είμαι κάτι όστρακα σπασμένα τα χέρια, τα πόδια, η ψυχή χαμένα·
είμαι κάτι απίστευτα λυγισμένο σαν το δεις, ξέρεις πως είναι ηττημένο από ένα θεριό -χρόνια πριν- γεννημένο·
να είναι ο ήλιος που με φανερώνει… να είναι η αγάπη μου που δεν στεριώνει… πάντως, με μαχαιρώνει ώρες ώρες με σκλαβώνει μου αμαυρώνει τ’ όνομα που κρατώ·
σάπια χαρτιά η ταυτότητα μου, θολά γυαλιά μπροστά μου·
να παραπατώ ατέρμονα στης νύχτας την λύπη.
_
γράφει ο Τζο
0 Σχόλια