“Where there is sorrow, there is holy ground”
Oscar Wilde – De Profundis
“Εκείνος που δεν έφαγε με δάκρυα το ψωμί
Εκείνος που δεν έκλαψε την νύχτα από μετάνοια
Θρηνώντας στο κρεβάτι του, πότε, ούτε στιγμή
Εκείνος δεν σε γνώρισε, ω Δύναμη Ουράνια”
Johann Wolfgang von Goethe – Τα Χρόνια της Μαθητείας του Βιλχελμ Μάιστερ
–
γράφει ο
–
Τα Ενδύματα Οδύνης, η τελευταία συλλογή του Αντρέα Τιμοθέου, είναι μια συλλογή η οποία μου κίνησε πολύ το ενδιαφέρον, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη ποιητική συλλογή του. Τα ποιήματά του έχουν το αισθητικό πρόταγμα και το νοηματικό βάθος (δύο σταθερά χαρακτηριστικά της ποίησης του Τιμοθέου), όμως εντοπίζω σε αυτή μια βαθύτερη κατάθεση που παρόλο δεν λέγεται ρητά εντός της συλλογής, πιστεύω πως είναι το μεγαλύτερο μάθημα ποίησης που θα μπορούσε να μας δώσει. Στόχος αυτής της παρουσίασης δεν είναι να παρουσιάσω την ποιητική συλλογή – ένα έργο που το έχουν κάνει πολύ πιο αξιόλογοι κριτικοί από μένα – αλλά να εστιάσω σε αυτό το μάθημα που θα μπορούσαμε όλοι, ποιητές και κυρίως κριτικοί, να μάθουμε.
Τα Ενδύματα Οδύνης είναι μια τρίγλωσση ποιητική συλλογή αφιερωμένη στην προσφιλέστατη θεματική της ποίησης του Τιμοθέου, στη Μούσα του, την έμπνευσή του, την Divina του, δηλαδή την Μαρία Κάλλας. Όπως και σε άλλες συλλογές του – όπως στις υποτιμημένες από την κριτική Μέρες του Αυγούστου – ο Τιμοθέου προσπαθεί μέσα από την ποίησή του να μας δώσει κάτι από την παρουσία, τον αέρα και την αύρα της μεγάλης σοπράνο. Αυτή τη φορά, η Κάλλας μας έρχεται διαμεσολαβημένη, μέσω των ρόλων που αυτή υποδύθηκε, από την Τραβιάτα μέχρι την Μήδεια και από την Άννα Μπολένα μέχρι την Μαντάμ Μπατερφλάι. Η συλλογή συνοδεύεται από δύο εξαιρετικές μεταφράσεις, στα αγγλικά από την Δέσποινα Πιρκέττη και στα ιταλικά από την Αλεξάνδρα Ζαμπά.
Δεν χρειάζεται να επεκταθώ στο θέμα κάθε ποιήματος, καθώς τα ποιήματα του Τιμοθέου μιλάνε από μόνα τους και υποστηρίζουν την αξία τους πολύ καλύτερα, από όσο θα μπορούσε να εξάρει τη σημασία τους ένας κριτικός. Η βασική θεματική είναι κι αυτή εξίσου ξεκάθαρη: Είναι ο διάλογος που αναπτύσσεται μεταξύ της σοπράνο και των ρόλων της, ο τρόπος που το ένδυμα-ρόλος «φοριέται» επάνω στο σώμα-Κάλλας. Αυτή η δυναμική όμως καταλήγει να αντιστρέφεται, μέχρι που στο τέλος τα όρια μεταξύ ρόλου και καλλιτέχνη είναι δυσδιάκριτα. Είναι Κάλλας που υποδύεται την Νόρμα ή είναι η Νόρμα που ενσαρκώνει ένα μέρος από την άβυσσο της ψυχής της Κάλλας; Υπάρχει η Μήδεια μέσα στην Κάλλας ή και το αντίθετο, να υπάρχει λίγη Κάλλας μέσα στην Μήδεια; Είναι σε αυτή την οδύνη που συναντιέται η Κάλλας με τους ρόλους της, αλλά και ο ποιητής με την Κάλλας του. Το ένδυμα το οποίο αποτελεί συνάμα τρόπο έκφρασης και εξωτερίκευσης της οδύνης, όταν ο καλλιτέχνης υποφέρει με τον ίδιο τρόπο όπως και ο ρόλος του, επαναφέροντας το αξίωμα του Όσκαρ Ουάιλντ: Δεν είναι μόνο η τέχνη που αντιγράφει τη ζωή, αλλά και η ζωή που αντιγράφει την τέχνη.
Όμως δεν είναι αυτό που κάνει την συλλογή τόσο ιδιαίτερη και να με ενδιαφέρει προσωπικά. Είναι το γεγονός πως ο Τιμοθέου επιλέγει να αφιερώσει ακόμη μία συλλογή στην Κάλλας, παρά το γεγονός πως την έχει μνημονεύσει σε όλες του τις συλλογές.
Στην φιλολογική κριτική, τα σταθερά μοτίβα των ποιητών εκλαμβάνονται ως στασιμότητα. Είμαι απόλυτα σίγουρος – ακόμη κι αν καμία δημοσιευμένη κριτική δεν το αναφέρει ρητά – πως υπάρχουν κριτικοί λογοτεχνίας ή ποιητές που το πιστεύουν αυτό για τον Τιμοθέου. Το να υπηρετείς ένα είδος ποίησης ή να έχεις αγαπημένη θεματική, ερμηνεύεται από τους κριτικούς ως αδυναμία εξέλιξης, ως εμμονική περιστροφή γύρω από τα ίδια και τα γνώριμα θέματα, τα οποία δεν έχουν και κάτι καινούργιο να δώσουν. Ο ποιητής τότε ενδύεται το «ένδυμα» του γραφικού, που απλώς επαναλαμβάνει τον εαυτό του και περιστρέφεται γύρω από τον άξονά του.
Και δεν μιλάμε μόνο για τον Τιμοθέου πλέον. Κάθε ποιητής (αλλά κατά κύριο λόγο ο νέος ποιητής) που θέλει να τα έχει καλά με τους κριτικούς, αναγκάζεται να νοθεύει την ποίησή του με άλλα κριτήρια, προκειμένου να κατευνάσει τέτοιες φωνές. Αναγκάζεται κάτω από το βάρος των κριτικών και των βιβλιοπαρουσίασεων να προσαρμόζει το έργο του στις εξωγενείς επιταγές, κάνοντας εκπτώσεις από το ποιητικό του όραμα. Πλέον δίπλα στο «τι εκφράζει εμένα», υπεισέρχονται και τα «τι θα αρέσει στους κριτικούς», «ποια ποίηση βραβεύεται», «ποιο ποίημα θα έχει μεγαλύτερη αναγνωσιμότητα».
Αν θαυμάζω τον Τιμοθέου είναι για το ποιητικό του όραμα. Παρά τις διαφορές μας, αναγνωρίζω πως τα Ενδύματα Οδύνης δεν εκφράζουν την στασιμότητα του Τιμοθέου, αλλά την αφοσίωσή του. Περισσότερο από κάθε άλλη συλλογή, ο Τιμοθέου εμφανίζεται σε αυτήν ως υπηρέτης της ποίησής του, της έμπνευσής του και του ποιητικού οράματος που ενστερνίζεται. Η επιστροφή στην Κάλλας δεν είναι μια αδυναμία εξέλιξης, αλλά μια βαθιά αναγνώριση της ποιητικής ταυτότητας, μιας ταυτότητας που την αναλαμβάνει με τον ίδιο τρόπο που η Κάλλας αναλαμβάνει τους ρόλους της – τα ενδύματα της οδύνης της.
Τα Ενδύματα Οδύνης διδάσκουν την αφοσίωση που οφείλει να έχει ο ποιητής με την έμπνευσή του, δηλαδή με το κάλεσμα που τον καλεί να συνθέσει την ποίησή του. Μας διδάσκουν πως η ποίηση δεν γράφεται με έξωθεν κριτήρια, αλλά είναι αποκλειστικά εσωτερική υπόθεση του ποιητή, στην οποία οι αναγνώστες έρχονται σε επαφή εκ των υστέρων. Μας διδάσκει πως ερωτήματα περί εξέλιξης και στασιμότητας, περί καινοτομίας και πρωτοτυπίας έχουν νόημα μόνο στο πλαίσιο της φιλολογικής κριτικής, αλλά όχι τις ποιητικής δημιουργίας. Μας διδάσκει το θάρρος να μένει ο ποιητής πιστός στο όραμά του, σε αυτά που τον εκφράζουν και τον εμπνέουν, χωρίς να αναρωτιέται τι αρέσει στο αναγνωστικό κοινό ή στην κριτική.
Πιστεύω λοιπόν, πως το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της συλλογής του Τιμοθέου είναι αυτό που ένας κριτικός θα το αναγνώριζε ως το μεγαλύτερο της μειονέκτημα. Πέρα από την αρτιότητά της ως ποιητικής συλλογής, πέρα από τον λυρισμό τον ποιημάτων και τις εξαιρετικές αποδόσεις στα αγγλικά και τα ιταλικά, η μεγαλύτερη της αρετή είναι πως μένει πιστή στο όραμα του Τιμοθέου για την ποίηση. Τα Ενδύματα Οδύνης πιστεύω κατέχουν μια ξεχωριστή θέση στην εργογραφία του Αντρέα Τιμοθέου, όχι γιατί η ίδια η συλλογή προσφέρει κάτι που δεν το έχουμε συναντήσει ξανά στις συλλογές του, αλλά γιατί μας διδάσκει μεγάλα μαθήματα για την ποίηση και την τέχνη. Μας διδάσκει την αφοσίωση στην ποίηση και στο όραμα, μας διδάσκει την φροντίδα της έμπνευσης.
Να μου επιτραπεί η παρομοίωση, αλλά όταν διαβάζω τα Ενδύματα Οδύνης, φαντάζομαι τον Αντρέα Τιμοθέου στον ρόλο της Ευρύκλειας. Όπως η Ευρύκλεια περιποιείται ως θεραπαινίδα τον Οδυσσέα και τον αναγνωρίζει ως τον κύριο της, έτσι και ο Τιμοθέου τιμά αλλά και υπηρετεί την Κάλλας και την αναγνωρίζει ως την αστείρευτη έμπνευσή του.
Προσωπικά, εκτιμώ τα Ενδύματα Οδύνης γιατί μας θυμίζουν ποιητικές αξίες που μέσα στην ραγδαία ποιητική παραγωγή έχουμε ξεχάσει. Ο ποιητής δεν είναι απλώς ένα άτομο που βάζει λέξεις στο χαρτί, που καμώνεται πως έχει κάτι να μας πει και καταδέχεται να το μοιραστεί μαζί μας. Ποιητής σημαίνει ταυτόχρονα να έχεις όραμα για την ποίησή σου και να υπηρετείς αυτό το όραμα, να είσαι αφοσιωμένος σε αυτό μέχρι τέλους, ακόμη και μέσα από την οδύνη που αυτό προκαλεί.
0 Σχόλια