Οι λόγοι που με έκαναν να διαλέξω αυτό το βιβλίο ήταν τρεις… το εξώφυλλο, ο τίτλος και το γεγονός ότι το βιβλίο έχει πάρει ρώσικο βραβείο Μπαλσάγια Κνίγκα.
Δεν γνώριζα τίποτα για την Τασκένδη. Μπήκα και διάβασα στο google γι’αυτόν τον τόπο. Μα πολύ καλά τη γνώρισα μέσα από τα μάτια της συγγραφέως. Η Τασκένδη είναι ένα χωνευτήρι ανθρώπων, διαφορετικών εθνικοτήτων. Είναι ένας τόπος φτωχός, όπου οι άνθρωποι κοιτάζουν να επιβιώσουν σε άσχημες συνθήκες με όποιο κόστος.
Οι ήρωες του βιβλίου πολλοί. Με άγγιξαν και θα ήθελα να τους σχολιάσω.
Η μητέρα Κάτια είναι μια γυναίκα πολύ κακιά, ανακατεμένη σε εγκλήματα, σε εμπορία ναρκωτικών. Νιώθεις ότι δεν έχει καλό στοιχείο μέσα της. Ίσως προς το τέλος του βιβλίου να της δώσεις κάποια ελαφρυντικά για τον χαρακτήρα της, ίσως όμως και όχι. Η Κάτια είναι η μητέρα της Βέρας.
Η Βέρα είναι ο ορισμός της παροιμίας “από ρόδο βγαίνει αγκάθι κι από αγκάθι βγαίνει ρόδο”, που λέει κι ο λαός μας. Είναι ο αγαπημένος μου χαρακτήρας στο βιβλίο. Είναι ένα πλάσμα γλυκό, κυκλοθυμικό αλλά είναι λογικό, γιατί είναι καλλιτέχνης. Δίνει σημασία στο φως και στα χρώματα. Είναι ζωγράφος. Και όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο βιβλίο “ήταν βυθισμένη στη ζωή της, μια ζωή απέραντα γεμάτη, που δύσκολα μοιραζόταν. Στα δώδεκά της, μέσα στη μοναξιά, είναι μια απολύτως σύνθετη, ολοκληρωμένη προσωπικότητα. Δεν είναι δυνατόν να της επιβληθείς.”
Ο Μίσα είναι ένας άντρας που μαζεύει από το δρόμο τη Βέρα και γίνεται θείος της. Ένας άνθρωπος που νοιάζεται πραγματικά γι’αυτήν. Είναι πολύ όμορφη η σχέση που έχουν μεταξύ τους. Μα το πιο γλυκό, το πιο συγκινητικό σημείο στο βιβλίο είναι η αγάπη του Λιόνια για τη Βέρα. Μια αγάπη αλτρουιστική, ένας ύμνος στον έρωτα, αυτό που νιώθει και τον ακούμε σε κάθε σελίδα…
Απόλαυσα το βιβλίο για το ύφος που είναι γραμμένο, για την ατμόσφαιρα που σου βγάζει. Για τους αντίθετους χαρακτήρες, που ο ένας όμως, συμπληρώνει τον άλλο. Καταλαβαίνω απόλυτα γιατί πήρε βραβείο. Συστήνω το βιβλίο ανεπιφύλακτα και θα κλείσω με έναν διάλογο της Κάτιας και της Βέρας που στ’αλήθεια με συγκίνησε πολύ και τόλμησα να υπογραμμίσω με μαρκαδόρο.
–Ήθελα να σε ρωτήσω. Ακόμα και τότε που ήσουνα μικρή, ήσουνα διαφορετική, από την παιδική ηλικία ήθελες να γίνεις διαφορετική. Σε σένα δεν κόλλαγε το κακό. Κοιτούσες αλλού. Γιατί; Πώς σου ήρθε; Γιατί έγινες κάτι άλλο; Πάντα σκέφτομαι: μήπως είναι το όνομα;… Η πίστη (Βέρα) σε κρατάει μακριά από τη βρωμιά… και; Είναι αλήθεια; Από πού είχες τόσες δυνάμεις;…
-Μα είμαι ζωγράφος, μαμά…
_
γράφει η Νάντια Παπαθανασοπούλου από τη σελίδα Βιβλιοσημεία
αναρτήθηκε από τη Λιάνα Τζιμογιάννη για το τοβιβλίο.net
0 Σχόλια