Πλησιάζω το σκοτάδι οπλισμένος με το φως, σκαλίζοντας δυο λόγια σ’ ένα χαρτί ως τη χαραυγή που απορώ αν τελικά θα έρθει.
Στυλό βαρύ, σκέψεις χωρίς συνοχή, μια μουσική χωρίς κοινό και στο αυτί μια εμβοή που δίνει χώρο στην οργή.
Γενιά με άγχη και προβλήματα μα πάνω απ’ όλα συναισθήματα και λόγια που σε κόβουν σα λεπίδες όταν την ελπίδα σβήνεις.
Ματώνω στο χαρτί γιατί μάτωσε η ψυχή μου και πλήγωσα μια μορφή που ζήτησε αγάπη και στοργή.
Μεθάω με κρασί, κόκκινο και βαρύ, και προτίμησα να βουτήξω κι εγώ με τις λέξεις μου στο κενό· γιατί νιώθω πια το σώμα μου ελαφρύ.
Ασήκωτο είναι όμως τώρα το χαρτί γιατί μούσκεψε με κόκκινο κρασί που βγάζω από τα μάτια μου και γράφω με μια πένα που κάρφωσα στο δεξί μάτι μου.
Στο τέλος θα μείνω εγώ μ’ ένα στυλό, δυο τσιγάρα και λίγο ποτό· μα όχι κρασί, μόνο θλίψη μου προκαλεί.
_
γράφει ο Θανάσης Μουλιός
0 Σχόλια