
Φωτογραφία: Φοίβος Σταμπολιάδης
Χρόνους πολλούς περίμενα, βαρέλι να το σπάσω.
Με του χωριού τον Μαρουβά, σε γλέντι να ξεσπάσω.
Απ’ τα Χανιά ξεκίνησα, στη Στράτα τω Μουσούρω.
Ανάθεμά σε κερατά, τι έχω να σου σούρω.
Στο πατρικό θα κοιμηθώ, να θυμηθώ τη νιότη
Τα βάσανα κι΄οι στεναγμοί, με καταντήσαν πότη.
Σαν ήμουνα φουριάρικο, τα βράχια δρασκελούσα.
Και στα μητάτα του βουνού, με τ’ άστρα συζητούσα.
Κι’ ρθε η ώρα του χαμού, και τραγουδώ το ρήμα.
Το δύσμοιρο τον επατώ, με του συρτού το βήμα.
Τούτη τη γη δεν περπατώ, οι ώμοι δεν βαραίνουν.
Τα γηρατειά απτό κρασί , σιγά σιγά πεθαίνουν.
Τον ψυχικό τον τάραχο, μεσ’ το κρασί θα σβήσω.
Όλο τον κόσμο τον γκρεμώ, και θα τον ξαναχτίσω.
Όλο το βάρος της ζωής, μπορώ και το σηκώνω.
Κι αν είμαι γέρος το πρωί, ποτέ δεν μετανιώνω.
_
γράφει ο Φοίβος Σταμπολιάδης
Ο Μαρουβάς είναι παλαιωμένο κρασί που το πίνουν στα Χανιά. Δυνατό όσο και η θέληση του ανθρώπου να κερδίσει την χαμένη νιότη του και να υπερνικήσει έστω και προσωρινά μέσα στην έκσταση τη μέθης, την αναπόφευκτη μοίρα του.
Γραμμένο σε παραδοσιακή έμμετρη γραφή της Κρήτης αποτυπώνει το πάθος του ανθρώπου για ζωή.