Τις μικρές ώρες, του Χαρούκι Μουρακάμι

γράφει η Γεωργία Βασιλειάδου

Διαβάζοντας ιστορία της λογοτεχνίας καταλαβαίνει κανείς πως οι θεωρούμενοι σήμερα μεγάλοι λογοτέχνες κατάφεραν να ξεχωρίσουν στην εποχή τους είτε ξεπουλώντας βιβλία είτε προκαλώντας σφοδρές αντιδράσεις είτε «αναγκάζοντας» τους συγχρόνους τους αναγνωρίσιμους κριτικούς και καλλιτέχνες να ασχοληθούν μαζί τους στη δημόσια σφαίρα. Στην εποχή μας παρόλο που το μάρκετινγκ έχει τον πρώτο λόγο ακόμη και στην τέχνη τον τελευταίο εξακολουθούν να έχουν οι αναγνώστες, οπότε ένα καλό βιβλίο, μία ξεχωριστή φωνή, εφόσον φτάσει στα ράφια των βιβλιοπωλείων, θα ξεχωρίσει. Ο Χαρούκι Μουρακάμι (γιατί υπάρχει και ο επίσης αξιόλογος συνεπίθετός του συγγραφέας Ριού Μουρακάμι) θεωρώ πως είναι μία από αυτές τις περιπτώσεις που μέσα από την ιαπωνική του κουλτούρα, την ευαισθησία του, την αβίαστη ανάμειξη σουρεαλιστικών στοιχείων και την πρωτοτυπία στην προσέγγιση των πιο κλασικών κοινωνικών και υπαρξιακών ζητημάτων έχει καταφέρει να κερδίσει με τη γραφή του χιλιάδες αναγνώστες παγκοσμίως.

Το «Τις μικρές ώρες» (After Dark ο αγγλικός τίτλος του) είναι ένα σύντομο μυθιστόρημα που ταλαντεύεται μεταξύ σουρεαλισμού και ρεαλισμού, φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας, υπερβατισμού και μυστηρίου. Στο βιβλίο αυτό ο Μουρακάμι στήνει ένα αλλόκοτο σκηνικό με τζαζ μουσική υπόκρουση, προκειμένου να διηγηθεί ιστορίες πολιτισμού, κοινωνικά παράδοξα και ανθρώπινα συναισθήματα. Σαν “φανταστική κάμερα” ο πανθ’ορών αφηγητής μεταφέρει αυτούσια τα τεκταινόμενα στον αναγνώστη με λιτές σκηνοθετικές περιγραφές.

 

“Κοντεύουν μεσάνυχτα και μολονότι οι δραστηριότητες ξεθυμαίνουν, ο βασικός μεταβολισμός που συντηρεί τη ζωή συνεχίζει αμείωτος να παράγει ένα μπάσο κοντίνουο από το βογκητό της πόλης”

 

Κατά «τις μικρές ώρες», δηλαδή από τα μεσάνυχτα μέχρι το ξημέρωμα, τότε που ο κόσμος ησυχάζει, η Μάρι, η νεαρή πρωταγωνίστρια, κάθεται σε ένα κεντρικό εστιατόριο στην πόλη του Τόκιο που γίνεται το σημείο αναφοράς πολλών ιδιότυπων προσωπικοτήτων, ενώ η ίδια καθίσταται μάρτυρας διαφόρων γεγονότων στα οποία η δύναμη της νύχτας την παρασύρει να συμμετέχει παρά τις αντιρρήσεις της. Ταυτόχρονα, σε κάποιο άλλο σημείο της πόλης η αδερφή της εξακολουθεί να κοιμάται στο σπίτι τους όπως συμβαίνει εδώ και μήνες, χωρίς να μπορεί να ξυπνήσει και χωρίς να υπάρχει κάποια ιατρική εξήγηση για την κατάστασή της. Ένα βράδυ εκείνη πήγε απλώς να ξαπλώσει μετά το δείπνο και έκτοτε συνεχίζει να κοιμάται ατάραχη. Η νύχτα στο μυθιστόρημα αυτό παίζει καθοριστικό ρόλο και, ίσως, για αυτό ο αγγλικός τίτλος φαίνεται πιο ακριβής ως προς το περιεχόμενο, αν και οι «μικρές ώρες» γίνονται εξίσου αντιληπτές ως μεταμεσονύκτιες, ως ώρες δίχως πολλή σημασία που αντιπαρατίθενται, ενδεχομένως, στο μυαλό του Έλληνα αναγνώστη με τις θρησκευτικές «μεγάλες ώρες».

Η νύχτα έχει απασχολήσει πάρα πολλούς καλλιτέχνες ανά τους αιώνες, η ιδιαιτερότητα, όμως, του συγκεκριμένου βιβλίου έγκειται στην αναγωγή της νύχτας από απλό σκηνικό σε πρωταγωνιστή. Συνδέοντας άρρηκτα τη νύχτα με τον ύπνο, ο Μουρακάμι χρησιμοποιεί την αδερφή που κοιμάται σχεδόν αιώνια ως μια αλληγορία για να περιγράψει πολλούς από τους διερχόμενους στην πόλη (και τη ζωή) ανθρώπους που αναμφισβήτητα βρίσκονται σε έναν ατέρμονο λήθαργο, σε μία ασυνείδητη και βολική αδράνεια που καταλήγει στην πλήρη αδιαφορία. Το «φύσει πολιτικόν ζώον» του Αριστοτέλη έχει μετουσιωθεί στο έργο του Μουρακάμι σε παθητικό φορέα μιας συλλογικότητας που απλώς περιφέρεται μέσα στη νύχτα ακριβώς όπως ορίζουν οι κανόνες της μέρας, αλλά όχι κατά τρόπο απόλυτο, αφού υπάρχουν και εκείνοι που αντιστέκονται.

 

“Κοιμάται βαθιά. Ίσως να μην ονειρεύεται καν.”

 

Με μία ρέουσα ασύμμετρη ποιητικότητα, ο Μουρακάμι καταφέρνει να οδηγήσει συνειρμικά τον αναγνώστη από την επιφανειακή αφήγηση πολλών άσχετων μικρών ιστοριών σε μια υπαρξιακή αναζήτηση και κοινωνικό προβληματισμό, χωρίς απαραίτητα την εύρεση ή ακόμη και την πρωταρχική αναζήτηση απαντήσεων. Το μυθιστόρημα ρέει όπως περνούν αυτές οι «μικρές ώρες» στα δεκαοκτώ κεφάλαια που το συνθέτουν μέσα στη ζάλη και το απόκοσμο της νύχτας, τότε που επικρατεί η πλήρης ελευθερία της σκέψης, χωρίς κούνημα δαχτύλου, με τον αφηγητή οδηγό στις διασυνδέσεις μεταξύ του εαυτού και των άλλων, του εγώ και του εμείς, του ονείρου και της πραγματικότητας. Η μετάφραση από τα ιαπωνικά στα ελληνικά της Μαρίας Αργυράκη αδιαμφισβήτητα συμβάλλει σε αυτό το μεθυστικό ταξίδι.

Ακολουθήστε μας

«Ιστορίες του συρμού», του Χρήστου Ι. Νομικού

«Ιστορίες του συρμού», του Χρήστου Ι. Νομικού

γράφει ο Πάνος Τουρλής «Ιστορίες του συρμού», δηλαδή δεκαέξι μικρές ιστορίες που συνδέονται με το μετρό είτε εξ ολοκλήρου είτε ως κάποιον βαθμό. Σε αυτές πρωταγωνιστούν επιβάτες που κατευθύνονται προς διάφορους προορισμούς, άνθρωποι που προβληματίζονται, που...

Η Λίστα, Παγιδευμένοι στον ιστό – YOMI ADEGOKE

Η Λίστα, Παγιδευμένοι στον ιστό – YOMI ADEGOKE

γράφει η Κατερίνα Σιδέρη Ένα ζευγάρι, μετράει αντίστροφα τον χρόνο μέχρι την ημερομηνία του γάμου του. Είναι όλα, σχεδόν έτοιμα. Βρίσκονται πριν τις τελικές πρόβες. Έχουν δοθεί τα προσκλητήρια, έχουν αποφασίσει για τον στολισμό, για το δείπνο που θα προσφέρουν στους...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Επιμέλεια άρθρου

Διαβάστε κι αυτά

0 σχόλια

0 Σχόλια

Υποβολή σχολίου