Πρώτα ακούγεται ο ήχος. Ένα ανεπαίσθητο ρυθμικό βουητό που ακούγεται με δυσκολία μέσα στη σιωπή της νύχτας. Δυναμώνει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Το μονότονο «τακατάκ, τακατάκ» τόνων μετάλλου που γλιστρούν πάνω σε μέταλλο. Τότε ξεπροβάλλει στο βάθος, πίσω από το λόφο, σαν φωτισμένο φίδι. Μόνο που αυτό δεν σέρνεται δεξιά-αριστερά, αλλά ορμά ευθεία μπροστά με αποφασιστικότητα. Από εδώ που στέκομαι δεν μπορώ να δω το εσωτερικό του. Καλύτερα έτσι. Λίγο πριν χαθεί από το οπτικό μου πεδίο, διαλύει ολοκληρωτικά την νυχτερινή γαλήνη ηχώντας την κόρνα του. Την εκλαμβάνω ως έναν χαιρετισμό που με περιπαίζει. Είναι το τρένο των τρεις παρά δέκα. Το επόμενο θα περάσει στις τέσσερις και λίγα λεπτά. Ίσως να το ακούσω από το θάλαμο, ίσως να με έχει πάρει ήδη ο ύπνος.
Προσπαθώ να ανακαλέσω την τελευταία στροφή από ένα ποίημα που διδαχθήκαμε στην πρώτη γυμνασίου: «Μες στον κάμπο τώρα μόνα, τα βαριά περνούνε τρένα, λες και φέρνουν το χειμώνα και τη νύχτα από τα ξένα». Με τη διαφορά ότι, αρχές Ιούλη, όλα τα τρένα είναι λες και φέρνουν το καλοκαίρι. Ιδίως τα τρένα που πηγαίνουν δεξιά, δηλαδή νότια. Είναι τα τρένα που μεταφέρουν ως επί το πλείστον εκδρομείς που θα κατεβούν στον Πειραιά για να πάρουν το πλοίο με κατεύθυνση κάποιο νησί.
Χειρότερα είναι τα πράγματα στο στρατόπεδο, στη σκοπιά δίπλα στο συρματόπλεγμα. Εκεί το τρένο περνάει πολύ κοντά από μπροστά σου, στα τριάντα μέτρα. Προχθές ήμουν εκεί το μεσημέρι. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Ήμουν προετοιμασμένος να ξαναδώ δεκάδες συνομηλίκους μου να στέκονται νωχελικά στα παράθυρα, με τα χρωματιστά μπλουζάκια τους, τα μαύρα τους γυαλιά, τα ψάθινα καπέλα τους. Προχθές, όμως, δύο κοπέλες μου κούνησαν τα χέρια τους και μου φώναξαν αντί χαιρετισμού ένα μακρόσυρτο «ουουου». Και ο συνήθης κόμπος στο λαιμό έγινε ανυπόφορος.
Δεν ανταπέδωσα τον χαιρετισμό. Πιστός στις εντολές των αξιωματικών στάθηκα ακίνητος, κρατώντας το όπλο μου σταθερά παρά πόδα, με «άψογη εμφάνιση/παράσταση», για να μη «σχηματίζουν οι πολίτες κακή εντύπωση για τους στρατιώτες των τεθωρακισμένων». Μόνο ένα πικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη μου –αυτό δεν φαίνεται από το τρένο. Πέρυσι ήμουν κι εγώ ένας από αυτούς. Του χρόνου ίσως πάλι να είμαι κι εγώ μέσα σε αυτό το τρένο. Αλλά το «πέρυσι» και ιδίως το «του χρόνου» έμοιαζαν να βρίσκονται σε τεράστια απόσταση από το σήμερα.
Γι’ αυτό –σκέφτομαι– είναι λίγο καλύτερα εδώ, στις Στρατιωτικές Φυλακές, που το βλέπεις να περνά από μακριά. Κι ακόμη καλύτερα στην πίσω σκοπιά, της πύλης, εκεί από όπου το «τρένο της μεγάλης φυγής των εκδρομέων» δε φαίνεται. Μάλιστα, με δυσκολία ακούγεται. Καμιά φορά, βυθισμένος στις σκέψεις μου, ούτε που το προσέχω.
Η ώρα κοντεύει τέσσερις. Κάτω από το χιτώνιο νιώθω τον ιδρώτα μου να κυλάει. Ούτε ίχνος δροσιάς τη σημερινή νύχτα. Τουλάχιστον ο θάλαμος εδώ, σε αντίθεση με άλλα φυλάκια, είναι δροσερός τη νύχτα. Ευτυχώς ο δεκανέας αλλαγής και η συνοδεία του έρχονται στην ώρα τους. Του κάνω αναγνώριση βαριεστημένα και κατεβαίνω γρήγορα την εσωτερική σκάλα της σκοπιάς. Αν δεν καθυστερήσουμε καθόλου, θα πέσω για ύπνο πριν περάσει το τρένο των τέσσερις και τέταρτο.
Στις τέσσερις και πέντε είμαι στο θάλαμο. Ξεντύνομαι με βιασύνη και πέφτω στο κρεβάτι. Πρόλαβα. Αλλά ο ύπνος δεν έρχεται. Τι φταίει; Το φεγγαρόφωτο που μπαίνει άπλετο από το παράθυρο και φωτίζει όλο το θάλαμο; Ή μήπως επειδή πιέζω τον εαυτό μου να κοιμηθεί; Μάταιος κόπος. Στις τέσσερις και τέταρτο είμαι ακόμη ξύπνιος. Έχασα το παιχνίδι. Γυρίζω ανάσκελα, ανοίγω διάπλατα τα μάτια μου και περιμένω να ακούσω τον αναμενόμενο ήχο να διαλύει για μία ακόμη φορά την νυχτερινή ησυχία. Νομίζω, μάλιστα, πως διακρίνω ήδη στο βάθος, σαν προάγγελο, ένα αργόσυρτο μεταλλικό μουρμουρητό. Όμως κάτι άλλο έρχεται να τραβήξει την προσοχή μου βίαια. Μία κραυγή! Ένα ανατριχιαστικό «αααα» που μοιάζει σαν να βγαίνει από τα σπλάχνα κάποιου. Δεν είναι κραυγή σωματικού πόνου. Είναι περισσότερο ένας αναστεναγμός που έχει μεγεθυνθεί υπέρμετρα. Προφανώς κάποιος από τους φυλακισμένους... Δεν είναι σπάνιο να ακούς τέτοιες ξαφνικές κραυγές εδώ. Συνήθως συνοδεύονται από δυο τρεις λέξεις όπως «δεν αντέχω ρε» ή «φτάνει». Αυτή τη φορά δεν είχε συνέχεια. Ακούω αμέσως το τρένο των τέσσερις και τέταρτο στη μονότονη πορεία του.
Γυρίζω στο πλάι. Πόσο ανόητος ήμουν! Σκέφτηκα τι επίδραση έχει ο ήχος αυτός στους φυλακισμένους; Τι σημαίνει να ακούς το τρένο να περνά από δίπλα σου και να φεύγει, κάθε τρεις και λίγο, κάθε μέρα, χρόνια ολόκληρα;
Κλείνω τα μάτια μου, ενώ στο βάθος ακούγεται η κόρνα που ξεμακραίνει και σβήνει.
_
γράφει ο Άγγελος Μανουσόπουλος
_____
Σημείωση: οι Στρατιωτικές Φυλακές λειτούργησαν στην Αυλώνα Αττικής έως τα μέσα της δεκαετίας του 1990, οπότε και μεταφέρθηκαν στην Κόρινθο, και στις εγκαταστάσεις τους λειτουργούν σήμερα Φυλακές Ανηλίκων. Έως τότε, η εξωτερική φρουρά αποτελούνταν από το στρατιωτικό προσωπικό του Κέντρου Εκπαίδευσης Τεθωρακισμένων Αυλώνας.
Ο Άγγελος Μανουσόπουλος γεννήθηκε στη Λάρισα το 1971. Σπούδασε Φιλολογία. Είναι δημόσιος υπάλληλος. Κείμενά του δημοσιεύτηκαν κυρίως στο ιστολόγιό του. Αυτό τον καιρό ετοιμάζει μία συλλογή που θα κυκλοφορήσει σε μορφή ψηφιακού βιβλίου και παράλληλα γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα.
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Πικρά όμορφο… Ο μεγαλύτερος πόνος που σκοτώνει τον μικρότερο… Ένα αχ… Κι αυτό το θάβει η νύχτα…
Τι μου θύμισες τώρα αγαπητέ Άγγελε…
Γράφετε όμορφα…
Πώς μίκρυνε τελικά ο πόνος…μπροστά σε έναν πολύ μεγαλύτερο. Πώς το “του χρόνου” γίνεται τόσο εύκολο όταν συγκρίνεται με χρόνια ή ακόμα χειρότερα με το “ποτέ”….