Ένα μικρό παιδί θέλει να μάθει τη γλώσσα των πουλιών και να ταξιδεύει μαζί τους, να καταλαβαίνει τα συναισθήματά τους και να τα αγαπήσει περισσότερο. Θα τα καταφέρει; Τι εμπόδια θα συναντήσει από τον αυστηρό πατέρα και την αδιάφορη μάνα; Πόσο δύσκολο είναι να τη μάθει και πόσο βαρύ το τίμημα που θα πληρώσει;
Το κείμενο βασίζεται σε ουκρανικό τραγούδι γύρω από μια προδομένη φιλία μεταξύ δύο γυναικών για τα μάτια ενός άντρα και ξεκινάει ως εξής: Ой, на горі карчата, а в долині дівчата («Τα κοράκια είναι στα βουνά και τα κορίτσια στην κοιλάδα»). Αυτήν τη σκοτεινή ατμόσφαιρα του τραγουδιού, που αξίζει να δει κανείς στο κινηματογραφικό του σχεδόν βίντεο-κλιπ, απέδωσε και η Αναστασία Σταματοπούλου στο κείμενό της, που με προβλημάτισε αρκετά, με θετικό όμως τρόπο. Πρώτ’ απ’ όλα, πρόκειται για μια «σκοτεινή» αλληγορία, που δεν μπορώ να την εντάξω ξεκάθαρα σε ηλικιακή ομάδα (είναι εφηβικό ή ενηλίκων; Αν είναι το πρώτο, ίσως να μην απολαύσουν όλα του τα νοήματα τα παιδιά, αν είναι το δεύτερο ίσως οι μεγάλοι δεν το αγαπήσουν όσο πρέπει λόγω του συγκεκαλυμμένου περιεχομένου του), σίγουρα όμως αξίζει μια ματιά απ’ όλους είτε λόγω των ανατροπών είτε λόγω των νοημάτων του είτε λόγω της dark ατμόσφαιράς του.
Ο νεαρός αφηγητής λοιπόν θέλει να μάθει τη γλώσσα των πουλιών, μόνο που μεγαλώνει σε μια οικογένεια που δεν είναι και ό,τι καλύτερο για την ανατροφή του. Ο πατέρας θυμώνει εύκολα, είναι μονοδιάστατος, δε σκέφτεται, δεν έχει φαντασία, καταφεύγει ακόμη και στη βία για να συνετίσει τον γιο του. Από την άλλη, η μάνα, πάντα σκυμμένη πάνω από τα τσουκάλια της κι εξίσου μακριά από το παιδί της έχει σχεδόν ανύπαρκτο ρόλο. Κάποια στιγμή ο μικρός αφηγητής κάνει κάποιες ανατριχιαστικά ρεαλιστικές σκέψεις που δε συνάδουν με την ηλικία του ή με τη δημιουργική ψυχολογία που πρέπει να έχει ένας έφηβος, κάτι που δείχνει πόσο πρόωρα έχει μεγαλώσει μέσα του: «Όχι ότι είχα κάποιο όνειρο ζωής στα δέκα μου. Τι είδους σχέδιο μπορεί να έχει οποιοσδήποτε για τη ζωή του, όταν δεν ξέρει αν αύριο θα έχει φαΐ να φάει και κουβέρτα να σκεπαστεί;» Αυτή η σκοτεινιά αντιδιαστέλλεται με τη μαγεία των πουλιών: το τραγούδι, το σχήμα, τις δυνατότητές τους να πετάνε σε ομάδες και άλλα θαυμαστά πράγματα. Μήπως λοιπόν, σε δεύτερο επίπεδο, η συγγραφέας θέλει να μας δείξει πως όλα αυτά είναι η προσπάθεια του παιδιού να ξεφύγει από κει μέσα;
Στα γενέθλιά του, ο πατέρας του «έφερε και παράτησε» το δώρο του, ένα άδειο κλουβί και του είπε με περιφρόνηση: «Αν θες να μάθεις τη γλώσσα των πουλιών, πρέπει να σκοτώσεις τρία κοράκια», βάζοντάς του έτσι ένα τρομερό ηθικό δίλημμα. Από κει και πέρα η ιστορία κυριολεκτικά απογειώνεται (κι ας μιλάμε για ελάχιστες σελίδες) με τις σκέψεις μου και τις απορίες μου να παίρνουν φωτιά: θα σκοτώσει; Θα πληρώσει αυτό το τίμημα; Μήπως όμως ο πατέρας του είχε άλλο στο μυαλό του και γι’ αυτό του ζήτησε να σκοτώσει τα κοράκια; Οι περιγραφές του παιδιού σκοτεινιάζουν, η εικόνα του παλεύει με την καρικατούρα και τη στιβαρότητα ενώ οι τελευταίες αράδες βγάζουν έναν γλυκόπικρο πεσιμισμό, μια ηττοπάθεια που με συγκλόνισε, κάνοντάς με να θέλω να σώσω αυτό το παιδί από το περιβάλλον του και τον κυκεώνα στον οποίο μπλέκεται μετά την κουβέντα του πατέρα του. Είναι τόσο πολλές και τόσο διαφορετικές οι ιδέες και τα συναισθήματα που πηγάζουν από τις εξελίξεις που ακόμα σχηματίζω σκέψεις και προβληματισμούς στο μυαλό μου. Το τέλος ακολουθεί την ίδια πορεία, χαρίζοντάς μου μια τόσο έντονη παράγραφο που μου έφερε δάκρυα στα μάτια.
Η εικονογράφηση του Βασίλη Κουτσογιάννη ακολουθεί ακριβώς τα χνάρια του κειμένου δημιουργώντας πρωτοφανείς προοπτικές, εξαίρετες αποτυπώσεις και χρωματικές παλέτες που εναλλάσσουν το σκοτάδι με το φως. Ο πατέρας είναι μια σκοτεινή φιγούρα που δημιουργεί τον τρόμο χωρίς να αποτυπώνονται πολλές λεπτομέρειες πάνω του, η μάνα είναι γυρισμένη πλάτη και σκυμμένη, το παιδί αγωνίζεται να επιβιώσει παίζοντας με τους ιπτάμενους φίλους του ή πετώντας νοερά μαζί τους. Το παραποτάμιο τοπίο του Νέβα στο οποίο μεγαλώνει αποτυπώνεται υπέροχα, πότε σκοτεινό και γεμάτο πουλιά, πότε λαμπερό μ’ ένα γαλάζιο φάσμα που δε χόρταινα να θαυμάζω, πότε κουρασμένο με τα κόκκινα χρώματα του ηλιοβασιλέματος να αποτυπώνονται στους κορμούς με ευφάνταστο τρόπο. Δείτε πώς εντάσσεται το παιδί στο τοπίο όταν κοιτάει το δάσος με τα πουλιά στις σελίδες 26-27 ή τα σύννεφα πώς είναι λες κι έχουν θυμώσει μαζί του στις αμέσως επόμενες σελίδες.
«Τα πουλιά» είναι μια συγκλονιστική αλληγορία για ένα παιδί που θέλει να μάθει τη γλώσσα των πουλιών ή, σε δεύτερη ανάγνωση, για ένα παιδί που θα μάθει πως οι επιθυμίες για να πραγματοποιηθούν έχουν κι ένα τίμημα. Πρόκειται για ένα παρασάγγας διαφορετικό βιβλίο που ξεφεύγει αρκετά σε θεματολογία και στυλ γραφής και με γέμισε σκέψεις, συναισθήματα, προβληματισμούς αλλά και εικόνες. Θα το κουβαλάω μέσα μου για πολύ καιρό ακόμη.
0 Σχόλια