
γράφει ο Πάνος Τουρλής
Με αφορμή την κηδεία ενός ανθρώπου ξεδιπλώνονται οι προσωπικές ιστορίες των συγγενών του, καταγράφονται οι διαπροσωπικές τους σχέσεις και αποκαλύπτονται μυστικά και απωθημένα που τα κάλυψαν η αδιαφορία και η ρουτίνα. Αυτισμός, καταπίεση, τοξικότητα, απιστία, μονογονεϊκή οικογένεια είναι μερικά μόνο από τα καθημερινά προβλήματα που αναφέρονται στο βιβλίο. Τι θα συμβεί από δω και πέρα; Πώς θα προχωρήσουν στη ζωή τους οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος;
Το Φυστίκι που Κυλάει έγραψε ένα δυνατό, ανατρεπτικό και άκρως ρεαλιστικό μυθιστόρημα για την παθογένεια της ελληνικής οικογένειας. Βάζει κάτω από ένα αντικειμενικό μικροσκόπιο όλα τα λάθη, τα μυστικά, τα ψέματα, τα προβλήματα που οδηγούν τους ανθρώπους σε αδιέξοδα, σε καταπίεση, σε κρίσεις πανικού και χαρίζει μια ιστορία τόσο αληθινή που πονάει, ακριβώς γιατί όλοι θα αναγνωρίσουμε σε αυτήν κομμάτια της δικής μας προσωπικότητας. Δάκρυσα, γέλασα, σφίχτηκα, κράτησα την ανάσα μου, προβληματίστηκα κι όμως δε σταματούσα να βυθίζομαι όλο και περισσότερο στον μικρόκοσμο του μυθιστορήματος, όχι μόνο γιατί αγωνιούσα για τη συνέχεια αλλά και γιατί ήθελα να δω πώς θα ολοκληρωθεί η ιστορία, πώς θα λυτρωθούν οι ήρωες και πόσο τους αγαπάει η συγγραφέας που τους δημιούργησε. Κινηματογραφική ροή, υψηλές ταχύτητες στις εξελίξεις, αληθινοί και καθημερινοί διάλογοι, ανατροπές είναι μερικά μόνο από τα θετικά χαρακτηριστικά του κειμένου. Σταγόνες που όλοι τις γευτήκαμε, τις αντικρύσαμε, τις νιώσαμε στις βροχερές μας μέρες, λαμπερές και μουντές πέφτουν όταν πρέπει ή έρχονται ακάλεστες, σταγόνες που λαμπυρίζουν αντικατοπτρίζοντας στιγμιότυπα, σκηνές, διαλόγους, ανθρώπους από τη ζωή του κάθε ενός από μας. Χαρά και γέλιο, έρωτας και ανεμελιά και την ίδια στιγμή πόνος, απώλεια, τραύματα σωματικά και ψυχικά, λάθη και ανήφορος. Σταγόνες από δάκρυα λύτρωσης σαν αυτά που χαρίζει το τέλος, οργής για τα καταφανή λάθη που τραυματίζουν ψυχές, συγχώρεσης για χάρη της αγάπης. Σταγόνες που γυαλίζουν στο μαχαίρι που ανατέμνει μέχρι βάθους την ανθρώπινη ψυχή, παρουσιάζοντας ακριβοδίκαια τους χαρακτήρες του βιβλίου και φέρνοντας στο φως «οικεία κακά» που πληγώνουν, συγκολλούν αλλά και δίνουν ελπίδα για μια νέα αρχή.
Η Τζένη και ο Δημήτρης λοιπόν έχουν αποκτήσει δυο παιδιά και πλέον είναι χωρισμένοι. Με διαρκή πρωθύστερα μαθαίνουμε την ιστορία τους, πώς γνωρίστηκαν, πώς ερωτεύτηκαν, ποια ήταν τα βήματα της σχέσης τους ως τον γάμο τους, πώς άλλαξαν τα πράγματα με τα παιδιά, την Εύη και τον Λουκά, πού έσπασαν και λύγισαν, τι έφταιξε, ποιες ήταν οι δυσκολίες και γιατί τελικά διαλύθηκαν. Η συγγραφέας εκεί που τους ρίχνει στα πιο βαθιά τάρταρα, εκεί και τους απογειώνει: «Εκείνο το πρωινό της δεύτερης μέρας των Χριστουγέννων, μέσα στο βαθύ σκοτάδι της Τζένης και του Δημήτρη, μέσα στην απόλυτη, αδιαπραγμάτευτη αποτυχία τους ως γονείς, ως ζευγάρι, ως ενήλικες, από τον φεγγίτη στο μπάνιο γλίστρησε μια αδύναμη ακτίνα φωτός. Θαμπή, εύθραυστη. Αλλά έστω κι έτσι έσπασε τον ζόφο» (σελ. 237). Η Εύη είναι πλέον στην εφηβεία, υπερ-ευαίσθητη στα συναισθηματικά ερεθίσματα, στεναχωριέται λιγότερο για το οικονομικό θέμα τώρα που τους μεγαλώνει η Τζένη μόνη της και περισσότερο για την απελπισία στο πρόσωπο της μάνας της. Ένα πλάσμα που λες και γεννήθηκε ενήλικη, κάτι που δυστυχώς η μητέρα κατά λάθος εκμεταλλεύεται και τονίζει διαρκώς, ακουμπώντας έτσι ένα δυσβάσταχτο βάρος στο παιδί της, που πάντα πίστευε πως αυτό πρέπει να κάνει, να γίνεται υποστύλωμα στις οικοδομές όλου του κόσμου. Από την άλλη, ο αυτιστικός Λουκάς παρακολουθεί εργοθεραπεύτρια σε κέντρο ειδικής αγωγής και σημειώνει μικρά βήματα προόδου. Η Τζένη αποδέχτηκε σχετικά γρήγορα την ιδιαιτερότητα του γιου της, μιας και δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο. Αυτή η διαδικασία αποδοχής δεν ήταν γραμμική, αφού τα συναισθήματα ενοχής, θυμού, απελπισίας επέστρεφαν κυκλικά. Πού βρίσκεται μέσα σε όλα αυτά ο Δημήτρης, πώς αντέδρασε, πώς νιώθει μετά τη θύελλα που τους τίναξε στον αέρα; Ευτυχώς, είναι ένας πατέρας που «θα εξασφάλιζε πρώτα το κάτι παραπάνω για τα παιδιά του και μετά τα βασικά για τον ίδιο»! Ναι αλλά η σχέση του με την πρώην σύζυγο; Τα δικά του όνειρα και προσδοκίες;
Μόνιμο αγκάθι ανάμεσα στο ζευγάρι είναι η μάνα του Δημήτρη, Βαγγελιώ, μια αυταρχική γυναίκα που διαφεντεύει το σπίτι της και αρνείται ν’ αφήσει τα παιδιά της να φύγουν μακριά. Αρνάκι ο άντρας της, την άφησε να κάνει ό,τι θέλει στη ζωή τους, του αρκούσε να νιώθει ασφαλής και ήρεμος πλάι της: «Ο χρυσός αυτός άνθρωπος που μιλούσε από το στόμα λίγο και από τα μάτια του πολύ. Που γέμιζε τα ρεζερβουάρ των παιδιών και των εγγονιών του με περισσή αγάπη, ανόθευτη, χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς όρια, χωρίς διακρίσεις» (σελ. 279). Νικήθηκε τελικά από τον καρκίνο και η γυναίκα του νιώθει ξαφνικά πελαγωμένη και ολομόναχη. Τώρα τι γίνεται; Πώς θα επιβιώσει χωρίς το στήριγμά της; Ο απόλυτος έλεγχος που ασκεί στα παιδιά της, Αντώνη και Δημήτρη, δημιουργεί εντάσεις και δυσκολεύει τον αγώνα τους να σταθούν στα δικά τους πόδια, μακριά από τις εντολές της. Τα δυο αδέλφια είναι όσο πιο διαφορετικοί μπορεί να είναι δύο άνθρωποι που μεγάλωσαν στο ίδιο σπίτι, στην ίδια πόλη, από τους ίδιους γονείς. Σπάνια όμως μάλωναν όσο ήταν μαζί, δεν έμπαινε ο ένας στον ζωτικό χώρο του άλλου, πάντα συνυπήρχαν χωρίς να αναμιχθούν. Ο Αντώνης, έχοντας καλά κρυμμένα μυστικά, κάνει τα πάντα για να φύγει στο εξωτερικό, προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων. «…παραήταν ασημένιος για τα δεδομένα της μουντής κωμόπολης… ασύμβατος με τον αέρα της Αιτωλοακαρνανίας» (σελ. 82), «Δεν υπήρξε ποτέ κομμάτι του παζλ της συγκεκριμένης πόλης ο μικρός. Πάντα φευγάτος ήταν» (σελ. 92).
Ο Δημήτρης υποστηρίζει τον αδελφό του κι ας μένει ο ίδιος πίσω. Έτσι κι αλλιώς είναι μέτριος μαθητής, οπότε στράφηκε στις μηχανές και στα αυτοκίνητα για τα προς το ζην. Ο Αντώνης όμως έφυγε και γιατί ήθελε να γλυτώσει τον αδελφό του από τις συνέπειες των δικών του επιλογών, μιας και το ωστικό κύμα πάντα έπαιρνε τον Δημήτρη: «Ο μεγάλος το είχε συνηθίσει, το θεωρούσε δεδομένο, ο μικρός ασφυκτιούσε, τον έπνιγε αυτή η υποχρέωση που ένιωθε πως είχε στον αδελφό του από τότε που θυμόταν τον εαυτό του» (σελ. 97). Οι γονείς τους πιέζουν τον Δημήτρη να ελέγχει τον Αντώνη κι αυτό τον κάνει έξω φρενών. Ο Δημήτρης δεν είχε το θάρρος του αδελφού του, ναι, είχε όνειρα, ήθελε να αντιδράσει αλλά «φοβόταν πως θα έτρωγε τα μούτρα του και θα αναγκαζόταν να γυρίσει στη μάνα του με την ουρά στα σκέλια». Είναι «έξαλλος με τον αδελφό του που δραπέτευσε και ανακουφισμένος ταυτόχρονα. Να τον βρίζει από τη μία και να τον καμαρώνει κρυφά από την άλλη. Για το μυαλό του, για το τσαγανό του, για όλα όσα έβαζε στόχο και κατάφερνε, ενώ ο ίδιος έμενε κολλημένος. Ανίκανος να φύγει. Δειλός» (σελ. 97). «Δεν είχε ποτέ τη δύναμη του μικρού. Το αστέρι του. Λες και γεννήθηκε μισοσβησμένος» (σελ. 107). Όσο ο Δημήτρης μάλιστα δεν κόβει τον ομφάλιο λώρο, τόσο η μάνα του τον διαφεντεύει. Και τότε ήρθε η Τζένη! «Όλα τα άσκοπά του σαν να είχαν βρει προορισμό».
Όλα ξεκινάνε με την κηδεία του Λουκά, όπου η συγγραφέας στήνει ολοζώντανες σκηνές: «…άρχισαν να σηκώνονται ένας ένας…Είχαν ξεπετάξει την υποχρέωση. Αν τους έλεγες «καλό καλοκαίρι», θα απαντούσαν «επίσης» χωρίς δεύτερη σκέψη» (σελ. 36). Από την αρχή οι διαπροσωπικές σχέσεις είναι δύσκολες, η μητέρα δε συμπαθεί την Τζένη, ο Αντώνης άργησε να παραστεί και η Βαγγελιώ δε χάνει ευκαιρία να τον κατηγορήσει, εντείνοντας την επιθυμία του να φύγει μια ώρα νωρίτερα, η Τζένη συμμερίζεται την επιθυμία του Αντώνη και κατανοεί τη στάση του, αφού είναι η μοναδική που μπορεί να τον διαβάσει σαν ανοιχτό βιβλίο, η επιθυμία του Λουκά να παραμείνει στο Αγρίνιο με τον μπαμπά και τη γιαγιά φέρνει την Τζένη στα όριά της, κάτι που αποσβήνει η Εύη. Λες και παρακολουθούσα κάτι μεταξύ κινηματογραφικής ταινίας και στιγμές από γεγονότα που έχω δει κι εγώ στη δική μου ζωή, με αληθινούς ανθρώπους, με ταιριαστούς διαλόγους, με γνωστές αφορμές! Έτσι αρχίζει σιγά σιγά το ταξίδι στο παρελθόν και στο παρόν όλων αυτών των χαρακτήρων, τους οποίους γνωρίζουμε κι απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. Η ζωή στη φοιτητική εστία του Γκερμερσχάιμ, το πρώτο ερωτικό καλοκαίρι στην Ιθάκη, το μαγικό Βερολίνο που «ήταν η πιο όμορφη πόλη στον κόσμο, τόσο ανεπιτήδευτα κομψή, παλιακή και μοντέρνα ταυτόχρονα, σε αποδεχόταν χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς προκαταλήψεις, η ίδια η πόλη μπορούσε να γίνει η παρέα σου» (σελ. 117), η γοητευτική Σκοτία εκείνο τον κρυστάλλινο Φεβρουάριο που η κλεψύδρα της ευτυχίας ενός ζευγαριού άρχισε να αδειάζει από την άμμο της και τόσα άλλα.
Υπάρχουν όμως κι άλλοι χαρακτήρες που συντροφεύουν τις δύο οικογένειες, όπως το εξάχρονο κοριτσάκι που στέκεται όρθιο, με τη ζακέτα της μαμάς της στα χέρια, ακίνητο, αμίλητο και κοιτάζει την πόρτα την ημέρα που η μάνα της ηττήθηκε από τον καρκίνο. «Όποιος φεύγει δεν ξαναγυρίζει» και το έμαθε αυτό καλά το κοριτσάκι που ξάπλωνε πάνω στη ζακέτα της μάνας της για να κοιμηθεί μυρίζοντας το ύφασμα κι ευτυχώς τη στήριξε η γιαγιά της, βοηθώντας τη να γίνει «Δυο γυναικών κόρη». Είναι και ο γοητευτικός Κωνσταντινουπολίτης Ερέν Μπαντέμ που θα παίξει απρόσμενο κομβικό ρόλο στο μυθιστόρημα και η ιστορία του ξεδιπλώνεται γεμάτη κοφτερά αγκάθια. Ασήκωτο βάρος οι επιλογές του για την οικογένειά του και αβάσταχτες οι συνέπειές τους στις ζωές των γονιών του, Ναζάν και Αράς, δυο ανθρώπων σε ισχυρή πολιτική και οικονομική θέση στην Τουρκία. Η ζωή του Ερέν είναι γεμάτη τρυφερότητα και έρωτα, ώσπου η τρυφερή μητέρα του χώθηκε σε δύσμορφο κουκούλι και δε δίστασε να παραδώσει -μεταφορικά- τον γιο της στον Άδη. Τα κεφάλαια που τον αφορούν τα διάβαζα με κομμένη ανάσα, μιας και σε αυτά η γραφή φτάνει στο απόγειό της σε θέματα περιγραφών, ατμόσφαιρας, παραστατικότητας και άφθαστου ρεαλισμού. Η τελική σκηνή μεταξύ πατέρα και γιου παραλίγο να μου προκαλέσει εγκεφαλικό και κρατούσα την ανάσα μου για επικίνδυνα πολλή ώρα μετά το πέρας της. Οι χαρακτήρες που γνώρισα παύουν να έχουν βαφτιστικά ονόματα και ανθρώπινα χαρακτηριστικά, μεταμορφώνονται σε κάτι σκληρό, ανείπωτο κι όλα αυτά για κάτι που θα έπρεπε να το γιορτάζουν κι όχι να το λοιδωρούν. «Η ιέρεια άγγιξε σιωπηλή την πόρτα. Ο πεθαμένος γιος της βγήκε από το δωμάτιο». Και τότε…
Το κείμενο είναι γεμάτο καλοδουλεμένα ψυχογραφήματα, παραστατικότητα και αληθοφάνεια. Δε θα ξεχάσω πόσο έντονα περιγράφηκε μια κρίση πανικού, τις κραυγές ενός μικρού κοριτσιού που η επιθυμία της να δει τηλεόραση παραπάνω από μια ώρα οδήγησε σε ομηρικούς καβγάδες τους γονείς της («μπαμπά, δε θέλω να δω τηλεόραση, να, δες πάω στο δωμάτιό μου, σε παρακαλώ», πόσο πόνεσα εκεί, πόσο μου θύμισε οικεία κακά!), τις συνέπειες από μια ολική υστερεκτομή στο σώμα και στην ψυχολογία μιας γυναίκας και τις στιγμές ανθρωπιάς μεταξύ δυο γυναικών που ήταν ξεκάθαρα εχθροί ως εκείνη τη στιγμή που… Σκόρπιες και αξιοπρόσεκτες μεταφορές και παρομοιώσεις στολίζουν το κείμενο: «Μα ο ήλιος εκείνο το απόγευμα της συμπεριφερόταν σαν γονιός, ήθελε να αφήσει το στοργικό του χάδι πάνω στα χέρια και στον λαιμό της» (σελ. 67). Εδώ δάκρυσα: «…άφησε από τα μάτια του να τρέξουν σταγόνες ευτυχίας… Έτρεξαν μέσα του και βρήκαν και γέμισαν μικρές ρωγμές, σαν υγρός χρυσός που συγκολλάει σπασμένο πήλινο» (σελ. 158). Και ένα από τα αγαπημένα μου: «…τα βλέμματα, οι κουβέντες, όλα σκάλωναν πάνω του σαν να ήταν φτιαγμένος από βέλκρο που μάζευε πάνω του ανεπιθύμητο χνούδι…» (σελ. 211). Λέξεις που δημιουργούν απρόσμενες εικόνες και σημαντικές αλήθειες: «…τα δάχτυλά τους έμειναν απλώς να αγγίζονται. Για το υπόλοιπο της διαδρομής, τις ένωναν λίγα χιλιοστά επιδερμίδας… Καμιά φορά, αυτό που σε στηρίζει και σε κρατάει στην επιφάνεια όταν σε τραβάνε βαρίδια στον πάτο είναι απλώς λίγο δέρμα» (σελ. 49). Από την άλλη, το χιούμορ με το οποίο έχουμε γνωρίσει τη συγγραφέα είναι εκεί, διακριτικό, ανάμεσα στις γραμμές, μόνο που τα γεγονότα δε σε αφήνουν να το απολαύσεις είτε γιατί αμέσως έπεται κάτι σκληρό είτε γιατί είναι κρυφά αναμεμιγμένο με κάτι που προκαλεί εντονότερα συναισθήματα, όπως οργή ή / και συγκίνηση. Απολαύστε μία και μόνη πρόταση, που συνδυάζει την κραυγή της μάνας που εξαφανίστηκε το παιδί της με την προσπάθεια μιας τυχαίας περαστικής να βγάλει πετυχημένη selfie με το σκυλί της αγκαλιά: «Η μάνα του Δημήτρη ούρλιαζε στο τηλέφωνο, ο Βαρόνος προσπαθούσε να ακρωτηριάσει την ιδιοκτήτριά του κι εκείνη να δείξει το outfit τους» (σελ. 215).
Φυσικά, δε θα μπορούσαν να λείπουν και οι καίριες κοινωνιολογικές παρατηρήσεις: «…το σχολείο, οι παρέες, η εφηβεία, είναι ένας μικρόκοσμος της ενήλικης κοινωνίας, βλέπεις ένα δεκαπεντάχρονο παιδί και ταυτόχρονα βλέπεις έναν πενηντάρη που χτίζεται. Πολλά στρώματα σκυρόδεμα θα πέσουν πάνω του, πολλές εμπειρίες, ο πυρήνας όμως είναι εκεί. Στο σχολείο…θα δοκιμαστούν σκληρά οι αντοχές, τα συναισθήματα και ο χαρακτήρας τους. Δεν είναι εύκολη πίστα» (σελ. 263). Επίσης: «Δεν ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που ήταν στα δεκαεννιά τους. Δεν μειώθηκε η αγάπη, η ζωή αυξήθηκε. Και λίγο λίγο μπήκε ανάμεσά τους…Άλλαξαν. Δεν είχαν τσακωθεί, δεν είχαν σταματήσει να αγαπιούνται. Ζωή έπαθαν» (σελ. 281-282). Και κυρίως: «Η ζωή σταμάτησε… Αυτό που συνεχίζεται λέγεται επιβίωση. Συνήθισε. Να ζει χωρίς τη ζωή του. Γιατί η ζωή δεν συνεχίζεται όταν χάνεις τη ζωή σου… Μόνο συνηθίζεται» (σελ. 283).
Οι «Σταγόνες» είναι ένα υπέροχο, απολαυστικό μα και σκληρό μυθιστόρημα που μου χάρισε αξέχαστες στιγμές, με γέμισε σκέψεις και προβληματισμούς. Ένα ταξίδι στο χθες και στο σήμερα, μια παρέα 300 περίπου σελίδων, άνθρωποι που αγάπησα και αντιπάθησα και συνεχώς αναρωτιόμουν τι θα τους συμβεί από δω και πέρα. Τα απόνερα του παρελθόντος και πώς επηρεάζουν το παρόν, πώς θα αντιδράσουν οι ήρωες του βιβλίου στις ανατροπές που έρχονται, πόσο εύκολα θ’ αλλάξουν νοοτροπία, αντιλήψεις, στάση ζωής, πόσο δυνατοί και έτοιμοι είναι για την απώλεια, για την ανατροπή, για το λάθος; Και τι όμορφο τέλος: «…ακολούθησε την πορεία της σταγόνας. Είχε διανύσει τα μισά. Είχε ακόμη πολλή πορεία. Μπορεί να ενωνόταν με άλλη, μπορεί να κυλούσε ολομόναχη» (σελ. 332).
0 Σχόλια