«Πόσο μάταιο είναι να κάθεσαι να γράψεις, όταν δεν έχεις σηκωθεί να ζήσεις!»
Χ. Ντ. Θορώ (1817-62)
Τα όμορφα σπίτια όμορφα ρημάζουν….
Είναι γνωστό πως ανήκω στην… περιπατητική σχολή. Κατά τις μακρινές βόλτες μου στην πόλη συχνά-πυκνά πέφτω πάνω σε παλιά κτίσματα, απόηχους μιας ζωής όχι και τόσο μακρινής. Άλλα σε καλή κατάσταση, άλλα οικτρά «ανακαινισμένα» κι άλλα σχεδόν ερείπια στέκουν ακόμα μάρτυρες όχι μιας πόλης που φεύγει αλλά των ανθρώπων της που έφυγαν ανεπιστρεπτί. Τι είναι άλλωστε οι πόλεις, αν όχι όλοι εμείς που τις κατοικούμε; Η σκέψη μου οδηγείται τότε στα σπίτια που δεν υπάρχουν πια, θυσία (αναίμακτη;) στον αδηφάγο βωμό της αντιπαροχής και της άναρχης ανοικοδόμησης. Κατοικίες ‘ασπρόμαυρες’, ρετρό που λένε σήμερα οι νεολαίοι, και που προσωπικά γνωρίζω από τις φωτογραφίες στα οικογενειακά άλμπουμ. Σπίτια όμορφα, ανθρώπινα κατά τις θύμησες, που χόρευαν για λίγο στα μάτια όσων μονάχα τα έζησαν και που στο μεγαλύτερο μέρος έχουν κι αυτοί σχεδόν όλοι χαθεί.
Η μητέρα μου, όπως και τόσοι άλλοι στην πρωτεύουσα δεκαετίες πριν, είχε την τύχη να μεγαλώσει σε ένα μεγάλο νεοκλασικό επί της Σολωμού όπου διέμεναν οι Μικρασιάτισσες θείες της ήδη πριν από το δεύτερο ‘μεγάλο’ πόλεμο. Νοίκιαζαν ολόκληρο το ισόγειο από την οικογένεια που το είχε και κατοικούσε στον πρώτο όροφο. Συχνά θυμάται εικόνες, σαν φλας-μπακ από κινηματογραφική ταινία, και μου τις διηγείται. Στο σπίτι αυτό, λοιπόν, με τα ψηλοτάβανα ευρύχωρα δωμάτια υπήρχε, λέει, στον προθάλαμο μια όμορφη μαρμάρινη σκάλα. Αυτή σε οδηγούσε στο ‘οφίς’ όπου μια μεγάλη μαντεμένια σόμπα τροφοδοτούσε εν είδει λέβητα τα ‘μοντέρνα’ σώματα καλοριφέρ που υπήρχαν σε κάθε δωμάτιο. Οι επισκέψεις του καρβουνιάρη στο σπίτι τους κατά τους χειμερινούς μήνες ήταν συχνές κι επιβεβλημένες. Στο καρβουνιάρικο της γειτονιάς, λέει, πήγαινε και για το μηνιαίο της ‘ζύγισμα’ στα καντάρια του μαγαζάτορα! Τα κάρβουνα τα αποθήκευαν σε ένα δωμάτιο στην πίσω αυλή όπου υπήρχε και το κοινόχρηστο πλυσταριό για τις τρεις οικογένειες που συγκατοικούσαν αρμονικά στο αρχοντικό (κάτω τους στο ημιυπόγειο έμενε μία πολύτεκνη οικογένεια, κυψέλη κανονική δηλαδή….). Στην αυλή αυτή με τη χαρακτηριστική στριφογυριστή μεταλλική σκάλα υπηρεσίας μαζεύονταν και οι γάτες της γειτονιάς, μαζεύονταν και οι γείτονες στις θερινές βίζιτες… Από το σπίτι πέρναγε τακτικά, εκτός από τον καρβουνιάρη, ο γαλατάς και ο παγοπώλης που έφερνε την παγοκολόνα για το ψυγείο. Όταν ο καιρός ήταν καλός, έπαιρναν ‘κούρσα’ και ανηφόριζαν προς το ‘προάστιο’ της Νέας Σμύρνης. Εκεί τους δέχονταν άλλοι στενοί συγγενείς στην υπέροχη ιδιόκτητη μονοκατοικία τους, χτισμένη τη δεκαετία του ’30 σύμφωνα με τις αρχές του Bauhaus, επί της Ικονίου. Το σπίτι ήταν δίπατο με μεγάλο κήπο. Τον πάνω όροφο τον νοίκιαζαν στην οικογένεια του μετέπειτα τενόρου Ανδρέα Κουλουμπή. Η μαμά μου θυμάται ένα στρουμπουλό παιδάκι να ανεβοκατεβαίνει τη σκάλα και να τραγουδά… Μετά το γεύμα, όταν η ΄γερουσία’ άρχιζε το κουμκάν, η νεολαία κατηφόριζε με το τραμ ή πεζή προς το παλιό σινέ Φιλίπ ή κάποιον άλλο κινηματογράφο του κέντρου.
Το ΄64 αγόρασαν το ‘σύγχρονο’ διαμέρισμα στην Τοσίτσα, που σήμερα θεωρείται κι αυτό ρετρό. Τα κάρβουνα τα αντικατέστησαν το γκάζι πρώτα κι έπειτα το πετρέλαιο, την αυλή τα στενά μπαλκόνια, τους συγκάτοικους γείτονες γνωστοί άγνωστοι… Παιδί της μεταπολίτευσης, πέρασα τη ζωή μου σε ‘οριζόντιες’ κατοικίες, όπως λένε και οι συμβολαιογράφοι. Ποτέ δε μου άρεσε ο όρος… Σπίτια του αέρα χωρίς να πατούν στη γη, χωρίς να παίρνουν κάτι από την αρχέγονη δύναμή της. Σπίτια που πολλαπλασιάζονται, ενώ άλλα πιο όμορφα κι ανθρώπινα ρημάζουν στη λήθη…
Εξοχο!!!!!
“Σπίτια του αέρα χωρίς να πατούν στη γη, χωρίς να παίρνουν κάτι από την αρχέγονη δύναμή τη”
Μεγάλωσα σε σπίτια που “πατούσαν στη γη” κι έχω την ευτυχία, μετά από πολλά χρόνια σε “σπίτια του αέρα”, να ζω και πάλι σε ένα τέτοιο – οπότε καταλβαίνω πολύ καλά τι εννοείς, φίλε Αλέξανδρε.
Εξαιρετικό το κείμενό σου, μου ξύπνησε τόσες όμορφες θύμησες!