Μια ηλικιωμένη γεροντοκόρη πεθαίνει, έχοντας στείλει γράμμα στον Ηρακλή Πουαρό όπου εκφράζει τις υποψίες της ότι κάποιος από την οικογένειά της θέλει να τη δολοφονήσει. Γιατί όμως έλαβε ο Πουαρό καθυστερημένα την επιστολή; Ήθελε όντως κάποιος να τη σκοτώσει ή ο θάνατός της ήταν από φυσιολογικά αίτια; Λίγο καιρό πριν πεθάνει έπεσε από τις σκάλες, οπότε έφταιγε το σκυλάκι της, ένα σκληρότριχο τεριέ ονόματι Μπομπ, ή κάτι άλλο κρύβεται από πίσω; Ποιον ευνοεί στη διαθήκη της και γιατί οι όροι της ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων;
Η σκιαγράφηση της προσωπικότητας της νεκρής είναι ενδιαφέρουσα και γεμάτη αντιθέσεις. Αριστοκράτισσα του παλιού καιρού, αυστηρή και δοτική, φιλεύσπλαχνη και απαιτητική από το προσωπικό της. Μέσα από την Έμιλι Αρουντέλ ζωντανεύουν όλες οι αντιλήψεις της παλαιάς εποχής, όπου κανείς αριστοκράτης δεν παντρεύεται φτωχό, όπου ένας άντρας δεν μπορεί να ζει από τα χρήματα της συζύγου του, όπου οι νεαροί είναι τόσο μαλθακοί μα πάνω απ’ όλα τα σκάνδαλα καλύπτονται κάτω από τη φράση «οικογενειακά ζητήματα» με την αξιοπρέπεια, την αλληλεγγύη και την απόλυτη μυστικότητα να πρυτανεύουν. Η Έμιλι Αρουντέλ δηλώνει απογοητευμένη από τη νέα γενιά της οικογένειάς της: η ανιψιά της, Τερίσα, δε δέχεται επιρροές, μιας και βρέθηκε με δικά της χρήματα από τα είκοσι ένα της χρόνια με αποτέλεσμα να αποκτήσει κακό όνομα εφόσον μπήκε σ’ έναν κύκλο νεαρών και προοδευτικών Λονδρέζων που οργάνωναν περιβόητα πάρτι και, το χειρότερο, αρραβωνιάστηκε έναν φτωχό επαρχιακό γιατρό, τον Ρεξ Ντόναλντσον. Ο αδελφός της Τερίσα, Τσαρλς, είναι τόσο γοητευτικός που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη. Η άλλη ανιψιά, Μπέλα, αφοσιωμένη σύζυγος και μητέρα, είναι «εξαιρετικά χαζή» αφού παντρεύτηκε όχι απλά έναν ξένο μα έναν Έλληνα, τον επίσης γιατρό Τζέικομπ Τάνιος: «Και στην οικογένεια της Έμιλι Αρουντέλ, που ήταν αυτό που λέμε «άνθρωποι του στρατού», πολύ απλά δεν παντρεύονταν Έλληνες… Για το προκατειλημμένο μυαλό της δεσποινίδος Αρουντέλ οι Έλληνες ήταν σχεδόν το ίδιο απαίσιοι με τους Αργεντινούς ή τους Τούρκους» (σελ. 19 και 21). Ο καθένας τους φυσικά έχει και οικονομικές δυσχέρειες, τις οποίες μια διαθήκη θα βελτίωνε κατά πολύ, και σοβαρούς λόγους για λίγο ζεστό χρήμα, ποιος θα έφτανε όμως στον φόνο;
Ο Ηρακλής Πουαρό ταξιδεύει στο Μάρκετ Μπέισιν, αποφασισμένος να καταλάβει γιατί άργησε να λάβει τόσο πολύ το γράμμα κι όταν βρίσκει την Έμιλι Αρουντέλ νεκρή αρχίζει να ξετυλίγει το κουβάρι. Την ιστορία αφηγείται ο λοχαγός Άρθουρ Χέιστινγκς, που θα εμφανιστεί ξανά σε περιπέτεια του φίλου του, Ηρακλή Πουαρό, στο τελευταίο βιβλίο, την «Αυλαία», σχεδόν σαράντα χρόνια αργότερα (1975). Τα πρώτα τέσσερα κεφάλαια είναι μια συναρπαστική καταγραφή των γεγονότων πριν τον θάνατο της Έμιλι Αρουντέλ κι αμέσως μετά αρχίζει η εξιχνίαση της υπόθεσης με τον γνωστό αφηγηματικό τρόπο των περιπετειών του Ηρακλή Πουαρό από έναν άνθρωπο που μόλις επέστρεψε από την Αργεντινή και του είναι ιδιαίτερα συναρπαστική η βοή του Λονδίνου! Έχουμε και πάλι ποικίλες οπτικές γωνίες της υπόθεσης που προκύπτουν κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων που ο Πουαρό τις μετατρέπει σε αθώες, φιλικές κουβεντούλες, μικρά μυστικά και εκπλήξεις που ξεπετάγονται σε απρόσμενες στιγμές, κουτσομπολιά που εμπνέουν τον Βέλγο ντετέκτιβ, διασκεδαστικές αντιπαραθέσεις με τον Χέιστινγκς που επιμένει να μη χρησιμοποιεί τα φαιά του κύτταρα, και όλα αυτά οδηγούν σταδιακά και με συναρπαστικό τρόπο στην επίλυση της υπόθεσης στο γνωστό σκηνικό: ο Ηρακλής Πουαρό καλεί γύρω του τους υπόπτους για να ξεσκεπάσει τον ένοχο και να βάλει τα πράγματα στη σωστή τους θέση.
Ενδιαφέρον είναι το σημείο όπου ο λοχαγός Χέιστινγκς αναφέρει: «Απ’ όσο γνώριζα, οι περιπλανήσεις του Πουαρό στην Ανατολή περιορίζονταν σε μόνο ένα ταξίδι μερικών εβδομάδων από τη Συρία ως το Ιράκ» (σελ. 120), έχουμε δηλαδή σαφή αναφορά στον «Φόνο στη Μεσοποταμία» που κυκλοφόρησε μόλις ένα χρόνο πριν. Επίσης, στη σελίδα 187 αναφέρονται χαρακτήρες από προηγούμενες περιπέτειες: ο Νόρμαν Γκέιλ από το «Death in the clouds», η Έβελιν Χάουαρντ από τη «Μυστηριώδη υπόθεση στο Στάιλς», ο δόκτωρ Σέπαρντ από τη «Δολοφονία του Ρότζερ Ακρόιντ» και ο Νάιτον από το «Μυστήριο του μπλε τρένου»: «Ήταν όλοι τους ευχάριστες προσωπικότητες»! Γιατί τους αναφέρει; Αυτό το αφήνω στον αναγνώστη να το ανακαλύψει μόνος του. Πάντως, τέτοιου είδους μνείες σε προηγούμενες ιστορίες είναι κάτι σπάνιο στα έργα της Agata Christie.
Το μυθιστόρημα είναι η δέκατη έκτη περιπέτεια του Ηρακλή Πουαρό και κυκλοφόρησε σε Αγγλία και Αμερική το 1937. Στα ελληνικά υπήρξαν πολλές εκδόσεις ώσπου κυκλοφόρησε από το Λυχνάρι με τον παρεμφερή τίτλο «Σιωπηλός μάρτυς» και σήμερα (2020) επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε μεγαλύτερο σχήμα, με προλογικό σημείωμα και με νέα μετάφραση (του Χρήστου Μπαρουξή). Ως προς το εξώφυλλο ακολουθούν την έκδοση Harper Collins (1999) ενώ έχουν ανακοινώσει πως στόχος τους είναι να κυκλοφορήσουν στα ελληνικά όλα τα αστυνομικά έργα της Agatha Christie.
0 Σχόλια