Η μάνα μού λεγε από μικρό παιδί, «μην πας κοντά σε φλόγες, θα καείς».
Την άκουγα, μα ήξερα πως το πύρινο εκείνο, πορτοκαλί κύμα με καλούσε σαν από Σειρήνα πλασμένο.
Το έβλεπα που απρόσκοπτα χόρευε λες κι ήξερε την δύναμη του, λες και είχε επίγνωση του πως ανάδευε το είναι των πραγμάτων.
Ήμουν η μόνη που μπορούσα να δω πέρα από την μπλε κορδέλα που κάλυπτε την χρυσή του απόχρωση.
Μονάχα εγώ ήξερα πως αν έβαζα το χέρι μου βαθύτερα και έσκιζα ένα ένα τα πέπλα της με το δάχτυλο μου, δεν θα πονούσε άλλο. Και πάντα ήμουν απ’ τα άτομα που το βαθύτερο αναζητούνε· το λες και απληστία, ας είναι.
Ο πυρήνας της φλόγας φάνταζε να ‘ναι η λύτρωση σε μια πυρκαγιά που δεν μπορούσε ανθρώπινο μάτι να δει, μόνο η ψυχή να νιώσει.
Ήλπιζα πως θα σταμάταγε κάποτε αυτός ο παραλογισμός των μεγάλων.
~
Ο κόσμος πια μου λέει «μην πας κοντά του, θα καείς».
Τι ειρωνεία. Αν ήξεραν πως κάθε ‘έγκαυμα’ απ’ τα χείλη σου, από τα χέρια σου, από την αγκαλιά σου, ήταν ο πιο γλυκός πόνος, θα γινόμουν κι εγώ ένας σύγχρονος Καιόμενος.
Θα με άφηναν να καίγομαι χωρίς βλέμμα να ρίξουν πίσω, να στροβιλίζομαι χωρίς σωτηρία να ζητώ.
Ίδιος με φωτιά είσαι, ναι.
Κι εγώ, αδιάλλακτα πυρομανής.
_
γράφει η Αγάθη Γαβριηλίδου
0 Σχόλια