Ρώτησαν κάποτε τον ποιητή:
Γιατί γράφεις;
-αφού ποτέ κανείς δεν πιάστηκε από στίχο,
ώστε να αλλάξει η ανθρωπότητα.
Την ανθρωπότητα αλλάζουν οι επαναστάσεις.
και αυτός εμειδίασε ευδαιμονικά:
«για όλον τον κόσμο!»
«Kαι για μένα!…»
Γράφει στα καφενεία, δίπλα στη θάλασσα:
ανάμεσα σε αγνώστους και γνωστούς,
από εκεί εμπνέεται
και τον παλμό των πραγμάτων και της κοινωνίας,
αφουγκράζεται ·
οσμίζεται την περιρρέουσα ατμόσφαιρα
και ηλεκτρίζεται από το φορτίο της.
Και ύστερα γυρίζει σπίτι,
πάνω στο γραφείο,
απλώνει λευκές κόλες,
ξεβιδώνει το στυλό,
ανάβει μόνο το λευκό φως,
(με ψυχραιμία και εντιμότητα),
και αρχίζει η πάλη…,
με τη σαγήνη των φαντασμάτων του έξω κόσμου·
και είναι μόνος,
αυτός,
και το λευκό φως των χαρτιών του.
Μπαίνει σε μια γυάλα γεμάτη καρχαρίες,
Κι εκεί τα πράγματα είναι δύσκολα.
Ρώτησαν κάποτε τον ποιητή:
τι είναι το ταλέντο;
Και εκείνος κουμπώθηκε,
δεν εμειδίασε,
«δεν ξέρω», είπε.
«Είναι αμαρτία…»
«Άλλοι αποφασίζουν…»
Αμαρτία είναι
και τα ξοδεμένα χρόνια,
γιατί ήταν όλα αυτά τα χρόνια, χαμένα,
καθώς η ποίηση καταρχήν σε αρρωσταίνει,
δεν σε κάνει καλά,
-οτιδήποτε κάνει κανείς, είναι αρρώστια.
Αν το κάνεις με πάθος και δοθείς,
Η ποινή είναι αυτή:
«θα αρρωστήσεις!»
Ρώτησαν κάποτε τον ποιητή:
-τότε γιατί γράφεις;
Μειδιά και απαντά:
«για να δώσω χαρά σε πολύ κόσμο!»
Και συνεχίζει:
«δεν μπορώ να πιάσω το πέταγμα ενός πουλιού,
από το κλαδί που φεύγει….»
«….μονάχα προσπαθώ
να αποτυπώσω το τράνταγμα του κλαδιού από το πουλί».
Έτσι και ο πανδαμάτωρ χρόνος που κυλά:
«γρήγορος ίσκιος πουλιών».
_
γράφει η Αλεξάνδρα Μιχαλοπούλου
0 Σχόλια