Δυο γυναίκες, δυο γενιές, ένα νησί κι ένα μυστικό. Ο θάνατος της μητέρας της φέρνει μια νέα κοπέλα αντιμέτωπη με το παρελθόν κι αρχίζει να ξαναζεί τις εύκολες και τις δύσκολες οικογενειακές στιγμές με φόντο την πανέμορφη Ύδρα, η οποία είναι σα να περιμένει μία από τις δύο να έρθει και να λύσει τα μάγια της απόρριψης και της απομόνωσης που βίωσαν. Η Νέλλυ Σπαθάρη με μια δυνατή νουβέλα μας ταξιδεύει στα άδυτα της ψυχής και του τόπου.
Η Ελπίδα είναι αρχιτέκτονας και αναλαμβάνει την αναπαλαίωση μιας πενταόροφης οικίας. Πνιγμένη, μ’ ένα κακό προαίσθημα και για να καθαρίσει το μυαλό της ώστε να συγκεντρωθεί στη δουλειά της, φεύγει για Σαββατοκύριακο στο πατρικό της μητέρας της, στην Ύδρα. Έτσι γνωρίζουμε από κοντά αυτό το μαγευτικό νησί, με τη χαρακτηριστική του αρχιτεκτονική, τα ενδιαφέροντα σημεία του, τους κατοίκους του. Περπατάμε μαζί με την Ελπίδα στους δρόμους και στα βράχια, μπαίνουμε στο Μοναστήρι («Το ρολόι του Μοναστηριού που σε λίγο με τη βαριά του καμπάνα θα χτυπούσε τους δώδεκα χτύπους του μεσημεριού. Από μόνος του αυτός ο ήχος ήταν Ύδρα», σελ. 86), βουτάμε κάτω από το Περίπτερο (οι περιβόητες «κούμπιζες» όπως λένε τις βουτιές), φτάνουμε στον Βλυχό, στο Αυλάκι, στο Καμίνι, στον Παλαμηδά, ατενίζουμε τον Δοκό και την Ερμιονίδα, ένα θαλάσσιο ταξί μας πάει στον Άγιο Κυπριανό, ξαναβλέπουμε το «Παιδί και το δελφίνι» και τη «Φαίδρα» που γυρίστηκαν εκεί, αναβιώνουμε τη σκληρή μοίρα των ηλικιωμένων που τους γκρέμιζαν οι νεότεροι από το Ζάστανι «για την αδυναμία του τόπου να θρέψει το σύνολο της κοινότητας» (ανατρίχιασα με τον πατέρα που είπε στον γιο του: «Κράτα, παιδί μου, το καλάθι και σπρώξε με στον γκρεμό έτσι, χωρίς αυτό. Γιατί το καλάθι θα σου χρειαστεί όταν θα έρθει η σειρά σου»!).
Το κείμενο όμως δεν αποτελεί απλά μια τουριστική περιπλάνηση στην Ύδρα, γιατί σταδιακά ξεδιπλώνεται το οικογενειακό παρελθόν της Ελπίδας με αφορμή τον ξαφνικό θάνατο της μητέρας της στην Ονφλέρ. Γιατί έφυγε από το νησί; Πώς εγκαταστάθηκε στη Γαλλία; Ποιες ήταν οι σχέσεις της με τα παιδιά της; Πώς χειρίστηκε την εγκατάλειψη από τον σύζυγό της και πώς κατάφερε να ορθοποδήσει ξανά σε ξένο τόπο («…εκείνος που μένει πίσω πονάει πιο πολύ»); Η Ελπίδα, με αφορμή αυτό το γεγονός, ξαναφέρνει στο μυαλό της γεγονότα και καταστάσεις που βίωσε ως τότε και μαζί της ξεδιπλώνεται ένα κουβάρι από μυστικά, καυτό σαν τις υδραίικες πέτρες που κείτονται κάτω από τον ήλιο. Ένα καβαλέτο στην Μπουαγιά, ένας διορισμός στο Μαντούδι, η θάλασσα της Μεσογείου, μια προίκα που αμφισβητείται με δικαστικό έγγραφο, αυτά και άλλα πολλά γεγονότα συγκροτούν ένα σύντομο μα γεμάτο από εικόνες και συναισθήματα κείμενο, με μια Ελπίδα να ζει ανάμεσα στο χτες και στο αύριο και να ψάχνει τρόπους να γνωρίσει καλύτερα τη μητέρα της, να καταλάβει πώς και πότε αραίωσαν οι οικογενειακοί δεσμοί κλπ.
«Στην Ύδρα αέναα θα επιστρέφεις», αυτό ακούει νοερά η Ελπίδα και γι’ αυτό γυρίζει ξανά και ξανά στο πατρικό της μητέρας της. Ένα όμορφο νησί, με εποχές που δεν αστειεύονται ως προς το κρύο και τη ζέστη, φιλοξενεί μια οικογένεια που γνωρίζει τη διάλυση και τη διάψευση της ελπίδας μέσα από καταστάσεις που αποξενώνουν και φορτώνουν τα παιδιά με δεύτερες σκέψεις, αμφιβολίες, ακόμη και δειλία. Χρώματα, ομορφιά και φως δεν είναι αρκετά για να μαλακώσει η απώλεια κι η Ελπίδα θα βρει μιαν άκρη μέσα από τα προσωπικά έγγραφα της μητέρας της. Ένα υπέροχο, σύντομο μα πυκνογραμμένο κείμενο που μου γνώρισε καλύτερα έναν τόπο που ήξερα ελάχιστα και μου σύστησε μια ενδιαφέρουσα ολοκληρωμένη προσωπικότητα που αγωνίζεται να συγχωρέσει και να κατανοήσει για να προχωρήσει μπροστά.
0 Σχόλια