ευρώπη στα χρόνια πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στη διάρκειά του και μετά απ αυτόν.
Η μαγιά για το μύθο υπήρχε, ήταν δυό πραγματικότητες, απ τη μια το ότι ο ένας παππούς πήγε φαντάρος σε τρεις στρατούς, ο άλλος σε κανέναν αλλά δεν γλύτωσε την ομηρεία στη Βουλγαρία το 1917-18. Τις μικρές λεπτομέρειες δεν τις ήξερα, κι εκεί μπαίνει ο μύθος, που τον ταίριασα μέσα στην Ιστορία, την γραμμένη, (γι αυτό άλλωστε και στο τέλος του βιβλίου υπάρχει πίνακας τριών σελίδων με τις πηγές που χρησιμοποιήθηκαν. Η ιστορική συνέπεια και αξιοπιστία είναι απαράβατη συνθήκη για μένα). Στόχος μου ήταν να γράψω για την ιστορία της Θράκης, αυτήν την περίοδο που ο κόσμος ήρθε τ απάνω κάτω· για την ιστορία που οι νέοι, ακόμα κι οι Θρακιώτες, δεν έχουν ιδέα· μόνο που αυτή είναι δουλειά των ιστορικών, όχι δικιά μου. Εγώ ήθελα να την γνωρίσουν αυτήν την ιστορία, όπως φαντάστηκα να τη βιώνουν μερικοί απλοί άνθρωποι, κι όχι σαν Ιστορία… όσοι κάνουν τον κόπο να διαβάσουν τις σελίδες που έγραψα. Τελικά φτιάχτηκαν δυό ιστορίες που μπορεί να έγιναν έτσι, αλλά μπορεί κι αλλιώς, σημασία έχει να μάθει, όποιος κάνει τον κόπο να τις διαβάσει, την ιστορία της Θράκης αυτή την περίοδο αλλά και μπόλικα απ την ιστορία όλου του Ελληνικού χώρου, αυτά τα δυό πάνε μαζί, εδώ κι έναν αιώνα σχεδόν.
Σημασία έχει να ξέρουμε τις ρίζες μας και το πώς φτάσαμε μέχρι εδώ, δεν ήταν πάντα έτσι τα πράγματα, όπως τα βλέπουμε και τα ζούμε τώρα.”
Από την παρουσίαση του βιβλίου με τα λόγια του δημοσιογράφου Γιώργου Αντωνίου.
“Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης, ότι οι ήρωες του συγγραφέα είναι απλοί καθημερινοί άνθρωποι, με τα βάσανα, τους καημούς, τις αγωνίες και προβληματισμούς τους, τα οράματά τους, τους οποίους ο κ. Μπουναρτζίδης αποθεώνει. Έχουμε να κάνουμε με ένα βαθιά ανθρωποκεντρικό έργο. Κάθε στιγμή που εξιστορείται είτε πρόκειται για στιγμές της καθημερινής ζωής, είτε κορυφαίες στιγμές της ζωής τους, όπως ο πόλεμος, οι ομηρίες, ο θάνατος, ο συγγραφέας μπαίνει βαθιά στην ανθρώπινη ψυχή των ανθρώπων αυτών, που βρέθηκαν στη δίνη σημαντικών εξελίξεων, γεγονότων, ανοίγει πορτάκια της ψυχής τους, ερμηνεύει τις σκέψεις τους, αναδεικνύει τα άδολα συναισθήματά τους, τους φόβους τους, τα διλήμματά τους, μπαίνει στην ψυχοσύνθεσή τους και έχεις την αίσθηση ότι το κάνει με μεγάλη ευκολία. Ίσως και επειδή είναι γόνος των βασικών ηρώων του, και του περίγυρού τους, τους έζησε ως παιδί, στα τελευταία χρόνια της ζωής τους και αυτή η μαγιά των αφηγήσεών τους, αποτέλεσε τον καμβά να πλέξει με αριστουργηματικό τρόπο τις ιστορίες του, μυθοπλαστικά, μυθιστορηματικά. Με την ίδια άνεση πλέκει τις προσωπικές περιπέτειες των ηρώων μου με τις μεγάλες εθνικές περιπέτειες αναδεικνύοντας την κοινή τους μοίρα…
…Ο συγγραφέας παρακολουθεί τους ανθρώπους του, ενώ γύρω τους και στην ευρύτερη περιοχή συντελούνται σημαντικές ανακατατάξεις σε πολιτικό – στρατιωτικό, οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον τους, αδύναμοι όχι απλά να παρέμβουν, αλλά και χωρίς καμία ενημέρωση για να τις κατανοήσουν απλά. Κάποιοι ταξιδευτές, κάποιοι που κάτι άκουσαν, κάποια αποκόμματα παλιών εφημερίδων είναι η πληροφόρησή τους για ότι γίνεται δίπλα τους, ή στον ευρύτερο βαλκανικό, αλλά και τον Ευρωπαϊκό χώρο ή και στα ανατολικά. Και αυτοί εκεί, στη δίνη των γεγονότων. Μεγάλες δυνάμεις, μεγάλα συμφέροντα, αλλαγές συνόρων, συνθήκες, ανακωχές, στρατιωτικές επιχειρήσεις και αυτοί εκεί, ανάμεσα στα δυό ποτάμια ένας ολόκληρος κόσμος να ζει την Οδύσσειά του, το ξερίζωμα των οικογενειών τους, τους διωγμούς, τις περιπλανήσεις τους, τις ανασφάλειές τους, τη φτώχεια, τη μιζέρια και απόγνωση, το μεροκάματο που «ήταν λίγο παραπάνω από το τίποτα» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συγγραφέας και πάντα απομονωμένοι εκεί ψηλά…
…ο συγγραφέας έρχεται να μας θυμίσει – την όχι αυτονόητη από όλους – αλήθεια, ότι την ιστορία και πολύ περισσότερο την μικροϊστορία ενός τόπου τη γράφουν οι πολλοί, οι απλοί άνθρωποι, οι οποίοι συχνά είναι τα θύματά της…”
Η καταγωγή του Μιχάλη Μπουναρτζίδη είναι Θρακιώτικη απ’ όλες τις μεριές. Ο παππούς κι η γιαγιά του ήταν απ’ την Αδριανούπολη, ο άλλος παππούς απ’ το Ορτάκιο (σημ. Ιβαήλοβγκραντ) και η άλλη γιαγιά του απ’ τον Ίασμο της Κομοτηνής. Ο πατέρας του γεννήθηκε στο Σουφλί του Έβρου κι η μητέρα του στην Ξάνθη όπου γεννήθηκε και ο ίδιος το 1947, εκεί μεγάλωσε και τέλειωσε το σχολείο. Στη συνέχεια οι σπουδές κι όλες οι υποχρεώσεις της ζωής, τον ανάγκασαν να ζήσει όλα του τα χρόνια μακρυά απ’ τη Θράκη.
Έκανε θετικές σπουδές και μεταπτυχιακά, παρ’ όλα αυτά η αγάπη του για τα κλασσικά γράμματα και ιδιαίτερα για ιστορικά θέματα, δεν τον άφησε ποτέ, αντίθετα δυνάμωνε όσο περνούσαν τα χρόνια.
Είναι σαφές ότι η φύση των σπουδών και οι δουλειές που έκανε, δεν προσιδιάζουν σε λογοτεχνικές ενασχολήσεις, αλλά φυσικά τίποτα δεν απαγορεύεται… Τελευταία, όταν κάνει απολογισμό, σκέφτεται πως αν ξαναγύριζαν πίσω τα χρόνια, θα ακολουθούσε κλασσικές σπουδές. Έπειτα, είναι η αγάπη του για το διάβασμα, που ξεκίνησε απ’ τα παιδικά χρόνια και συνεχίζεται μέχρι σήμερα με ρυθμό που μάλλον εντείνεται όπως και η ποιότητα στο γράψιμό του, όπως χαρακτηριστικά του λένε οι γύρω του. Κάποιοι έχουν τη γνώμη ότι έπρεπε να ξεκινήσει να γράφω νωρίτερα, η απάντηση που τους δίνει είναι πως ξεχάστηκε διαβάζοντας…
Εξαιρετικό! Μια γοητευτική και συναρπαστική αφήγηση πραγματικών γεγονότων, μια δεξιοτεχνική ανάλυση προσώπων και χαρακτήρων, μια γλώσσα ρέουσα και ευγενής, μια καταγραφή που σε ταξιδεύει και σε κάνει συμμέτοχο της ζωής των ηρώων του μυθιστορήματος! Και το μεγαλύτερο κέρδος; Η αβίαστη και εν τω βάθει ενημέρωση του αναγνώστη για τα συνταρακτικά γεγονότα μιας σημαντικής περιόδου της σύγχρονης Ιστορίας του τόπου μας που μας είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστη!Από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει! Και πάλι συγχαρητήρια φίλε μου Μιχάλη!
ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Αντί κριτικής
Χωρίς να έχω ειδικές γνώσεις και πείρα βιβλιοκριτικού, αφού μελέτησα το βιβλίο του κ. Μιχάλη Μπουναρτζίδη «Προσευχή για τις καινούργιες πατρίδες», θα επιχειρήσω, με καλή πρόθεση, μία ελάχιστη «κριτική» προσέγγισή του.
Ο συγγραφέας αναφέρεται στην ιστορική περίοδο από το 1882 έως το 1922, όπου αποτυπώνει, με έκδηλη συναισθηματική φόρτιση, τις αυξημένες εθνικές – πατριωτικές ευαισθησίες του, σε κάθε κεφάλαιο και σε πολλές σελίδες του βιβλίου.
Με περισσή ευαισθησία και θαυμαστή γλαφυρότητα καταγράφει το «νόστιμον ήμαρ» των ξενητεμένων, των καταδιωγμένων προσφύγων, που άφησαν τους τάφους των γονιών τους, γυναίκες και παιδιά, σπίτι και δουλειά ή ξεσπιτώθηκαν οικογενειακώς μία και δύο φορές και που αγωνιούν και αγωνίζονται να επιστρέψουν στην γενέτειρά τους.
Επίσης, «ανάγλυφη», με ευστοχία και παρρησία, παρουσιάζει την διχόνοια, τον διχασμό, αυτόν τον ατιμώρητο μεγάλο υπεύθυνο και πραγματικό ένοχο, της κάθε εθνικής συμφοράς, «αρχαιόθεν». Την ενδημική και ανίατη ασθένεια, κωδικοποιημένη στα χρωμοσώματα και στα γονίδιά μας, η οποία προσβάλλει κληρονομικά, ακόμη και τα πιο υγιή κύτταρα της βιολογικής οντότητας του Ελληνισμού. Σύντροφος απαίσιος των Ελλήνων, η διχόνοια, – η αιματόεσσα, όπως την ονόμαζαν οι αρχαίοι – η δολερή, κατά τον Διονύσιο Σολωμό – σύντροφος μοχθηρός και επικίνδυνος από τον Τρωικό Πόλεμο (Αγαμέμνονας – Αχιλλέας), από το πρώτο δηλαδή κεφάλαιο του Ανατολικού Ζητήματος, μέχρι τον τραγικό επίλογό του, την Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή.
Εντυπωσιακή είναι η περιγραφή των διαλόγων και της καθημερινότητας των ηρώων του, με λέξεις και φράσεις θρακιώτικης ντοπιολαλιάς, οι οποίες γοητεύουν τον αναγνώστη.
Η αναφορά των πραγματικών γεγονότων, αποδεικνύει μελετητή και κάτοχο και ανήσυχο ιστοριοδίφη των ιστορικών περιόδων, οι οποίες αποτελούν το πλαίσιο της μυθιστορηματικής αφηγήσεως και στις οποίες αυτά αναφέρονται, στοχεύοντας «… στη μνήμη των παληών, και στη γνώση των νεότερων…», όπως ο ίδιος ο συγγραφέας σημειώνει στο σύντομο και σεμνό βιογραφικό του.
Ως προς τα λοιπά, με συνέπεια υπερασπίζεται την ιστορική αλήθεια, ότι δηλαδή, η Ιστορία έχει γραφτεί, δεν παραγράφεται, και δεν παραποιείται. «Εξ ιστορίας αναιρεθείσης της αληθείας, το καταλειπόμενον ανωφελές» (Ιστορίαι, Πολύβιος).
Τέλος, παρακαλώ τον συγγραφέα να δεχθεί τα πιο θερμά συγχαρητήριά μου και τις εγκάρδιες ευχές μου, για συνέχιση του συγγραφικού έργου του, με νέα πονήματα.
Δημήτριος Παλαιολόγος
Υποστράτηγος ε. α.
Από τα αποσπάσματα που διάβασα γοητεύτηκα από την αβίαστη γραφή με την οποίαν ο κ. Μπουρνατζίδης, αφηγείται γεγονότα που σημάδεψαν την ζωή των ξενιτεμένων συμπατριωτών μας αλλά και των απογόνων των. Είναι πραγματικά τούτη η γλαφυρή γραφή που δίνει δύναμη στις περιγραφές αλλά και τους διαλόγους του έργου. Είδα δε ότι παρέα με τον τρόμο και τον συγκλονισμό σε ορισμένες σκηνές έρχεται παρέα και ένα διακριτικό χιούμορ που προσδίδει πρόσθετη ισχύ στο ήδη εξαιρετικό κείμενο. Αβίαστα ωθούμαι στο να αποκτήσω το βιβλίο για να το απολαύσω.
Ζητώ συγγνώμην για την λάθος καταγραφή του ονόματος του συγγραφέα κυρίου Μιχάλη Μπουναρτζίδη στο σχόλιο μου.
Συμπαθάτε με.
Το συγγραφικό – λογοτεχνικό χάρισμα του συγγραφέα διαπίστωσα και εγώ ως αναγνώστης του βιβλίου, έχοντας βέβαια και την εμπειρία συγγραφικού έργου. Το βιβλίο του Μιχάλη Μπουναρτζίδη αποτελεί έναν εντυπωσιακό πάντρεμα ιστορίας και μυθιστορήματος διότι παρουσιάζει δύο πραγματικές μεν ιστορίες παραθέτοντας και όλα τα ιστορικά στοιχεία, τα οποία εμπλέκονται με την διαχρονική εξέλιξη των ιστοριών αυτών διανθίζοντας αυτές και με δικά του μυθιστορηματικά στοιχεία, που ο ίδιος φαντάζεται. Αυτός ο συνδυασμός καθιστά ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα αλλά και ευχάριστη την ανάγνωση του βιβλίου. Με έναν λογοτεχνικό τρόπο διηγείται την ιστορία της περιόδου 1882 – 1922 και δεν την καταγράφει απλά, βάζοντας παράλληλα τον αναγνώστη σε μία αγωνία για την τύχη των ηρώων του από την εξέλιξη των ιστορικών γεγονότων.
Εάν δεν γνωρίζει κανείς την ιστορία της εποχής εκείνης, την μαθαίνει μέσα από το βιβλίο του κ. Μπουναρτζίδη, ο οποίος και από την αναφορά των πραγματικών γεγονότων αλλά και από τον πίνακα της βιβλιογραφίας του, στο τέλος του βιβλίου, καταξιώνεται ως μελετητής και γνώστης της περιόδου η οποία αποτελεί και το πλαίσιο της μυθιστορηματικής αφηγήσεως του, υπερασπιζόμενος παράλληλα την ιστορική αλήθεια, που σημαίνει ότι η ιστορία της Θράκης και όχι μόνον, έχει γραφτεί, αλλά και δεν παραγράφεται και δεν παραποιείται. Μια ιστορία γεμάτη με τα βάσανα, τον ξεριζωμό, τους καημούς, την αβάστακτη καθημερινότητα και την προσφυγιά των Θρακιωτών, αλλά και με την θέληση και την προσπάθεια να διατηρήσουν την ελληνική τους ταυτότητα και συνείδηση. Ο ένας παππούς του Μιχάλη, όπως θα μας πει, πήγε φαντάρος σε τρεις στρατούς. Τον Τουρκικό, τον Βουλγαρικό, τον Ελληνικό, αλλά και ο άλλος παππούς που κατάφερε να μην πάει φαντάρος, δεν γλύτωσε την ομηρία στην Βουλγαρία το 1917-18. Πάνω απ όλα όμως, ήταν ο καημός για την Ελλάδα.
Μέσα από τους διαλόγους των ηρώων του φαίνεται η προσπάθεια του συγγραφέα να κρατήσει μία ουδέτερη στάση προς όλους τους συγκάτοικους της περιοχής (έλληνες, βουλγάρους, τούρκους, εβραίους), γιατί όλοι ήταν άνθρωποι ταπεινοί, καθημερινοί που ήθελαν να ζήσουν και να μεγαλώσουν τα παιδιά τους ήσυχα, χωρίς πολέμους, διωγμούς και δυστυχία, κάτι όμως που δεν επέτρεπαν τα συμφέροντα των μεγάλων, εξαιτίας της γεωπολιτικής και στρατηγικής σημασίας της περιοχής. Σημαντική πηγή καταγραφής της ιστορίας είναι και ο τρόπος ζωής και αντιμετώπισης των καταστάσεων από τον απλό λαό. Αυτό ακριβώς κάνει και ο συγγραφέας μας, περιγράφοντας άγνωστες πτυχές της ιστορίας της περιοχής μέσα από τις δύο ιστορίες του, μέσα δηλαδή από απλές φράσεις, απλοϊκές κουβέντες, ανθρώπινα συναισθήματα, σοφά λόγια απλών ανθρώπων, έστω και με την ελλιπέστατη τότε πληροφόρηση, χωρίς εφημερίδα, ραδιόφωνο κ.λπ. έναντι της σημερινής κατάστασης που εγγίζει και τα όρια της παραπληροφόρησης.
Πρόκληση για την ανάγνωση του βιβλίου αποτελεί η λογοτεχνική παρουσίαση όλων των παραπάνω, η γλαφυρότητα της περιγραφής, οι εικόνες που ο συγγραφέας φτιάχνει, σε σημείο που σε ορισμένες σε κυριεύει το παράπονο και ένα γιατί όλα αυτά, άνθρωποι δεν είμαστε;
Συμπερασματικά. «Προσευχή για τις καινούργιες πατρίδες», ένα βιβλίο με άγνωστες πτυχές της ιστορίας σαράντα δύσκολων χρόνων για την Θράκη, μέσα από δύο πραγματικές ιστορίες, μυθιστορηματικής υφής και εξαιρετικής λογοτεχνικής παρουσίασης. Επίσης ένα βιβλίο ευχάριστης ανάγνωσης και εύκολης κατανόησης των ιστορικών στοιχείων εξαιτίας και της δομής του, δηλαδή με κεφάλαια χρονολογικής σειράς των γεγονότων. Για όλους αυτούς τους λόγους επιβάλλεται η ανάγνωσή του από κάθε Θρακιώτη.και όχι μόνο (εγώ απόλαυσα την παρουσίαση που έγινε στο Βουλευτικό στο Ναύπλιο) Συγχαρητήρια στον Μιχάλη Μπουναρτζίδη.
Μπορεί το σχόλιό μου, να είναι μόνο μια λέξη: ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ! Ίσως απ τα καλύτερα βιβλία του είδους που έχω διαβάσει (κι έχω διαβάσει αρκετά, επειδή κι η ενασχόλησή μου μέχρι την σύνταξη, ήταν να διδάσκω στα παιδιά του Λυκείου, λογοτεχνία και ιστορία). Άψογο λογοτεχνικά, άψογο ιστορικά.
Μέσα από την ιστορία υπαρκτών προσώπων, που θα μπορούσαν να είναι οι πρόγονοι καθενός με προσφυγική καταγωγή μαθαίνουμε την ιστορία της Θράκης που κανείς δε διδάσκεται και ελάχιστοι γνωρίζουν. Στους διαλόγους ζωντανεύει το γλωσσικό ιδίωμα, που παιδιά ακούγαμε στις προσφυγικές γειτονιές από τους παππούδες και τις γιαγιάδες. Μαθαίνουμε για τη Θράκη του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου και όλα όσα βίωσαν οι κάτοικοί της από το Ορτάκιοϊ, την Αδριανούπολη, το Κάραγατς το Σουφλί, την Ξάνθη… Μέσα από τους διαλόγους, τις σκέψεις και τις πράξεις των ηρώων του βιβλίου μαθαίνουμε για τις σχέσεις των Ελλήνων με τους Τούρκους και Βούλγαρους γείτονες αλλά και με τους Παλαιολλαδίτες.
Η Προσευχή για τις Καινούργιες Πατρίδες είναι ένα ολοκληρωμένο λογοτεχνικό έργο που θα πρέπει να μελετάται από τα παιδιά μας για να μάθουν όλα όσα δεν γράφονται στα σχολικά βιβλία της Ιστορίας.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ για όλα τα συναισθήματα που με γέμισε διαβάζοντας για ανθρώπους που έζησαν ότι και οι δικοί μου πρόγονοι. Ένα μεγαλύτερο ευχαριστώ για τις γνώσεις που απέκτησα για την ιστορία της περιοχής μας! Να είσαι καλά Μιχάλη και να μας δώσεις κι άλλα!
Δεν είμαι πολύ καλή με το γράψιμο. Δυό λόγια μόνο. Το διάβασα σε στιγμές πολύ δύσκολες για μένα, (εγκυμοσύνη δύσκολη). Ξέχασα και τις δυσκολίες, τα ξέχασα όλα. Βυθίστηκα, ταξίδεψα, συνταράχτηκα, έμαθα! Τι άλλο να πω; Πως είναι απ τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει – κι έχω διαβάσει πολλά. Στενοχωριέμαι μόνο πως η Προσευχή για τις καινούργιες πατρίδες, δεν έχει την προβολή που πρέπει, ίσως φταίει ο Εκδοτικός Οίκος, δεν ξέρω.
Κυρία Ρωμανού, είμαστε σίγουροι πως ο εκδοτικός οίκος κάνει άριστα τη δουλειά του και δε φταίει αν το βιβλίο δεν έχει την προβολή που πρέπει, αν βεβαίως ισχύει κάτι τέτοιο. Όμως, θεωρούμε πως η καλύτερη προβολή είναι τα λόγια όσων το διάβασαν που είναι πολύ θερμά, όπως και τα δικά σας. Κι αυτό είναι το σημαντικότερο πράγμα για κάθε βιβλίο αλλά και για το συγγραφέα του.
ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΜΠΟΥΝΑΡΤΖΙΔΗ,
«ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ»
Θέλω να σας ευχαριστήσω για την παρουσία σας σ αυτή την εκδήλωση, γιατί αφ ενός η στέγη των Ξανθιωτών στην Αθήνα και αφ ετέρου η παρουσίαση του βιβλίου του συμπατριώτη Μιχάλη Μπουναρτζίδη, μας δίνει την ευκαιρία να ξαναβρεθούμε. Η αίσθηση της πατρίδας έχει πάντα τη δική της ζεστασιά και την δική της ιδιαίτερη σημασία. Ακριβώς όπως και το μυθιστόρημα του Μιχάλη που γράφει για χώματα γνώριμα και ανθρώπους δικούς μας, που γράφει για την πατρίδα μας τη Θράκη, με την τοπική, με την ιστορική, αλλά και με την εθνική έννοια του όρου.
Ως δημοσιογράφος βρήκα εξαιρετικά ερεθίσματα στο μυθιστόρημα του Μιχάλη «Προσευχή για τις καινούργιες πατρίδες» και θα ήθελα να σας μιλήσω γι αυτά τα ερεθίσματα – χαρίσματα του βιβλίου.
Πρώτα γιατί αφορά μια περιοχή του μείζονος κάποτε Ελληνισμού, τη ιστορική Θράκη που τώρα αρχίζει να απασχολεί σοβαρά τους μελετητές μας και τους λογοτέχνες. Δεύτερο γιατί αναφέρεται σε αφανείς, καθημερινούς Έλληνες, ανώνυμους ανθρώπους του πανελλήνιου εθνικού χώρου, που η μοίρα τους καθορίζεται από τα παιχνίδια μιας εξουσίας πανίσχυρης και σκληρής που βρίσκεται πάνω και πέρα απ αυτούς. Τρίτο γιατί οι άνθρωποι αυτοί, στριμωγμένοι ως λαό, ως θρησκεία και ως γλώσσα σε ένα αχανές απολυταρχικό κράτος, μια πολυεθνική αυτοκρατορία διαφορετική από τις ελληνικές ρίζες τους, καταφέρνουν να επιβιώσουν και να μεγαλουργήσουν. Να μεγαλουργήσουν αφού ο αγώνας, ο μόχθος, η μέχρι κεραίας τιμιότητα, η πίστη τους, το πατριωτικό καθήκον και οι θυσίες τους, αλλάζουν τελικά τα δεδομένα της ιστορίας και πετυχαίνουν το αδιανόητο, να φέρουν την Ελληνική πατρίδα μέσα στην καρδιά της τότε οθωμανικής τους πατρίδας.
Το βιβλίο κινείται πάνω σε δύο άξονες, που κάθε καλό ιστορικό λογοτέχνημα ακολουθεί. Ο ένας άξονας είναι η ίδια η ιστορία, και μάλιστα η ιστορία που διαμορφώνεται και διαμορφώνει την Ελλάδα και τα Βαλκάνια που ξέρουμε σήμερα. Ο άλλος άξονας είναι οι μικρές προσωπικές ιστορίες των ηρώων του βιβλίου μέσα στο γενικότερο γεωγραφικό και ιστορικό πλαίσιο όπου ζουν και κινούνται. Είναι τόσο στενή η σχέση των προσώπων του μυθιστορήματος με τα ιστορικά γεγονότα και τόσο μακροσκελής, ακριβής και πυκνή η ιστορική καταγραφή, που η δραματουργία των περιστατικών, η δράση των ηρώων, η περιγραφή των χαρακτήρων και το συναισθηματικό φορτίο της αφήγησης, παίρνουν, – ας μου επιτραπεί η καθ υπερβολή έκφραση, – την διάσταση ενός έπους. Είναι το έπος των ξεχασμένων πια ανθρώπων της Θράκης του προπερασμένου και του περασμένου αιώνα, όχι μόνο των ρωμιών, αλλά και όλων των κατοίκων της και των μετοίκων, γεωργών, μεροκαματιάρηδων, καπνάδων, εμπόρων, τεχνιτών, βιοπαλαιστών, επιχειρηματιών… Αυτών, που ζώντας κάποτε μέσα στη Βαβέλ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήξεραν απ τη λαλιά, απ την λατρεία και απ τις πατρογονικές μνήμες τους, ότι είναι μεν όλοι υπήκοοι και μαζί δεσμώτες του Σουλτάνου, ήταν όμως, αλλότριοι στο γένος, στη γλώσσα και στην θρησκεία από τον διπλανό τους, Βούλγαρο, Βλάχο, Εβραίο, Τούρκο, Πομάκο, Αρμένη ή Αλβανό. Αυτό όμως δεν τους έκανε εχθρούς μεταξύ τους, ούτε αντιπάλους, ούτε φυσικά αδελφούς. Ωστόσο, κάτι ανώτερο απ την φυλή τους έφερνε όλους πιο κοντά, πιο ισότιμα και πάντοτε ανεξίκακα, κι αυτό βέβαια δεν ήταν απ το καθεστώς, ούτε την πολιτική παιδεία τους. Ήταν η έμφυτη Θρακιώτικη ανθρωπιά, το μεροκάματο, ο άρτος ο επιούσιος, η ίδια η σκληρή ζωή που τους ένωνε όλους αξεχώριστα σε μια κοινή μοίρα, σε μια κοινή πατρίδα, ως τη στιγμή που η ιστορία με τη συνθήκη της Λωζάννης καθόρισε την τελική έκβαση. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Θράκη, οι Έλληνες πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης, του Πόντου, της Μικρασίας και της Ρωμυλίας ενσωματώθηκαν, αναγνωρίστηκαν και πρόκοψαν τόσο άμεσα και αδελφικά όσο σε καμμιά άλλη περιοχή της Ελλάδας.
Επιτρέψτε μου τώρα μια συναισθηματική παρέκκλιση:
Γεννήθηκα στον μαχαλά των 12 Αποστόλων στην Ξάνθη. Στο σπίτι μας, το πολυμελές συγγενολόι μιλούσε με την ίδια ευκολία Ελληνικά, Τουρκικά, Πομάκικα και Σλάβικα. Οι απέναντι μιλούσαν Βλάχικα και Ελληνικά. Αρκετά παρακάτω έμεναν Τούρκοι που σκότωναν τα Τούρκικα, σκότωναν και τα Ελληνικά. Γύρω – γύρω πρόσφυγες, Πόντιοι, Αδριανουπολίτες, Σαραντακλησσιώτες, Τσανακαλιώτες, Βουλγαροπρόσφυγες, Καπαδόκες, Σμυρνιοί, Κωνσταντινουπολίτες, Ηπειρώτες, Δυτικομακεδόνες, Προυσαλήδες, όλοι με τις δικές τους Ελληνικές διαλέκτους και τις δικές τους συνήθειες… Δεν αναρωτήθηκα ποτέ γιατί και πως!.. Όλα στη μακάρια Ξάνθη του ’60, έμοιαζαν στα μάτια μου ακόμα φυσικά. Τα υπόλοιπα τα έμαθα αργότερα. Και όταν στράβωναν τα πράγματα μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας, ένιωθα δυστυχής. Σας ομολογώ ότι εξακολουθώ να αισθάνομαι έτσι, οσάκις τα Ελληνοτουρκικά εκτροχιάζονται.
Γνώρισα σαν παιδί στην Ξάνθη της δεκαετίας του ΄60 τους τελευταίους εκπροσώπους εκείνης της Θράκης του παλιού καιρού. Και όποτε μιλάω και γράφω γι αυτούς, το κάνω με συγκίνηση και με απέραντο σεβασμό, χωρίς να ξεχωρίζω εθνικότητες και θρησκείες. Ήταν όλοι τους, Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι, Εβραίοι, άνθρωποι κιμπάρηδες, θαρρείς βγαλμένοι απ τις σελίδες του βιβλίου του Μιχάλη. Αξιοπρεπείς, εργατικοί, έντιμοι, αλληλέγγυοι, υπεύθυνοι, σοβαροί και σχεδόν πάντοτε, θεοφοβούμενοι. Ήταν και παραμένει μια εμπειρία ζωής, το ότι μεγαλώσαμε σε μια τέτοια νηφάλια και συνετή πόλη, σε μια τέτοια περιοχή, σε μια τέλος πάντων τέτοια κοινωνία, γεμάτη ανθρωπιά, κατανόηση και πραότητα, που ήξερε να υπολογίζει και να σέβεται τον συγγενή, τον φίλο, τον συμπολίτη, τον συμπατριώτη.
Όποτε επισκέπτομαι την γενέθλια πόλη, διαπιστώνω με χαρά ότι εκείνη η παλιά Θρακιώτικη μαγιά, εξακολουθεί να χαρίζει πάντα τη γεύση και το άρωμά της στη νέα γενιά, που παρ ότι ενταγμένη στην εποχή της όπως οφείλει να είναι, κρατά κάτι από το ήθος των παλιών αλησμόνητων προγόνων της.
Αυτόν τον πλούτο των αισθημάτων και των συναισθημάτων και ταυτόχρονα αυτό το χρονικό του αγώνα για συμβίωση, επιβίωση και προκοπή που έκανε τους παλιούς Θρακιώτες, ντόπιους, μέτοικους και πρόσφυγες, τόσο ιδιαίτερους και τόσο ξεχωριστούς, αναδεικνύουν οι σελίδες του μυθιστορήματος του Μιχάλη. Το έπος της πολυκύμαντης ταπεινής ζωής τους, είναι ο ωραιότερος φόρος τιμής στη μνήμη τους και μαζί η πιο στοχαστική – και ελπιδοφόρα – προσευχή για τις καινούργιες πατρίδες. Θέλω να συγχαρώ τον Μιχάλη, να συγχαρώ τους εκδότες του και να σας προτρέψω να το διαβάσετε.
Χρίστος Χριστοδούλου
Αθήνα, 13 Μαρτίου 2011.
Χαρακτηρίζω «αποκάλυψη» το βιβλίο, εξηγώντας: Ο συγγραφέας μπόρεσε και πάντρεψε δυο εντελώς διαφορετικά πράγματα, την ιστορία και τη λογοτεχνία.
Το βιβλίο κινείται μεταξύ των δύο και έχει τα χαρίσματα και της λογοτεχνίας (φαντασία και θελκτικότητα στον τρόπο γραφής), αλλά ταυτόχρονα υπάρχει και η ιστορική διάσταση».
«Ένας που δεν έχει επαφή με την ιστορία, μπορεί μέσα από αυτό το βιβλίο να γνωρίσει την ιστορία της ενιαίας Θράκης στο διάστημα 1880-1920 περίπου. Δηλαδή τότε που η Ρωμυλία, η ανατολική και η δυτική Θράκη ήταν ενιαίος χώρος και στη συνέχεια ένα τμήμα πήγε στη Βουλγαρία, ένα στην Τουρκία και το άλλο έμεινε στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτό το χώρο της ενιαίας Θράκης τραβούν πάρα πολλά και μέσα από τα βιώματά τους μαθαίνουμε την ιστορία και την πορεία τους. Πραγματικά ο Μιχάλης Μπουναρτζίδης δίνει την ψυχή του, γράφει την ιστορία των προγόνων του που μέχρι το 1920 περνούν ανάμεσα σε τρεις πατρίδες, ανάμεσα σε όσα οι μεγάλες δυνάμεις θέλουν για την περιοχή μας. Και βέβαια το ερώτημα είναι τι φταίει ο απλός άνθρωπος που βρίσκεται σαν μπαλάκι μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, μεταξύ των συμφερόντων».
Το μυθιστόρημα του Μιχάλη Μπουναρτζίδη «Προσευχή για τις καινούριες πατρίδες» είναι ένα σύγχρονο κείμενο, που αναφερόμενο στη Θράκη του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου δίδει στον αναγνώστη με ενάργεια και πειστικότητα το ‘ήθος’ μιας ολόκληρης εποχής και ενός ολόκληρου λαού. Έχοντας ο συγγραφέας υπόψη του πληθώρα πηγών, όχι μόνο συναρτά τη λογοτεχνία με την ιστορία [όπως προείπαμε] αλλά και με τη λαογραφία – τα ήθη και τα έθιμα, τις παραδόσεις και την ψυχοσύνθεση ατόμων και συνόλων.
Ένα ιστορικό μυθιστόρημα που μας προσκαλεί να ταξιδέψουμε σε αληθινά γεγονότα και μας προκαλεί να σκεφτούμε ότι οφείλουμε μεγαλύτερο σεβασμό στους αγώνες,και τις αγωνίες των προγόνων μας.
Ένα ιστορικό ταξίδι που απευθύνεται σε όλους μας και όχι μονάχα στους Θρακιώτες.Απαραίτητες τέτοιες όμορφες προσπάθειες γιατί η γνώση για τις ρίζες μας είναι περισσότερο απο ποτέ,επίκαιρη.Μια ευχή,να μην χρειαστούν εκ νέου προσευχές για “νέες” πατρίδες.
Θα το χαρακτήριζα ΓΟΗΤΕΥΤΙΚΟ για το γράψιμό του που σε συνεπαίρνει, ΔΙΑΔΑΚΤΙΚΟ γιατί αυτή την ιστορική περίοδο (1878-1922, μακρυά απ τον Αθηναϊκό χώρο) που εξελίσσονται οι δυό παράλληλες ιστορίες του, ελάχιστοι τις γνωρίζαμε, ΔΙΚΑΙΟ γιατί κρατάει ίσες αποστάσεις απ όλες τις πλευρές. Απ τα καλύτερα του είδους.
Εξαίρετο! συναρπαστική αφήγηση, γλαφυρότατες οι περιγραφές….μέσα από την πορεία του Γιάγκου και του Μιχάλη γνωρίζουμε την ιστορία και τα έθιμα του τόπου μας!! Ενα βιβλίο που θα πρέπει όλοι να διαβάσουν!
Αν εξαιρέσουμε τους βιβλιόφιλους ,η συνήθης κίνηση του μέσου Έλληνα πολίτη μετά την ρουτίνα της καθημερινότητας είναι όταν γυρίζει στο σπίτι να ανοίγει την τηλεόραση να ¨τσιμπά¨ κάτι και να κοιμάται. Σπανίως διαβάζει βιβλία συνήθως καμιά εφημερίδα και αν κατά τύχη του πέσει στο χέρι κανένα βιβλίο το ανοίγει και το κλείνει στο ίδιο κεφάλαιο την ώρα που πάει για ύπνο.
Οι ίδιοι άνθρωποι πολλές φορές μεταμορφώνονται σε ανυπόμονους αναγνώστες να τελειώσουν το βιβλίο όταν πραγματικά το περιεχόμενο του τους κινεί το ενδιαφέρον.
Ο Μιχάλης Μπουναρτζίδης, κατορθώνει αυτήν την αλλαγή συμπεριφοράς, με το «Προσευχή για τις Καινούργιες Πατρίδες». Αν το πάρετε στα χέρια σας να είστε βέβαιοι ότι θα θελήσετε να το τελειώσετε μέσα στο ίδιο βράδυ. Είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα πλεγμένο από βιωμένες ιστορίες που στο τέλος αποδεικνύεται ότι είναι και προσωπικές. Το προνόμιο του είναι ότι έχει ένα κείμενο στιβαρό δεμένο που κρατά καθηλωμένο τον αναγνώστη. Στην πλοκή έχει μια άνεση να σμίγει ανθρώπους και καταστάσεις από το πουθενά.Στη γλώσσα, το βιβλίο, κρατά μόνο στην αρχή τη Θρακιώτικη ντοπιολαλιά στους διαλόγους μεταξύ των ηρώων, και τη διατηρεί σε «λαϊτ» μορφή στη διήγηση. Αυτό δεν εμποδίζει στο βιβλίο να υπάρχει ένας απέραντος λυρισμός. Και ειδικά σε κάποιες περιγραφές πραγματικά σου έρχεται να κλάψεις.
Τα καλά βιβλία ταξιδεύουν ανάλογα με τον ψυχισμό του αναγνώστη και ζουν διαφορετικά όταν τα ξαναδιαβάζει. Έχουν πολλές οπτικές γωνιές. Το ίδιο βιβλίο μπορεί να το διαβάσεις δύο φορές και ανάλογα με το πώς αισθάνεσαι το ίδιο βιβλίο να ζει μέσα σου διαφορετικά. Όμως αυτό είναι συγγραφικό χάρισμα.
Το έχει αυτό ο Μιχάλης Μπουναρτζίδης. Και το βιβλίο «Προσευχή για τις Καινούργιες Πατρίδες» δίνει στον αναγνώστη του έντονα αυτό το συναίσθημα.
Αφού κανείς ολοκληρώσει την ανάγνωση αυτού του βιβλίου, αντιλαμβάνεται ότι ο συγγραφέας που γράφει τη συγκλονιστική αυτή ιστορία είναι κι ο ίδιος μια ζωντανή συνέχειά της, σαν ένας από μας.Η αφήγηση μέσα στις σελίδες αυτού του μυθιστορήματος αγκαλιάζει μια μεγάλη ιστορική περίοδο, τέλη του 19ου και αρχές του 20ού αιώνα, αν και ο χρονικός της ορίζοντας είναι πολύ ευρύτερος, και αποτελεί το χρονικό δύο οικογενειών στη χρονική διαδοχή τριών γενιών ανθρώπων τους, οι οποίοι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη Θράκη και συναντήθηκαν σε έναν κοινό απόγονο, στον ίδιο τον συγγραφέα της. Η εμπλοκή του με τον τρόπο αυτόν στην ιστορία αποτελεί στοιχείο γνησιότητας και συγκίνησης, γνώσης και συνέπειας για τη γραφή ενός ιστορικού μυθιστορήματος που απαιτεί πάνω απ’ όλα την ιστορική γνώση αλλά και την αντικειμενικότητα και την αλήθεια, στοιχεία που ο συγγραφέας κατέκτησε και από την ιστορική απόσταση αλλά και από την προσωπική του προσπάθεια να κατανοήσει την ιστορία των προγόνων του, να τη σεβαστεί και να αγαπήσει την αλήθεια της, πριν μας την μεταδώσει μέσα από μια μυθοπλασία.Το έπος (γιατί για τέτοιο πρόκειται, για έπος των απλών ανθρώπων), που εμπνεύστηκε και συνέγραψε ο συγγραφέας δεν είναι ένα εύκολο εγχείρημα. Είναι όμως βέβαιο ότι έγραψε ένα άρτιο ιστορικό μυθιστόρημα μιας εποχής που δεν μας είναι μακρινή, αρκεί κανείς σήμερα να δει τον διπλανό του• συνέθεσε ένα αφήγημα που συγκινεί τον αναγνώστη για τον βαθύτατο ανθρωπισμό του, που κατορθώνει να δαμάσει τον χαλαστή πόλεμο, με την απλότητα, την τιμιότητα και την ανθρωπιά του, να προβάλλει την προκοπή και την ειρήνη με την καταδίκη της μισαλλοδοξίας, μέσα από ένα μάθημα μισού αιώνα ιστορίας που όπως φάνηκε είκοσι χρόνια μετά, το 1940, δεν στάθηκε αρκετό να διδάξει την καταδίκη του πολέμου στους ισχυρούς αλλά και τους αδύνατους της Ευρώπης!
Αυτή θαρρώ πως είναι η προσφορά του βιβλίου σε μας τους αναγνώστες. Και δεν είναι καθόλου μικρή… .
Αλέξανδρος Ακριτόπουλος
Εγώ επανέρχομαι σήμερα για να πω ότι βρίσκομαι ακόμη ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου. Θέλω όμως να πω με έμφαση πως δεν μπορώ να κρύψω τον θαυμασμό μου για τον τρόπο που ο Μιχάλης Μπουναρτζίδης μας μιλάει για μια περιοχή της πατρίδας μας – άγνωστης σε μένα- που δεν ξέρω αν κάποιος άλλος ασχολήθηκε με τόσο γοητευτικό τρόπο, αλλά και αγάπη. Σας βεβαιώνω πως όσο προχωράω στο ταξίδι μου αυτό ρίχνω κλεφτές ματιές στο πάχος των σελίδων που απομένουν και λυπούμαι όταν αντιλαμβάνομαι ότι λιγοστεύει. Βέβαια νομίζω πως όποιος το έχει διαβάσει όλο, θα πρέπει να είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να μάθει πώς αυτός ο άνθρωπος – ο Μιχάλης – κατάφερε να συγκεντρώσει τέτοιο όγκο πληροφοριών και να τις ενσωματώσει μέσα σε ένα μυθιστορηματικής υφής βιβλίο με τόση μαεστρία. Δεν έχω να πω προς το παρόν τίποτα άλλο, άλλωστε ο ίδιος αλλά και οι “προλαλήσαντες” εδώ τα λένε τόσο όμορφα.