Πρόσωπα.
Βλέπω πρόσωπα παντού.
Πρόσωπα που δεν θα ξαναδώ ποτέ.
Πρόσωπα που δεν είχα προσέξει μέχρι τώρα.
Πρόσωπα, έργα δοξασμένων ζωγράφων,
με μπογιές παραμελημένης βρώμας.
Πρόσωπα που μιλάνε, σκέφτονται, και χάνονται.
Και σβήνονται μόλις καθαρίσω.
Σε κάθε καινούργια αρχή.
Πρόσωπα φαντάσματα, σκιές,
στο τώρα, για ένα φόβο, για το μέλλον,
στο τότε, για μια γνώση, που σήμερα
δεν μπορεί να αλλάξει στο παρελθόν,
την ασταμάτητη, ακατάπαυστη,
καθημερινή, βασανιστική ανησυχία μου.
Για το αντίο, που χειρότερο από το όχι είναι.
Για το ταξίδι, που καλύτερα να μην πηγαίναμε.
Την τιμωρία φτάνω να λαχταρώ,
και να μου λείπει, γιατί ποτέ δεν είχα τύχη.
Την συγκίνηση δεν μπορώ να συγκρατήσω.
Στο σκότος έμαθα το ψέμα.
Που πίστεψα σαν παραμύθι.
Και μάτωσε στ’ αλήθεια.
Και η στεναχώρια ενός παιδιού,
ξάπλωσε σαν την νύχτα,
εγκλωβισμένη στο δωμάτιο,
και έγινε σκοτάδι, τρομαχτικό,
το φως της συντροφιάς ενός κεριού,
που για να μεγαλώσει, και να μπορέσει,
γενέθλιο να γίνει, περίμενα για χρόνια.
Και ακόμα περιμένω.
Και εκεί ψηλά θα ανέβω,
δεν θα το περιμένει,
να σπάσω τα κόκκαλα του,
με ένα σφιχτό γιατί.
Και μ’ ένα οργισμένο κλάμα,
τους ουρανούς να πνίξω.
Μα γρήγορα θα προσγειωθώ,
και δάσκαλος το είπε.
Όχι πως πίστευα ποτέ,
πατέρα εγώ δεν είχα,
απλά δεν έχει νόημα,
όπως καλά γνωρίζω.
Όμως ποιος θα απαντήσει,
το ερώτημα της νιότης.
Που πάει η ομορφιά
και δεν μας περιμένει,
κρυφά μέσα στη νύχτα,
σε δρόμους και τοπία
γκρίζα – και μαλλιά –
σαν δίχτυα ερημωμένα.
Υπάρχουν τα γηρατειά,
ή είναι αργοπορία.
Αυτό το ρολόι
την δυσκολία δείχνει,
σε όλους μας.
Απειλητικά προστάζει την αιχμή του,
πάντα την ίδια ώρα,
σε έναν αριθμό,
που πλάτη ευάλωτή έχει.
Δεν είναι δείκτης.
Γκιλοτίνα είναι και κόβει,
τα κεφάλια που αγαπάμε.
Εγώ συλλέγω μερικά,
και τα ξαναενώνω.
Σε σώμα δελφινιού,
ένα κεφάλι αλόγου.
Πότε κολυμπάει, σε κύματα
που λέξεις του ξεβράζουν.
Και ποτέ βγαίνει στην στεριά,
και μιλάει στα καβούρια:
-Γιατί δεν μπορείτε να κοιτάξετε,
και αποφεύγετε πλαγίως;
-Είναι το σπίτι μας η αμμουδιά,
και το σπίτι αυτό μας κρύβει.
Δεν επιλέξαμε εμείς,
τον κόσμο, και το τέλος.
Ήσυχα περιμένουμε, την ζέστη και τον ήλιο.
Δεν θέλουμε να τον προδώσουμε,
με ξένους καιρούς αγνώστων,
και αλλαγές απότομες στο κλίμα.
Από μακριά εξερευνώ.
Δεν πνίγεται το βλέμμα.
Το μάτι δεν τρομάζει,
ούτε τον δρόμο χάνει.
Ποιος προκαλεί αλήθεια,
το άγνωστο να φέρει,
τον αδικοχαμένο.
Τον σπαραγμό ποιος άντεξε,
και δεν έμεινε μόνος, άρρωστος,
από πυρά συντετριμμένος.
Πόσο να ξεγελάσεις το κακό,
παίζοντας κρυφτό στο καταφύγιο.
Ο πόλεμος δεν είναι παιχνίδι.
Έχει πρόσωπα.
_
γράφει ο Μάνος
0 Σχόλια