Το τρίτο βιβλίο της τετραλογίας του συγγραφέα για τον Εμφύλιο (Δείτε το πρώτο εδώ και το δεύτερο εδώ).
Τρεις γυναίκες, τρεις μητέρες, τρεις ιστορίες. Άνθρωποι, πόνος, αίμα, Εμφύλιος. Τρεις άγνωστοι άνθρωποι που η Μοίρα τους φέρνει κοντά. Κοινό τους χαρακτηριστικό: η άδεια αγκαλιά. Ένα αριστούργημα λογοτεχνίας, ένας ύμνος στο παράλογο του Εμφυλίου, από έναν άντρα συγγραφέα που δεν παύει όμως να νιώθει τον ίδιο πόνο με μια γυναίκα που της παίρνουν το παιδί, από έναν άντρα συγγραφέα που θέλει να πει μια δύσκολη, σκληρή, ακόμα σιωπηρή για πολλούς ιστορία.
Ο συγγραφέας κεντά έναν καμβά περιστατικών, γεγονότων, ιστοριών, με ένα απαράμιλλο στιλ γραφής που συνδυάζει τη λυρικότητα και την αφήγηση, μας κρατά σε αγωνία για τη συνέχεια. Συγκλονιστικές σελίδες, ανθρώπινες ιστορίες, λάθη, αδικίες, φρικαλεότητες, οι λέξεις περισσεύουν μπροστά στον πλούτο των πληροφοριών, των γεγονότων και των περιστατικών.
Στο τρίτο βιβλίο περιγράφονται τα αιματηρά και βδελυρά γεγονότα του 1949, οι μάχες και η οριστική νίκη του ελληνικού στρατού (παρά τις δηλώσεις του Νίκου Ζαχαριάδη ότι το κόμμα κρατά “το όπλο παρά πόδα”, μια πρόταση που τρομοκράτησε το ελληνικό κράτος, με συνέπεια τις εξορίες και τις διώξεις των κομμουνιστών ακόμη και μετά το τέλος του εμφυλίου).
Η λογοτεχνική γραφή παραμένει αξεπέραστη, καλολογικά στοιχεία, παρομοιώσεις, μεταφορές, πλοκή σφιχτοδεμένη, χωρίς πολλές εναλλαγές κεφαλαίων και ιστοριών για να μπερδέψουν και να κουράσουν. Παρ\’ όλ\’ αυτά, το κείμενο θέλει απόλυτη συγκέντρωση γιατί δεν έχουμε να κάνουμε με κάτι απλό, ελαφρύ, ευδιάθετο, εφήμερο. Σίγουρα έχουμε να κάνουμε με μυθιστορηματική ανάπλαση της ιστορίας του Εμφυλίου και του Διχασμού κι έτσι απαιτείται αμέριστη προσοχή κατά την ανάγνωση κι αυτό θα κουράσει και θα ξενίσει. Μην το παρατήσετε αλλά να είστε και προετοιμασμένοι.
Τα γεγονότα που εκτυλίσσονται είναι αιματηρά, άδικα, παράλογα, η νοοτροπία του κόμματος στείρα και ανούσια κι όμως υπήρξαν άνθρωποι που την υποστήριξαν και έχυσαν το αίμα τους γι\’ αυτήν. Κρίμα κι άδικο. Εκτενείς αναφορές στο περιβόητο παιδομάζωμα και τις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης, τις αιματηρές μάχες σε Γράμμο και Βίτσι, τη διαφωνία του Τίτο με τον Στάλιν με αποτέλεσμα η Γιουγκοσλαβία να κλείσει τα σύνορά της και να μειωθεί αρκετή από την οικονομική και άλλη ενίσχυση προς τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδος, τα όνειρα και τις προσδοκίες του ΚΚΕ, το οποίο με την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση που συγκρότησε, ένα ψευδο-κράτος που ποτέ καμία χώρα και καμία κυβέρνηση δεν αναγνώρισε (άσε που περιοριζόταν σε δυο κορυφογραμμές μόνο ανάμεσα Βίτσι-Γράμμο) είχε την πρόθεση να διχοτομήσει τη χώρα και να αποσπάσει το βόρειο κομμάτι της για να εκπληρωθούν τα σχέδια του Στάλιν για Βαλκανική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία (μάλιστα το ΚΚΕ στηριζόταν στους προαιώνιους εχθρούς της πατρίδας, Γιουγκοσλάβους και Βούλγαρους).
Οι ηρωίδες αρχίζουν να έρχονται κοντά η μία στην άλλη, αρχίζουμε να αποχαιρετάμε κάποιους χαρακτήρες που μας συντρόφεψαν για τόσες σελίδες, ο συγγραφέας βαδίζει πια στα ίχνη του Ομήρου αφηγούμενος έναν πιο πρόσφατο πόλεμο, έναν πόλεμο θύμα του οποίου υπήρξε ο παππούς του, ένας άμαχος εργάτης στη σιδηροδρομική γραμμή στα Μαράσια Ανατολικής Θράκης (επί τη ευκαιρία περιγράφονται οι σχέσεις των ντόπιων βουλγαρόφωνων και σλαβόφωνων κατοίκων με τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν εκεί το 1922, μια δύσκολη σχέση μέχρι και το ξέσπασμα του εμφυλίου). Ειλικρινά αν το περιστατικό που περιγράφεται στις σελίδες 179-181 όντως το έζησε ο πατέρας του συγγραφέα και όντως ο πατέρας του συγγραφέα ήταν αυτόπτης μάρτυς στην τυχαία ανατίναξη μιας νάρκης από εργάτη με τον οποίο δούλευε ο συνονόματος παππούς του, τότε δεν έχω λόγια για τους αυτόπτες μάρτυρες τέτοιων φρικιαστικών και άδικων σκηνών, που σε μια στιγμή μέσα σού καταστρέφουν ό,τι υπήρξες ποτέ στη ζωή σου. Και μπράβο στον συγγραφέα που μετέτρεψε τον πόνο του σε έργο, σε δημιουργία, κατακόκκινη από το αίμα, μαύρη από την αδικία αλλά δημιουργία.
Ο συγγραφέας είναι δριμύτατος: “Γιατί λοιπόν; Γιατί όλη αυτή η σφαγή; Πέρα από τις εθνικές κορόνες του νικηφόρου ελληνικού στρατού και τους λαϊκούς δεκάρικους του ηττημένου ΚΚΕ, το γιατί η λαοπρόβλητη κι αλάθευτη ηγεσία του τιμημένου κόμματος επέλεξε την τελική σύγκρουση και τη βέβαιη ήττα κι έτσι ωμά και ανυπολόγιστα θυσίασε τον ανθό του ελληνικού λαού, μένει αναπάντητο και κανείς λογικός κι εχέφρων νους δεν μπορεί να εξηγήσει” (σελ. 308).
Έληξε ο πόλεμος, οι αντάρτες ηττήθηκαν (το Κόμμα ποτέ δεν ηττάται, απλώς έχουμε μια υποχώρηση!), οι ζημίες και τα θύματα καταμετρήθηκαν. Και τώρα; Σε αυτό το ερωτηματικό απαντάει ο συγγραφέας στο επόμενο και τελευταίο βιβλίο του. Ανυπομονώ να το διαβάσω!
0 Σχόλια