Μεσόγειος, 17ος αιώνας. Βενετία και Τουρκία κονταροχτυπιούνται ποιος θα κυριαρχήσει στα σημαντικά λιμάνια. Η Γαληνοτάτη και η Ημισέληνος. Μίσος, ναυμαχίες, αίμα. Και ο Χάνδακας τελευταίο λιμάνι εκτός Οθωμανών. Η πολιορκία του ξεκίνησε το 1648 και έληξε 21 χρόνια αργότερα παρακαλώ, το μεγαλύτερο διάστημα πολιορκίας που υπήρξε ποτέ στη στρατιωτική Ιστορία. Το λυρικό μυθιστόρημα Τα θεριά της Μεσογείου διαδραματίζεται ακριβώς αυτήν την εποχή και πάντα με εφαλτήριο και άξονα αναφοράς την περιβόητη πολιορκία. Ένα καταπληκτικό βιβλίο που συνδυάζει την περιπέτεια του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον με την πλοκή του Αλέξανδρου Δουμά. Ατμοσφαιρικό, αυθεντικό, καλογραμμένο, μελετημένο, ένα ξεχωριστό βιβλίο που το λάτρεψα από την πρώτη στιγμή. Βενετία, Κέρκυρα, Μάνη (Οίτυλο), Κωνσταντινούπολη, Μάλτα, μυθικοί τόποι, άγρια ήθη, σκληρή εποχή και η πένα της συγγραφέως να σε ταξιδεύει ανάμεσα στις φρεγάτες και τις μπρατσέρες, αγκαλιά με τα ιζολάρια και τους εξάντες, να σε ξεναγεί στον κόσμο των πειρατών, των ευγενών και των καταδίκων στο Μπάνιον της Κωνσταντινούπολης.
Ο Εμμανουήλ Θαλασσινός μεγαλώνει σε μια δύσκολη, πολεμοχαρή εποχή, στην οποία γυρνάει την πλάτη του και αφοσιώνεται στη ζωγραφική. Ο πατέρας του τον στέλνει στη Βενετία να σπουδάσει και να διαπρέψει, ώστε έτσι να γλυτώσει οριστικά από τυχόν επιστρατεύσεις το άμαθο σε κακουχίες παιδί. Ο Εμμανουήλ μεγαλώνει δίπλα στον Θεοδόσιο Μελετίου, αδελφικό φίλο του πατέρα του και πάμπλουτο καραβοκύρη και έμπορο. Το 1645 αποκτά την Αφροδίτη από τη γυναίκα του, Φραντζέσκα. Η Γκρατσιέλα, κυνηγημένη από τη φτώχεια, καταφεύγει στη Μάλτα και γίνεται πόρνη. Παρασυρμένη από τα γλυκά λόγια ενός καπετάνιου μένει έγκυος στο παιδί του κι αναγκάζονται να τη διώξουν από το «σπίτι» όπου δουλεύει. Το 1645 φέρνει στον κόσμο τον Αυγουστίνο έχοντας καταφύγει σε μοναστήρι των ιπποτών του Αγίου Ιωάννη, αφήνοντας την τελευταία της πνοή. Ο καπετάν Παναγιώταρος Γιατράνος, ξακουστός και ατρόμητος, το 1645 αποκτά τον Γρηγόρη του, ένα παληκάρι που μεγαλώνει στη σκληρή, άνυδρη και αυστηρή γη της Μάνης με τον αδερφό του, Γιώργη. Η πολιορκία του Χάνδακα ξυπνά πατριωτικά αισθήματα μέσα του και αποφασίζει να πάει να πολεμήσει μαζί με τον αδερφό του για την ελευθερία των συμπατριωτών του, κάτι που θα φέρει οριστική ρήξη με την οικογένειά του. Έτσι ξεκινάει μια υπέροχη, πολυεπίπεδη ιστορία που με παρέσυρε σε άλλους κόσμους, μακρινούς και φανταστικούς.
Είναι εξαιρετική η μαεστρία της συγγραφέως ως προς τον χειρισμό της πλοκής. Έχουμε τρεις βασικούς πρωταγωνιστές, σε τρεις διαφορετικούς τόπους κι όμως αληθοφανέστατα έρχονται σιγά σιγά σε επαφή, στήνοντας γύρω τους ένα υπέροχο ιστορικό υπόβαθρο και μια σφιχτά δεμένη ιστορία. Τα πρόσωπα που πλαισιώνουν τον Αυγουστίνο, τον Γρηγόρη και την Αφροδίτη είναι επιλεγμένα ένα προς ένα, με το παρελθόν του, τα πιστεύω του και τις αντιλήψεις του. Χώρια από αυτούς, μαθαίνουμε για την άνετη ζωή στη Βενετία (υπέροχες, λυρικές περιγραφές των νησιών, της ελληνικής κοινότητας, των δεξιώσεων), για τη θρησκευτική ζωή στη Μάλτα, για την εμπορική κίνηση και την καθημερινότητα στην Κωνσταντινούπολη, για την αγριάδα και την ωμότητα στη Μάνη που στιγματίζεται από τη βεντέτα, τον γδικιωμό.
Υπέροχες περιγραφές, δεμένη πλοκή, ολοζώντανοι διάλογοι (κάποιοι όμως αρκετά μακροσκελείς και σχεδόν περιττοί), βαθιά και εμπεριστατωμένη μελέτη της εποχής και των τόπων. Τα θεριά της Μεσογείου πραγματικά με συγκλόνισαν! Βλέποντας ότι το έγραψε γυναίκα, θα περίμενα ένα αξιοπρεπές άρλεκιν, με έρωτες, πορσελάνες και χλιδή, άντε και μια γρήγορη ματιά στην εποχή ώστε να εγκλιματιστούμε καλύτερα. Κι όμως, η συγγραφέας γύρισε την πλάτη στην εύκολη λύση και ασχολήθηκε σοβαρά, με αξιοπρέπεια και σεβασμό στον αναγνώστη, με τη μελέτη και το στήσιμο ενός απαιτητικού μυθιστορήματος. Η ψυχολογία των αντρικών χαρακτήρων δεν πίστευα ότι θα αποδιδόταν τόσο παραστατικά από γυναίκα συγγραφέα, οπότε μόνο τα καλύτερα έχω να πω και σίγουρα ανυπομονώ να διαβάσω και επόμενα έργα της! Το μόνο που δε μου άρεσε ήταν που έπρεπε κάθε τρεις και λίγο να προλέγει τι θα γινόταν στη συνέχεια («δε θα τον ξανάβλεπε ποτέ», «η μοίρα θα τους χώριζε» κλπ.).
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«Τι τους κατηγορούσαν, τι τους έλεγαν ρεμάλια; Όταν βρίσκονταν πάνω στο ρεσάλτο δηλαδή, δεν τζόγαραν αν θα έμεναν ή αν θα πέθαιναν; Αν θα έμεναν ελεύθεροι ή αν θα σκλαβώνονταν; Αν θα κέρδιζαν τα πάντα ή αν όλα θα χάνονταν; Τα θεριά της θάλασσας ζούσαν για τη στιγμή και ό,τι αυτή θα έφερνε. Δεν μπορούσαν να μπουν σε καλούπια. Θα ζούσαν και θα πέθαιναν κάτω απ’ τους δικούς τους άγραφους νόμους. Έτσι είχαν μάθει, έτσι είχαν ανδρωθεί, να δοκίμαζες να τους αλλάξεις; Μάταιο» (σελ. 88-89).
«Πώς να μιλήσω για τη Μάνη, τον τόπο μου, ώστε να με νιώσετε έστω και λίγο; Πρέπει να τον ζήσεις. Να μυρίσεις το θυμάρι, το φασκόμηλο, να ακουμπήσεις την πέτρα και ν’ ακούσεις την ανάσα της. Κι αν καταφέρεις να την ακούσεις, τότε έχεις ακούσει και τη δική μας την ανάσα. Η Μάνη είναι τραχιά, είναι φτωχή από φκιασίδια, λιτή κι απέριττη. Εκεί φωλιάζει η ομορφιά της, στην απλότητά της. Στέκεται εμπρός σου γυμνή κι αυτό σε τρομάζει γιατί δεν σου κρύβει τίποτα…όλα είναι στο φως!» (σελ. 93).
Και το εξαιρετικό χωρίο:
«-Δεν χτυπά τίποτα εδώ μέσα, σκύλε; Καπετάνιε, μ’ ακούς; Το φταίξιμο είναι όλο δικό σου! Εσύ τους δίνεις το παράδειγμα, εσύ χάνεσαι, σκυλοπνίγεσαι στις θάλασσες και κάνεις μήνες, χρόνια να φανείς, δίχως να σε νοιάζει τι αφήνεις πίσω σου. Τόσα χρόνια που μ’ άφηνες μοναχή, με τη μάνα σου να με διαφεντεύει, να με δαγκώνει σαν την οχιά με τα λόγια της σαν έκανα κάτι που δεν της άρεσε, εσύ έκανες το κέφι σου! Εγώ έμενα πίσω μ’ ένα σωρό κουτσούβελα, ζούσα τη φτώχεια, την πείνα, τη μοναξιά μιας γυναίκας δίχως την ανάσα του άντρα της στο πρόσωπο τα βράδια. Προστάτευα τ’ όνομά σου, την τιμή σου, με μόνο βοηθό μου την προσευχή στον Θεό για να τα βγάλω πέρα. Τώρα που τους έκανα άντρες, έρχεσαι και μου λες ότι οι γιοι μου, γιατί είναι μόνο δικοί μου γιοι, φεύγουνε και ότι δίπλα μου θα μείνεις εσύ, μα εσένα δεν σε ξέρω…Εσένα δεν σε θέλω! Ξένος είσαι!» (σελ. 136).
0 Σχόλια