Στην παρούσα μελέτη θα επιχειρήσουμε να περιγράψουμε κάποια από τα σημαντικότερα σημασιολογικά χαρακτηριστικά των γραμματικών χρόνων της Αρχαίας και της Νέας Ελληνικής μέσα από παραδείγματα ενώ, παράλληλα, να προβούμε σε μια σύγκριση παρουσιάζοντας τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί κατά τη μετάβαση από τη μια γλώσσα στην άλλη σχολιάζοντας, ταυτόχρονα, τους συνδυασμούς χρόνου - όψης - τροπικότητας, όπου είναι εφικτό.
Θα πρέπει, κατ’ αρχάς να τονίσουμε, όπως αναφέρει και ο Lyons (1977: 704, όπ. αναφ. στον Χατζηκυριακίδη 2014, σελ.4), ότι ο γραμματικός χρόνος στην ΑΕ είναι στην πραγματικότητα ένας συνδυασμός γραμματικού χρόνου και γραμματικής όψης. Τα θέματα χρόνου/όψεως στην ΑΕ δε δηλώνουν, όπως αναφέρει ο Χατζηκυριακίδης (2014, σελ. 5), τις απόλυτες χρονικές σχέσεις του παρόντος/παρελθόντος ή μέλλοντος αλλά δηλώνουν την όψη του ρήματος. Αντίθετα, η δήλωση του απόλυτου χρόνου είναι δυνατή μόνο με την οριστική έγκλιση και σε ορισμένες περιπτώσεις με την αύξηση σε συνδυασμό και με την οριστική έγκλιση, όπως αναφέρει ο Rijksbaron (2002:2, σημ. 1, όπ. αναφ. στον Χατζηκυριακίδη 2014, σελ.5). Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην ΚΝΕ με τη διαφορά ότι η αύξηση αποβάλλεται όταν δεν τονίζεται.
Ειδικότερα, ο ενεστώτας της οριστικής στην ΑΕ δηλώνει το σύγχρονο στο παρόν του/της ομιλητή/ ομιλήτριας και ότι επιπλέον αυτή η περίσταση βρίσκεται σε εξέλιξη ή συνεχίζεται, κατά τον Rijksbaron (2002, όπ. αναφ. στον Χατζηκυριακίδη 2014, σελ.5), τη στιγμή που εκφέρεται η πρόταση (Ἥδομαι ἀκούων σου φρονίμους λόγους Ξενοφῶντος Κύρου Ἀνάβασις 2.5.16). Επίσης, ο ενεστώτας μπορεί να δηλώνει μια συνήθεια ή ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό του ορίσματος (ἴστε δήπου ὅθεν ἥλιος ἀνίσχει καὶ ὅπου δύεται Ξενοφῶντος, Κύρου Ἀνάβασις 5.7.6). Στο συγκεκριμένο παράδειγμα το χαρακτηριστικό είναι από πού ανατέλλει και πού δύει ο ήλιος. Σε αντίθεση με την οριστική, η προστακτική ενεστώτα, όπως επισημαίνει ο Schwager (2006, όπ. αναφ. στον Χατζηκυριακίδη 2014, σελ.7), έχει μελλοντικό προσανατολισμό (Ἅπτε, παῖ, λύχνον, Ἀριστοφάνους Νεφέλαι 18). Επίσης, όπως επισημαίνει ο Rijksbaron (2013, σελ. 36-37), ο ενεστώτας μπορεί να έχει ιστορική χρήση παρά το γεγονός ότι η οριστική ενεστώτα δεν είναι κανονικά κατάλληλη για την έκφραση παρελθοντικών γεγονότων (οὐκ ἐκδίδωσιν, ἀλλ' ἀποστέλλει βουλόμενον ὡς βασιλέα Θουκυδίδου Ἱστορίαι, 1.137.1.5). Ανάλογες είναι και οι σημασίες του ενεστώτα στην ΚΝΕ: Χαίρομαι να βλέπω τους φίλους μου και η αλεπού φημίζεται για την πονηριά της. Στην ΚΝΕ, όπως και στην ΑΕ, η προστακτική αναφέρεται στο μέλλον: Διάβαζε δυνατά να ακούω. Τέλος, ο ιστορικός ενεστώτας απαντά και στην ΚΝΕ για να προσδώσει ζωντάνια στην περιγραφή γεγονότων (Την ώρα που ακούγαμε μουσική, ο Γιάννης σηκώνεται και κλείνει το ραδιόφωνο). Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι ο ενεστώτας έχει τα ίδια σημασιολογικά χαρακτηριστικά και στις δυο γλώσσες, ενώ ως προς την όψη δηλώνει το μη συνοπτικό ποιον ενεργείας.
Ο παρατατικός της οριστικής στην ΑΕ μολονότι σχηματίζεται από το ενεστωτικό θέμα (μη συνοπτικός) τοποθετείται χρονικά πριν από το παρόν του/της ομιλητή/ομιλήτριας εξαιτίας της παρελθοντικής αύξησης ἐ- (Χατζηκυριακίδης 2014, σελ. 6). Σημασιολογικά ο παρατατικός δηλώνει περίσταση σε εξέλιξη (Οἱ λοχαγοί ἐτόξευον καὶ ἔβαλλον Ξενοφῶντας, Κύρου Ἀνάβασις 4.2.12) και συνήθεια στο παρελθόν (Λίχας ταῖς γυμνοπαιδίας τοὺς ἐπιδημοῦντας ξένους ἐδείπνιζεν Ξενοφῶντος Ἀπομνημονεύματα 1.2.61.5). Επίσης, σύμφωνα με τον Rijksbaron (2013, σελ. 32-33), μπορεί να έχει και βουλητική αξία και να αναφέρεται σε ολοκληρωμένη κατάσταση (ἕκαστος ἔπειθεν αὐτὸν ὑποστῆναι τὴν ἀρχήν Ξενοφῶντος Κύρου Ἀνάβασις 6.1.20.1). Παράλληλα, μπορεί να εκφράζει επαναλαμβανόμενες καταστάσεις απόρροια της μη συνοπτικότητάς του (καὶ γὰρ δῶρά οἱ ἀνὰ πᾶν ἔτος ἐδίδου ταῦτα 3.160.8 Ηρόδοτος). Και στην ΚΝΕ ο παρατατικός δηλώνει περίσταση σε εξέλιξη (ο μηχανικός επισκεύαζε το αυτοκίνητο στο συνεργείο). Βέβαια, σε σχέση με την ΑΕ που είναι κανονικό μορφολογικό χαρακτηριστικό, η αύξηση αποβάλλεται σε κάποιες περιπτώσεις, όταν δεν τονίζεται (Γράφαμε διαγώνισμα).
Ο αόριστος της οριστικής, σύμφωνα με τον Χατζηκυριακίδη (2014, σελ. 6) δηλώνει μια ολοκληρωμένη περίσταση στο παρελθόν και παρουσιάζει διαφορά όψης (συνοπτικός) παρά χρόνου με τον ενεστώτα (Κῦρος οὕτως ἐτελεύτησεν Ξενοφῶντος Κύρου Ἀνάβασις 1.9.1). Κατά τον Χατζηκυριακίδη (2014, σελ. 6), ο αόριστος αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι το αοριστικό θέμα δηλώνει όψη και όχι γραμματικό χρόνο. Και στον αόριστο, όπως και στον παρατατικό, βασικό μορφολογικό χαρακτηριστικό αποτελεί η αύξηση ε-. Επίσης, όπως επισημαίνει ο Rijksbaron (2013, σελ. 34), ο αόριστος εκφράζει το παρελθόν μέσα στο παρελθόν (ἐπεὶ δὲ ἐξῆλθον, ὁ Ἀναξίβιος ἔκλεισε τὰς πύλας Ξενοφῶντος Κύρου Ἀνάβασις 7.1.36.2). Ανάλογη είναι η χρήση του αορίστου και στην ΚΝΕ (Έγραψα διαγώνισμα χθες), όπου περιγράφει μια κατάσταση που έλαβε χώρα και ολοκληρώθηκε στο παρελθόν σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή (χθες). Και στον αόριστο, όπως και στον παρατατικό της ΚΝΕ, η αύξηση δεν αποτελεί κανονικό μορφολογικό χαρακτηριστικό, αφού αποβάλλεται όταν δεν τονίζεται (Γράψαμε διαγώνισμα χθες). Σε αντίθεση με την οριστική αορίστου που αναφέρεται στο παρελθόν, η προστακτική αορίστου στην ΑΕ αναφέρεται στο παρόν του/της ομιλητή/ομιλήτριας και έχει μελλοντικό προσανατολισμό, όπως επισημαίνει ο Schwager (2006, όπ. αναφ. στον Χατζηκυριακίδη 2014, σελ.7):Μηδεὶς ὑμῶν προσδοκησάτω ἄλλως, Πλάτωνος Ἀπολογία 17c. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Rijksbaron (2002:11-21 όπ. αναφ. στον Χατζηκυριακίδη 2014, σελ.7), η προστακτική αορίστου δίνει έμφαση στην ίδια τη διαδικασία της περίστασης που δηλώνεται με την προσταγή. Ανάλογη είναι και η σημασία της προστακτικής στην ΚΝΕ (Γράψε μού τη διεύθυνσή σου).
Ο μέλλοντας της οριστικής στην ΑΕ, σύμφωνα με τον Rijksbaron (2013, σελ. 17), δηλώνει την πραγμάτωση μιας περίστασης σε κάποια μελλοντική χρονική στιγμή χωρίς να πληροφορεί για το αν η περίσταση είναι ολοκληρωμένη ή όχι (Ποιήσω ταῦτα καὶ ἥξω παρὰ σὲ αὔριον Πλάτων Λάχης 201c). Σε σχέση με τους άλλους παροντικούς και παρελθοντικούς χρόνους, ο μέλλοντας εκφράζει μια αβεβαιότητα καθώς αναφέρεται σε κάτι που θα γίνει, επομένως, είναι δύσκολο να το πούμε με σιγουριά. Γι’ αυτό ο συγκεκριμένος χρόνος εκφράζει μια τροπική απόχρωση (Χατζηκυριακίδης 2014, σελ. 7). Στο παραπάνω παράδειγμα δηλώνεται μια επιστημική τροπικότητα, καθώς εκφράζεται ο βαθμός δέσμευσης του ομιλητή σχετικά με την αλήθεια της πρότασης (η πρόθεση του ομιλητή δεν παρουσιάζεται απόλυτα βέβαιη). Ο μέλλοντας στην ΚΝΕ παρουσιάζει διαφοροποιήσεις συγκριτικά με αυτόν της ΑΕ. Αναλυτικότερα, έχουμε την αντικατάσταση ενός μονολεκτικού τύπου από έναν περιφραστικό, ο οποίος σχηματίζεται από το μόριο «θα» το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το βουλητικό ρήμα «θέλω» που δήλωνε βουλητική τροπικότητα (θέλω να + ρήμα < θε να < θα). Το μόριο αυτό δηλώνει επιστημική τροπικότητα, όταν συνδυάζεται με ρήμα που δηλώνει το μη-παρελθοντικό και το μη συνοπτικό (Θα διαβάζω Ιστορία όλη μέρα), όπως επισημαίνει ο Χατζηκυριακίδης (2014, σελ.7-8). Αντίστοιχη τροπικότητα εκφράζει το «θα» όταν συνδυάζεται με μη-παρελθοντικό και συνοπτικό ρήμα (Θα διαβάσω Ιστορία αύριο), όπως επίσης, και στο συνδυασμό με συνοπτικό παρελθοντικό τύπο (Θα πήγε να επισκεφτεί τη γιαγιά του).
Ο παρακείμενος της οριστικής στην ΑΕ, ο πρώτος από τους συντελεσμένους χρόνους που θα εξετάσουμε, έχει μια ποικιλία σημασιολογικών χαρακτηριστικών. Αρχικά, εκφράζει μια κατάσταση στο παρόν ως αποτέλεσμα μιας περίστασης (Οἱ πολέμιοι ἐπιωρκήσασί τε καὶ τὰς σπονδὰς λελύκασιν Ξενοφῶντoς Κύρου Ἀνάβασις 3.2.10). Επίσης, ο παρακείμενος δηλώνει μια παροντική κατάσταση σε εντονότερο βαθμό (μᾶλλον γὰρ πεφόβημαι τὰς οἰκείας ἡμῶν ἁμαρτίας ἢ τὰς τῶν ἐναντίων διανοίας Θουκυδίδης Ἱστορία 1.144.1.3-4), συγκριτικά με τον ενεστώτα (ἀλλὰ τὴν ἀπειρίαν φοβοῦμαι, Πλούταρχος Βίοι 38.2.3). Σύμφωνα με τους Gerö & Stechow (2003, όπ. αναφ. στον Χατζηκυριακίδη 2014, σελ. 9) στην κλασική ΑΕ ο παρακείμενος χρησιμοποιείται και με παρελθοντική λειτουργία (προυκεχωρήκει γὰρ τότε κατὰ τὴν θέαν Θουκυδίδου Ἱστορίαι 5.10.2.5). Τέλος, δεν πρέπει να παραλείψουμε την εμπειρική (Χαιρεφῶν οὕτως ... μεμάθηκε κωμάζειν ἄδειπνος Αντιφάνης 199.3-4) και καθολική λειτουργία του παρακειμένου (ταῦτα δὲ τὰ δέκα ἔτη ὁ πρῶτος πόλεμος ξυνεχῶς γενόμενος γέγραπται Θουκυδίδου Ἱστορίαι 5.24.2.5). Στην ΚΝΕ ο παρακείμενος παρουσιάζει διαφοροποιήσεις σε σχέση με τον αντίστοιχο χρόνο της ΑΕ. Κατ’ αρχάς εκλείπουν η καθολική και η εντασιακή του λειτουργία, όπως αναφέρει ο Χατζηκυριακίδης (2014, σελ. 9), ενώ διατηρείται η αποτελεσματική χρήση του (Έχω διαβάσει όλο το βιβλίο σήμερα) και η εμπειρική (Έχω επισκεφτεί το Ιστορικό μουσείο τρεις φορές). Σε αντίθεση με την ΑΕ στην ΚΝΕ τείνουν να εξαλειφθούν οι σημασιολογικές διαφορές μεταξύ παρακειμένου και αορίστου με συνέπεια να μπορεί ο παρακείμενος σε όλα σχεδόν τα περιβάλλοντα να αντικαταστήσει τον αόριστο: α) Έφαγα πολύ σήμερα. β) Έχω φάει πολύ σήμερα. Όπως φαίνεται και από τα παραδείγματα η αντικατάσταση αυτή είναι εφικτή, όταν περιγράφει μια ολοκληρωμένη ενέργεια που έχει επιπτώσεις στο παρόν, κάτι που επισημαίνουν και οι Φιλιππάκη κ.α. (1999, σελ. 229). Έτσι, ένας συντελεσμένος χρόνος μπορεί να αντικατασταθεί από ένα συνοπτικό χωρίς ουσιαστικές σημασιολογικές διαφοροποιήσεις. Η περίπτωση που ο παρακείμενος δεν μπορεί να αντικατασταθεί από αόριστο, σύμφωνα κυρίως με τους Κλαίρη & Μπαμπινιώτη (2005, όπ. αναφ. στον Χατζηκυριακίδη 2014, σελ.9) είναι, όταν δηλώνει κάποιο είδος εμπειρίας (Έχω επισκεφτεί τον γιατρό τρεις φορές/ επισκέφτηκα τον γιατρό τρεις φορές). Τέλος, σύμφωνα με τους Κλαίρη & Μπαμπινιώτη (2005, όπ. αναφ. στον Χατζηκυριακίδη 2014, σελ. 9) η μόνη περίπτωση που δεν μπορούν να εμφανιστούν μαζί είναι όταν η περίσταση τοποθετείται σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο: Πέρσι ταξίδεψα στο Παρίσι/*Έχω ταξιδέψει πέρσι στο Παρίσι.
Ο υπερσυντέλικος της οριστικής στην ΑΕ δηλώνει μια κατάσταση που ισχύει σε μια συγκεκριμένη στιγμή στο παρελθόν, προϊόν της εκπλήρωσης μιας προηγούμενης κατάστασης (ηὗρε δ’ ἐκεῖ τοὺς μὲν ἐφόρους καὶ τῆς πόλεως τὸ πλῆθος χαλεπῶς ἔχοντας τῷ Φοιβίδᾳ, ὅτι οὐ προσταχθέντα ὑπὸ τῆς πόλεως ταῦτα ἐπεπράχει· Ξενοφῶντας Ἑλληνικά 5.2.32.3.-6). Επίσης, δηλώνει μια παρελθοντική περίσταση που τοποθετείται χρονικά πριν από μια άλλη χρονική περίσταση, δηλαδή το παρελθόν μέσα στο παρελθόν (ἐπὶ δὲ τὸ ναυτικόν, ὃ ἐκεῖνος ἡθροίκει ἀπὸ τῶν συμμάχων, ἐξεπέμφθη Κρατησιππίδας Ξενοφῶντας Ἑλληνικά 1.1.32.5). Στην ΚΝΕ συναντάμε και τις δυο σημασίες, την πρώτη στο παράδειγμα (είχα φύγει όταν με φώναξε) και τη δεύτερη στο παράδειγμα (Είχα συναντήσει το Γιώργο όταν σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο).
Ο τελευταίος από τους συντελεσμένους χρόνους, ο συντελεσμένος μέλλοντας, στην ΑΕ δηλώνει μια κατάσταση στο μέλλον ως αποτέλεσμα μιας περίστασης (καί με ἐὰν ἐξελέγχῃς…μέγιστος εὐεργέτης παρ’ ἐμοὶ ἀναγεγράψῃ, Πλάτωνος Γοργίας 506c). Ίδια είναι η σημασία του χρόνου και στην ΚΝΕ (Θα έχω διαβάσει τα μαθήματά μου μέχρι να έρθεις). Μάλιστα, στην ΚΝΕ ο συντελεσμένος μέλλοντας μπορεί να χρησιμοποιηθεί με τροπική σημασία και δηλώνει επιστημική τροπικότητα εξαιτίας του μορίου «θα» (Θα έχει ξεκουραστεί αρκετά).
Όσον αφορά στην τροπικότητα θα πρέπει να τονίσουμε ότι στην ΑΕ εκφράζεται, σύμφωνα με τον Χατζηκυριακίδη (2014, σελ. 12), κυρίως με το σύστημα των εγκλίσεων (υποτακτική, ευκτική, προστακτική). Αναλυτικότερα, η επιστημική τροπικότητα στην ΑΕ που δηλώνει το βαθμό δέσμευσης του ομιλητή/ομιλήτριας ως προς την αλήθεια της πρότασης (Χατζηκυριακίδης 2014, σελ. 12) εκφράζεται με δυνητική ευκτική, κυρίως με το συνδυασμό της ευκτικής με το «ἂν» (Ὁ ἀγαθὸς ἀνὴρ γένοιτ’ ἄν ποτε καὶ κακὸς Πλάτωνος Πρωταγόρας 345b) αλλά και της οριστικής με το «ἂν» (Ἐνόμιζε λαθεῖν ἂν, Θουκυδίδου Ἱστορίαι 7.48.1). Επίσης, η ίδια τροπικότητα εκφράζεται με τη χρήση του μορίου «ἂν» σε συνδυασμό με υποτακτική σε υποθετικές προτάσεις που δηλώνουν το προσδοκώμενο (Ἐάν με ἀποκτείνητε, ὑμᾶς αὐτοὺς βλάψετε Πλάτωνος Ἀπολογία 30c). Η δεοντική τροπικότητα που δηλώνει σύμφωνα με τον Haan το βαθμό πίεσης στο υποκείμενο της πρότασης προκειμένου να επιτελέσει μια πράξη (2004: 6, όπ. αναφ. στον Χατζηκυριακίδη 2014, σελ. 12) εκφράζεται στην ΑΕ με ποικίλους τρόπους. Αρχικά, με τη χρήση προστακτικής (Ἄγετε, ὦ ἄνδρες, δειπνήσατε Ξενοφῶντος Ἑλληνικά 5.1.18), με απαγορευτική υποτακτική (καί μοι, ὦ ὦνδρες Ἀθηναῖοι, μὴ θορυβήσητε Πλάτων Ἀπολογία 20e 3-4), με ευχετική ευκτική (Ὦ παῖ, γένοιο πατρὸς εὐτυχέστερος, Σοφοκλέους Αἴας) και με τη χρήση των απρόσωπων ρημάτων χρὴ και δεῖ (Πολύ τε διαφέρειν οὐ δεῖ νομίζειν ἄνθρωπον ἀνθρώπου, Θουκιδίδου Ἱστορίαι 1.84.4.4-5). Αντίθετα, στην ΚΝΕ που το εγκλιτικό σύστημα έχει απλοποιηθεί, έχουμε την εμφάνιση κυρίως κάποιων μορίων που δηλώνουν τροπικότητα. Ειδικότερα, η δεοντική τροπικότητα εκφράζεται με τη χρήση των μορίων «να» και «ας» με την υποτακτική έγκλιση (Να μη μου ξαναμιλήσεις/Ας έρθει κι αυτός/Ο δικαστής πρέπει να εφαρμόζει τον νόμο). Τέλος, η δυναμική τροπικότητα στην ΑΕ που εκφράζει την ικανότητα ή τη θέληση του υποκείμενου της πρότασης να επιτελέσει/επιτελεί το γεγονός που περιγράφεται (Χατζηκυριακίδης 2014, σελ. 12) δηλώνεται με αντίστοιχα ρήματα (καὶ οἱ τοιοῦτοι οὔτε ναῦς πληροῦντες οὔτε πεζὰς στρατιὰς πολλάκις ἐκπέμπειν δύνανται Θουκυδίδου Ἰστορίαι 1.141.4.1-2).Με αντίστοιχο τρόπο δηλώνεται και στην ΚΝΕ (Ο μαθητής μπορεί να λύσει την άσκηση/Ο παππούς θέλει να ξεκουραστεί) αλλά και με τη χρήση του μορίου «να» (Να πηγαίναμε το καλοκαίρι διακοπές).
Συμπερασματικά, από την παραπάνω περιγραφή και σύγκριση των σημασιολογικών χαρακτηριστικών των γραμματικών χρόνων της ΑΕ και ΚΝΕ συνάγεται ότι οι χρόνοι στην ΑΕ παρουσιάζουν περισσότερα σημασιολογικά χαρακτηριστικά απ’ ότι στην ΚΝΕ, παρά το γεγονός ότι κάποια χαρακτηριστικά της ΑΕ διατηρούνται αναλλοίωτα και στην ΚΝΕ. Όσον αφορά στο συνδυασμό χρόνου - όψης παρατηρείται ότι τα θέματα χρόνου-όψης δηλώνουν κυρίως όψη κι όχι απαραίτητα τη χρονική βαθμίδα, ενώ αναφορικά με την τροπικότητα διαπιστώνεται ότι στην ΑΕ δηλώνεται κυρίως με τις εγκλίσεις πλην της οριστικής (εξαίρεση η οριστική με το «ἂν»), ενώ στην ΚΝΕ που έχει απλοποιηθεί το εγκλιτικό σύστημα, με τη χρήση μορίων και κυρίως με την οριστική.
_
γράφει ο Μανόλης Μαυρακάκης
_____
Βιβλιογραφία
Χατζηκυριακίδης Π., 2014. Σημασιολογία της Αρχαίας Ελληνικής: Χρόνος, ποιον ενέργειας, δειξη, αναφορικότητα, τροπικότητα. Σημειώσεις Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών «Ελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία», Θεματική Ενότητα ΕΓΛ50 «Ελληνική Γλώσσα και Γλωσσολογία». Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, Λευκωσία, Κύπρος.
Rijksbaron A., 2013. Σύνταξη και σημασιολογία του ρήματος στην κλασική ελληνική Εισαγωγή. Μτφρ. Γ. Καρανάσιος-I.Κονδυλόπουλος. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη.
Holton, D., P. Mackrigde & Ε. Φιλιππάκη-Warburton. 1999. Γραμματική της ελληνικής γλώσσας. Μτφρ. Β. Σπυρόπουλος. Αθήνα.
0 Σχόλια