Το βιβλίο εκδόθηκε το 1939 και είναι η πιο δημοφιλής νουβέλα του Αμερικανού συγγραφέα John Fante. Πρωταγωνιστής ο Αρτούρο Μπαντίνι, ένας νεαρός, φιλόδοξος και άφραγκος συγγραφέας που έρχεται από την επαρχία στο Λος Άντζελες κουβαλώντας τις ιταλικές του καταβολές και την καθολική του ανατροφή. Ζώντας σε ένα άθλιο ξενοδοχείο ονειρεύεται και προσπαθεί να γράψει το μεγάλο έργο, το βιβλίο που θα τον κάνει διάσημο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή έχει να παρουσιάσει μόνο μια μικρή ιστορία που δημοσιεύθηκε σε κάποιο περιοδικό. Γεμάτος ανασφάλειες, απειρία και συναισθηματική ανισορροπία, ψάχνει το πώς γνωρίζοντας όμως το τι. Ξέρει τον στόχο, δε μπορεί να βρει όμως τον δρόμο. Δίπλα του ζουν οι ΄΄αιώνιοι΄΄ άνθρωποι, αυτοί που μπορεί να συναντήσει κάποιος σε βρώμικες γειτονιές, σε άθλια ξενοδοχεία. Το κωμικό εναλλάσσεται αβίαστα με το τραγικό και κάπου εκεί έρχεται ο έρωτας, το πάθος και τα παθήματά του. Η Camilla Lopez, σερβιτόρα σε ένα γειτονικό μπαρ, ερωτευμένη όμως κι αυτή μ’ έναν μπάρμαν. Μαζί της ο επίδοξος διάσημος συγγραφέας βιώνει περίεργες καταστάσεις και γίνεται η αφορμή να βρει την έμπνευση που τόσο χρειαζόταν. Ο Φάντε, στο καλύτερο ίσως έργο του, μας βάζει ν’ αφουγκραστούμε τον άνεμο, μιας και μόνο αυτός γνωρίζει τους καθημερινούς ανθρώπους και την καθημερινότητά τους, που είναι σκληρή και τρυφερή συνάμα. Δυνατός στις περιγραφές του, ο αγαπημένος συγγραφέας του Τσαρλς Μπουκόφσκι, δε φοβάται τα συναισθήματα, δε βάζει καλούπια ούτε εξιδανικεύει. Αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι δυνατόν να βρει όλες τις απαντήσεις, ούτε μπορεί να κατανοήσει απόλυτα την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και στο τέλος αφήνεται στην αλήθεια της πραγματικότητας. Ο έρωτας είναι προσφορά και είναι ακατανόητος.
Το μόνο αρνητικό, όχι όμως του βιβλίου, είναι ότι η ελληνική του έκδοση έχει εξαντληθεί και για να το διαβάσει κάποιος πρέπει να καταφύγει στη λύση του e-book (μετάφραση Τέος Ρόμβος). Το βιβλίο έγινε και ταινία το 2006 με πρωταγωνιστές τους Κόλιν Φάρελ, Σάλμα Χάγιεκ και Ντόναλντ Σάδερλαντ.
«Κάποια μέρα (στη Δημόσια Βιβλιοθήκη, στο κέντρο του Λος Άντζελες, όπου έβρισκα βιβλία και διάβαζα) κατέβασα ένα βιβλίο και το άνοιξα. Όρθιος του έριξα μια-δυο ματιές. Μετά σαν κάποιος που βρήκε χρυσάφι στο σκουπιδότοπο, το κουβάλησα σ’ ένα τραπέζι. Οι αράδες ξεδιπλώνονταν αβίαστα πάνω στη σελίδα, σ΄ όλο το εύρος της, σαν χείμαρρος. Η καθεμιά διέθετε τη δικιά της ενέργεια, όπως και αυτή που τη διαδεχόταν, κι όλες μαζί σκόρπιζαν πάνω στη σελίδα την αίσθηση ότι κάτι πολύτιμο είχε σμιλευτεί εδώ, Να, επιτέλους, ένας άνθρωπος που δεν είχε φοβηθεί τα συναισθήματα. Το χιούμορ και ο πόνος μπλέκονταν με μοναδική απλότητα. Όσο για την αρχή του βιβλίου, αυτή φάνταζε στα μάτια μου σαν εκπληκτικό, σαν θεόρατο θαύμα.
Είχα μια ταυτότητα για τη βιβλιοθήκη. Την έδωσα μαζί με το βιβλίο για να με χρεώσουν, και πήρα το βιβλίο στην κάμαρά μου, χώθηκα στο κρεβάτι μου και ρίχτηκα στο διάβασμα. Και ήξερα πολύ πριν το τελειώσω ότι εδώ πέρα είχα τον άνθρωπο που ανέπτυξε έναν ξεχωριστό τρόπο γραψίματος. Το βιβλίο λεγόταν ΡΩΤΑ ΤΟΝ ΑΝΕΜΟ και ο συγγραφέας ήταν ο Τζων Φάντε, ο οποίος έμελλε να με επηρεάσει για όλη μου τη ζωή στο γράψιμο. Τέλειωσα το βιβλίο και αναζήτησα στη βιβλιοθήκη άλλα βιβλία του Φάντε. Βρήκα δύο και ήταν από την ίδια στόφα, βγαλμένα κι αυτά μέσα από τα σωθικά και την καρδιά του… 39 χρόνια αργότερα ξαναδιάβασα το ΡΩΤΑ ΤΟΝ ΑΝΕΜΟ. Θέλω να πω, το ξαναδιάβασα φέτος και το βρήκα πάλι, όπως άλλωστε και τ΄ άλλα έργα του Φάντε, απαράμιλλο, όμως απ’ όλα τα βιβλία του αυτό είναι το αγαπημένο, γιατί σ’ αυτό πρωτανακάλυψα την μαγεία…
Τσαρλς Μπουκόβσκι 1979
0 Σχόλια